Στην σήτα της ελιάς
Κατακαλόκαιρο
Βρήκα ένα αηδόνι
Να ψηλαφεί
Τις απαγορευμένες
Μελωδίες των ερτζιανών
Είχε σπασμένη
Τη μικρή χτένα
Των φτερών του
Και τσιμπολογούσε
Ουρανό
Συμπαντικό θαύμα
Το τραγούδι του
Έφτυνε φτηνά
λιοκούκουτσα
Στο χώμα
Της αειθαλούς
Φοινικιάς
Ρυμοτομούσες
Τις αιώρες
Του σκοταδιού
Έσπαγες ένα ρόδι
Για να αναμετρηθείς
Με τους ανυπόδητους
Νάνους
Με τα μικροσκοπικά
Σκουφάκια
Οι ευχές
Αποχαρακτήριζαν
Το πρόσωπο σου
Στεφάνι λυγισμένο
Στο γόνατο
Της ανεμικής
Ανεμώνης
Τα μούρα
Κρατούσαν αγκαλιές
Αρωμάτων
Στο μαντήλι
Των θεραπαινίδων
Είναι δουλειά
Των γλάρων
Να εκκολάψουν
Το σπόρο
Της γηραιάς
Φλαμουριάς
Πέρασε
Το εφτάφωτο
Λεωφορείο
Με τους στιγματισμένους
Επιβάτες
Στο λούκι
Της πόλης
Κρέμασες
Τα λευκά σου
Εσώρουχα
Με το πικρό
Άρωμα
Της παπαρούνας
Οι ώμοι σου
Καλυμμένοι
Την ώχρα
Των φτηνών
Ξενοδοχείων
Στο ραντεβού
Με τους λεύκινους
Κύκνους
Κρατούσες
Τη σπασμένη
Καρδιά
Του επουράνιου
Κρίνου
Έπλεκες
Τα μαλλιά σου
Τον κότσο
Των Παριζιάνων
Το τακούνι χτυπούσε
Στο δρόμο
Σοκάκι
Ασβεστωμένο
Με κιμωλία
Χάρτινος
Ο πίνακας
Στο χρώμα
Του σπαρακτικού
Κισσού
Το χαρμόσυνο
Γεγονός
Της γέννησης
Συνδυάστηκε
Με την ανατίναξη
Της καμίνου
Στο γυλιό
Του κουρδιστού
Ήλιου
Προεξείχε
Το θλιβερό
Κεφάλι
Της ερωτευμένης
Μαργαρίτας
Χώλαινε
Το πόδι
Του θανάτου
Στο λούνα παρκ
Των αεικίνητων
Μαρμάρων
Η κόρη
Με το σπασμένο
Καθρεφτάκι
Έτεμνε δεξιά
Την σελήνη
Σαν τους ακτινωτούς
Μίσχους
Του βουβού
Γιασεμιού
Η βουή
Της πόλης
Έρχονταν
Από μακριά
Στη κάμαρα
Σαν ξεσπόριασμα
Αραποσιτιού
Το κλειδί
Κομμένο σε φέτες
Η αμπάρα
Λιτή κι απέριττη
Σαν σκοτεινή
Πυξίδα
Βορινής
Αρμπαρόριζας
Στον ματωμένο
Γάμο
Η ιέρεια της γης
Μαδούσε
Το σοφό
Κεφάλι
Του ηλίανθου
Ο παρανύμφιος
Έρωτας
Σκορπούσε
Πεταλίδες
Και τα φαρμακερά
Βέλη
Του σκιερού
Κάκτου
Πρασίνισε
Το πέλαγος
Στις Ανοιξιάτικες
Στοές
Στα ξάρτια
Του τυφώνα
Τρύπωναν
Αποδημητικές
Μνήμες
Λαχουράτο
Το βλέφαρο
Σκορπούσε
Ικμάδες
Φρεσκοκομμένης
Μέντας
Άναβαν του νου
Οι μώλοι
Γιρλάντες λαμπρές
και ταπεινά
Πεφταστέρια
Ακοίμητο
Το ημισέληνο
Όνειρο
Κυοφορούσε
Ριζιμιές
Ακροβασίες
Πάνω στο χνώτο
Και το θρήνο
Της νεογνικής
Λεύκας
Λυόμενο σπίτι
Στην ακροποταμιά
Κρύβει
Στα τοιχία του
Αστραφτερές
Πέστροφες
Ανεβαίνουν
Κατά μήκος
Της πρυμναίας
Δοκού
Γλυφό νερό
Κεντρίζει
Τον ομφάλιο λώρο
Του απρόσιτου
Αθάνατου