Αφαίρεσε το τελευταίο απόστημα
Από το δεξί του πέλμα
Ανάλαφρος τώρα περπατούσε
Πάνω στο λείο έδαφος
Στιλπνό το χάδι της γης
Η αυταρέσκεια συνομιλούσε
Με τους ήχους των άρρωστων κυττάρων
Μεγάλη μητέρα η γη τον πρόσταζε
Για μια μοιραία έξοδο
Στα τσακισμένα αγγεία του πλήθους
Απαιτητικό το άγγιγμα σαν τις θωπείες
Της νεαράς σελήνης στο μεταλλικό
Βλέμμα της ύαινας
Τον διαπερνούσαν
Άκουγε τον ήχο του χώματος
Και τους χυμώδεις βόγκους της πέτρας
Ένα ακυβέρνητο καράβι αγκυροβολούσε
Στα πειρατικά του χρόνια
Ξάρτια οι φλέβες κι ένα σκισμένο ιστίο
Αλάφραινε την καρδιά
Σαν το βουβό ηφαίστειο που αιώνες πριν
Βούιζε στα χέρια του
Θέλησε να προσευχηθεί στον Θεό
Των παιδικών μυστηρίων
Αίφνης άλλαξε γνώμη
Στη μεγάλη λεωφόρο αναζήτησε μια μικρή γωνιά
Εκεί θυμάται είχε κρύψει εχτές μόλις
Ένα μικρό θησαυρό
Λεγεωνάριος η μήπως σταυροφόρος
Τιμαλφών αισθημάτων
Σιώπησε κι έθαψε τον μονόλογο του
Στην άκρη της διαχωριστικής μπάρας
Αρρωστημένη αυτοσυγκέντρωση στο διαρκές
Παίγνιον του ποιήματος
Η μοναξιά θεοποιούσε μικρές ανάσες
Ιδιότυπος προσκυνητής με μιαν αξίνα
Στο χέρι κατέβαινε τα σκαλοπάτια της γης
Μελαψός ανθρακωρύχος
Στα ορυχεία του έτρεμε μια παγωνιά
Χωρίς μια σπίθα ακροβασίας
Πως ξεγελάστηκε
Οδοιπόρος μοναχικός μετρούσε τώρα με επιφύλαξη
Τα αποστήματα στη ράχη της ασφάλτου
Στο δεξί του πέλμα φυγόκεντρες δυνάμεις
Τον περιέλουζαν με το χνώτο του θανάτου
Γύρισε στο σπίτι ξημερώματα
Στο δωμάτιο είχε ενσκήψει
Ένα πράσινο μαραμένο φύλλο
Κι ένα ιριδίζων φτερό παγωνιού
Πέρασε είπε η εποχή των φυτολογίων
Κι αποκοιμήθηκε μέσα στη ζεστή
Ελαφρότητα των σελίδων
Χαράζοντας ερμάρια και στοές στον
Εκκωφαντικό ερειπωμένο πύργο του ύπνου
Δεν είχε αλλάξει τους σελιδοδείκτες
Στην αχλή του πρωινού
Σπειροειδείς πορείες γονιμοποιούσαν
Την εσωτερική γεωγραφία