Συχνά πυκνά βλασταίνουν
Στέρεες ρίζες μπήγουν στο νερό
Ωραίες υποθαλάσσιες ρίζες
Να 'χουν οι μικροί αστερίες κι οι ιππόκαμποι
Διχτυωτά να βρίσκουν καταφύγια
Να 'χουν κι οι ψαράδες
Μεγάλους να μετράνε καημούς
Κόμπο το κόμπο να σμίγουν
Το δάκρυ με την αρμύρα
Στεριά πουθενά ούτε καν ένα χαλικάκι
Ή έστω μια νησίδα με γλαροπούλια
Μόνο κάθετοι αλατόβραχοι και φυκιάδες
Που αφρίζουν λησμονιά κι αιθάλη πνιγμού
Τα ίχνη που αφήνω στην άμμο
Παλαιικές γίνονται εικόνες
Με άγνωστους Αγίους
Που στου έρωτα βούλιαξαν τη δίνη
Στις παλάμες του βυθού ορκίζονται
Με άρρητα λόγια που καταλύουν το φόβο
Έγχρωμους χαρίζουν χάρτες
Στα θρυμματισμένα κοχύλια των ακτών
Αν ήξερες τι συνομιλίες κάνω μαζί τους
Πόσα μελισσοκέρια μου φέρνουν
Πόσο μου παραδίδουν οπλισμό
Πόσο μου απομυζούν φαρμάκι
Τη ζωή δεν θα ξεχνούσες ξανά να πάρεις αγκαλιά
Μακριά να πάμε εκεί που οι άνθρωποι
Δουλεύουν το μάρμαρο μονάχα με τα νύχια
Και προτομές στήνουν στον Μέγιστο Ήλιο
Τώρα που σου μιλώ μόνη είμαι
Σαντάλια δεν έχω να διασχίσω τις ακτές
Και που ακτές κοντά τους να βρεθείς
Παντού βουνά πανύψηλα λαγκαδιές απάτητες
Φαράγγια δύσβατα και τόποι πνιγμένοι στους ασπάλαθους
Έχασα τις ρίζες μου
Πισωπατώ τρομαγμένη
Έχασα τους ψαράδες και τ' άγνωστα κονίσματα
Αποθηκεύω δάκρυα στην κλεψύδρα
Παραμερίζω τους πέτρινους όγκους
Βοτανίζω τα δηλητηριώδη φυντάνια
Κι ύστερα φτιάχνω
Μικρά φυλακτά με το μάτι του Θεού στο κέντρο
Αν ήξερες πόσο με παιδεύουν οι βελόνες
Πόσο οι πληγές μου αιμορραγούν
Χάρτινους αετούς θα ανέβαζες στα ύψη
Για να σε βλέπω καθαρά
Πλουμιστό γενναίο ταξιδιάρη
Στου ανέμου το ξωκκλήσι προσκυνητή
Αν γνώριζες την ξηρασία της γης μου
Θα μου επέστρεφες στη στιγμή
Τις θαλασσογραφίες που μαζί σου πήρες
Μαζί με τα τραυματισμένα κοχύλια
Τα ίχνη μου πάλι στην άμμο να ριζώσουν
Ψυχορραγεί καιρό η θάλασσα μου
Και κοντά της με θέλει
Κληρονόμο να με ορίσει κι αρμυρίκι της