Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

Οι χρυσοί κοπτήρες της γιαγιάς

 Κάθε φθινόπωρο που η σοδειά απ' τα ρόδια 

έμπαινε στα τελάρα για να πουληθούν στην αγορά

έπαιρνα δέκα από αυτά (πάντα δέκα) 

για να τα αποξηράνω στον ήλιο.


Τέχνη να αποξηραίνεις ρόδια, τα κρεμούσα 

σε κορδέλες κόκκινες και διάλεγα τον ήλιο 

του Νοέμβρη που είναι πολύτιμος αλλά και σπάνιος.

Αφού η φλούδα τους ξεραίνονταν κι ήταν έτοιμα 

τα τακτοποιούσα σε ένα ξύλινο κασελάκι 

που είχε πάνω του ανάγλυφο έναν μονόκερω.    


Τα κρατούσα για γούρια της πρωτοχρονιάς.

Βροχή έπεφταν τα ρόδια χρωματίζοντας πατώματα 

και τοίχους μα και τα μάγουλα στην ασπρόμαυρη 

φωτογραφία της γιαγιάς.

Οι ευχές κρυφογελούσαν, τις έβλεπα πίσω 

από την μεγάλη κληματαριά 

που γυμνή την υπομόνευε το ξεροβόρι.


Κάποια φορά, πριν την γιορτή, χαράματα ήταν 

άνοιξα το κασελάκι.

Τα ρόδια αναπαύονταν με ρόδινη την φλούδα τους. 

Πριν κλείσω το κουτί παρατήρησα κάτι να γυαλίζει.

Ένα ρόδι ήταν μισάνοιχτο κι ανάμεσα στους ρουμπινένιους 

σπόρους διέκρινα δυο χρυσούς κοπτήρες.

Ήταν οι κοπτήρες της γιαγιάς (έφεραν το μονόγραμμά της)

απόρησα λίγο μα γρήγορα συνήρθα και κατανόησα.


Η γιαγιά με τις συχνές επισκέψεις της στα όνειρα μου 

φαίνεται πως κάποια νύχτα αποξεχάστηκε ή το ήθελε 

και λησμόνησε να πάρει μαζί της τους μυτερούς κοπτήρες 

που ακόμα και τα αμύγδαλα δεν τους αντιστέκονταν.


'Έκλεισα το κασελάκι αφαιρώντας τους.

Ο χρυσοχόος τους έδεσε, τους έβαλε κρίκους 

κι εγώ τους πέρασα στην βαριά χρυσή αλυσίδα  

απ' τα αρραβωνιάσματα της.

Από τότε μπορώ να ανοίγω φλοιούς από μύγδαλα 

μα προπάντων να σπάω το σκληρό περίβλημα της μοναξιάς.

Η γιαγιά είναι μαζί μου, στον λαιμό μου, στον αγώνα μου. 

Φαινομενικά και στα επόμενα ρόδια που θα αποξηράνω

θαρρώ θα το επαναλάβει. .

Οι τραπεζίτες της μου φέρνουν για πιο πρακτικοί.   

Ο αρωγός

 Nikki bungakou


Το φευγιό του άντρα της άφησε πίσω ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Της έμειναν μόνο δυο τρεις φίλες και τα οικόσιτα ζώα της. Ένα κυνηγάρικο σκυλί και ένας σταχτής γάτος που περιμάζεψε από τους δρόμους. Γύρισε σελίδα κι αφιερώθηκε στα ζώα και δη στα αδέσποτα. Αγαπούσε πολύ όλα τα όντα.
Φέτος γνώρισε μια μεγάλη έκπληξη. Ένα ζευγάρι χελιδόνια ήρθαν να χτίσουν την φωλιά τους στο μπαλκόνι της. Παρακολουθούσε με τι τέχνη έχτιζαν την φωλιά τους κι ευφραίνονταν από τα τιτιβίσματα τους. Δεν άργησαν να φανούν οι νεοσσοί. Θαύμαζε το πήγαινε έλα των γονιών για να τους φέρνουν τροφή.
Μια μέρα συνέβη ένα πρωτόγνωρο γεγονός. Ένας από τους νεοσσούς έπεσε απ' την φωλιά του. Πρώτος τον ανακάλυψε ο σταχτής γάτος που αντί σύμφωνα με την φύση του να τον κατασπαράξει ήρθε στα πόδια της νιαουρίζοντας επίμονα.
Σαστισμένη βγήκε στην αυλή κι είδε το μικρό πουλί κάτω. Προσεχτικά το ανέβασε στα αδέρφια του. Ο γάτος της γουργούριζε ικανοποιημένος. Τον χάιδεψε και σαν ανταμοιβή του έδωσε μια ολόκληρη τσιπούρα που μόλις είχε ψήσει.

Στήσανε φωλιά
μαυρόασπροι άγγελοι
στεγνός ο πηλός.