Από τον ιδρώτα της θάλασσας
Σφουγγάρια ανεβάζουν οι αλιείς
Από τους εγκάρσιους πυθμένες
Πνιγμένοι στα θεληματικά τους μπράτσα
Ώρα βουβή σαν το ύστατο βλέμμα
Του κοιμωμένου Βιολιστή
Πάνω στους απολιθωμένους μίσχους της παπαρούνας
Αψέντι κερνά ο ήλιος
Στους πολιορκητές της προκυμαίας
Βαδίζουμε γυμνοί και αθώοι
Στην περιφορά του
Ανάμεσα σε άνυδρες στέρνες
Και αφαλατωμένα υποστατικά
Μια ανάσα η ζωή που βουρκώνει
Την ηδύτητα του κοχλία
Σοφές χελιδονοουρές σκάβουν
Ένα μνήμα στο κήπο
Αναρριγά η χλόη και το μάτι του ηλίανθου
Στρέφει ελπίδες φωτός στο σκοτάδι
Δυο φίλοι την παράσταση ετοιμάζουν στο λιμάνι
Καρτερικά κρύβουν
Κάτω από τη μασχάλη
Δυο κλειδιά
Κι ένα σκισμένο σκίτσο μουσουργού
Ο θεατρώνης επιθεωρεί το σκηνικό
Με το αριστερό ματογυάλι
Αβέβαιος ο θίασος επιβιβάζεται
Στο ιστιοφόρο με τη πελαγίσια
Σκηνογραφία
Κι αποχωρεί
Ελλείψει θεατών
Κρύα τα χνώτα της μπουρού
Σφραγίζουν λησμονημένους διαλόγους