Κάθε φθινόπωρο που η σοδειά απ' τα ρόδια
έμπαινε στα τελάρα για να πουληθούν στην αγορά
έπαιρνα δέκα από αυτά (πάντα δέκα)
για να τα αποξηράνω στον ήλιο.
Τέχνη να αποξηραίνεις ρόδια, τα κρεμούσα
σε κορδέλες κόκκινες και διάλεγα τον ήλιο
του Νοέμβρη που είναι πολύτιμος αλλά και σπάνιος.
Αφού η φλούδα τους ξεραίνονταν κι ήταν έτοιμα
τα τακτοποιούσα σε ένα ξύλινο κασελάκι
που είχε πάνω του ανάγλυφο έναν μονόκερω.
Τα κρατούσα για γούρια της πρωτοχρονιάς.
Βροχή έπεφταν τα ρόδια χρωματίζοντας πατώματα
και τοίχους μα και τα μάγουλα στην ασπρόμαυρη
φωτογραφία της γιαγιάς.
Οι ευχές κρυφογελούσαν, τις έβλεπα πίσω
από την μεγάλη κληματαριά
που γυμνή την υπομόνευε το ξεροβόρι.
Κάποια φορά, πριν την γιορτή, χαράματα ήταν
άνοιξα το κασελάκι.
Τα ρόδια αναπαύονταν με ρόδινη την φλούδα τους.
Πριν κλείσω το κουτί παρατήρησα κάτι να γυαλίζει.
Ένα ρόδι ήταν μισάνοιχτο κι ανάμεσα στους ρουμπινένιους
σπόρους διέκρινα δυο χρυσούς κοπτήρες.
Ήταν οι κοπτήρες της γιαγιάς (έφεραν το μονόγραμμά της)
απόρησα λίγο μα γρήγορα συνήρθα και κατανόησα.
Η γιαγιά με τις συχνές επισκέψεις της στα όνειρα μου
φαίνεται πως κάποια νύχτα αποξεχάστηκε ή το ήθελε
και λησμόνησε να πάρει μαζί της τους μυτερούς κοπτήρες
που ακόμα και τα αμύγδαλα δεν τους αντιστέκονταν.
'Έκλεισα το κασελάκι αφαιρώντας τους.
Ο χρυσοχόος τους έδεσε, τους έβαλε κρίκους
κι εγώ τους πέρασα στην βαριά χρυσή αλυσίδα
απ' τα αρραβωνιάσματα της.
Από τότε μπορώ να ανοίγω φλοιούς από μύγδαλα
μα προπάντων να σπάω το σκληρό περίβλημα της μοναξιάς.
Η γιαγιά είναι μαζί μου, στον λαιμό μου, στον αγώνα μου.
Φαινομενικά και στα επόμενα ρόδια που θα αποξηράνω
θαρρώ θα το επαναλάβει. .
Οι τραπεζίτες της μου φέρνουν για πιο πρακτικοί.