Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

απαγορευμένη συνομιλία


Η αναχώρηση ορίστηκε στις 5μ.μ
Τριμμένα χαρτιά αποσιωπήσεις ζωής
Χωρίς μεθεπόμενους προορισμούς
Χάθηκαν οι διευθύνσεις των παρόδων
Που ακροπατούσες αβέβαιος
Η ζωή με αποτυπώματα γνήσια
Αμαρτάνει στη συνήθεια των διωγμών
Μένει μονάχα η αποβίβαση να πραγματωθεί
Βαλίτσες ξέχειλες με στοίβες κηρήθρων
Τρένα που κλειδώνουν αναμνήσεις
Στα ατίθασα μέλη της βουκέντρας
Παρηχήσεις πλοίων που εξωκοίλουν
Στις παρυφές των νεκρών Νηρηίδων
Φορτηγά με προσημειωμένες πορείες
Ένα χαντάκι σμίλη στη ροή των ωρών
Δαίδαλοι ωραιοί καλύπτουν με κερωμένες
Σημαίες το βουβό σώμα του πελάγου
Πικρός καφές να σε συνόδευει
Τσιγάρο στριφτό σέρτικο
Η συντροφιά κρύβει την συντριβή
Της απαγορευμένης νουβέλας
Οι ήρωες μεθούν με λευκές
Περγαμηνές χτυπώντας το τέλι της θύρας
Καταδότες καταγράφουν
Την απαγορευμένη συνομιλία
Κίβδηλος ο χρόνος μακαρίζει
Το οργιαστικό κόκκινο της παπαρούνας
Συνταξιδιώτες οδοφραγμάτων
Κρούουν αυλούς και σήμαντρα
Μπροστά στα διπλοκλειδωμένα
Ερημοκλήσια των παγωμένων Αγίων
Χαμηλωμένα τα παραθυρόφυλλα
Κυριεύουν στο πετάρισμα της όρασης
Την ακριβή αδούλωτη αξία της αγάπης
Επανέρχεται αργά το άλγος της επαφής
Πάνω στο χρυσοκέντητο τούνελ
Του διακορευμένου Έρωτα
Ήρεμο ήμαρ βυθοσκοπεί
Το ρευστό κελαρυστό ποτάμι
Της αρχαίας Λούσιας αγκάλης
Το δάκρυ λοιδορεί τους νύχτιους 
Αφορισμούς της ειμαρμένης παγόδας
Η αναχώρηση ορίστηκε στις 5μ.μ
Τριμμένα χαρτιά αποσιωπήσεις ζωής
Χωρίς μεθεπόμενους προορισμούς    

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

η περιδίνηση του όρκου



Ανάπαιστοι σιωπές και μωβ βιολέτες
Στόλιζαν τον επιθανάτιο θρήνο
Του ασβεστωμένου κάστρου
Μια περιδίνηση ξαφνική
Της μοιραίας αστραπής πάνω στις
Κακώσεις που χάραξαν οι ορδές
Των μακρόθυμων πεύκων
Στα θεμέλια του γκρίζου θανάτου
Απίθωνες το χέρι σου
Πάνω στο ψίθυρο του βιολιού
Μιλούσες με τον κοίλο φακό
Αριστερά στο στέρνο σου
Το αύριο μια λέξη
Φασκιωμένη από το σκοτάδι
Μεμψιμοιρούσες σαν τον μικρό
Θαλασσομάχο μπροστά
στο προσκυνητάρι του κύματος
Πως απασφαλίζεται  πες μου
Ο θυμός του χαμινιού
Που σου γυάλισε
Τα παπούτσια με τις τρύπες σόλες;
Οι δροσοσταλίδες δεν γερνούν
Απάντησες
Απλά και μόνο
Ταριχεύουν τα όνειρα τους
Στα μακρόμαυρα μαλλιά
Της νύχτας
Βουβές κι αιώνιες
-Οι φυσιοδίφες εμπιστεύονται  
Στις καλοκυράδες του Ρεμπώ
Τον όνυχα της αράχνης-
Ξαναγεννιούνται οι δροσοσταλίδες
Πάνω στα μενεξεδένια
Κρουστά μαντήλια του πετρόχορτου
Εκεί κοντά στο καρπό
Του πέτρινου λήθαργου
Ακουμπισμένος ράθυμα
Συνήθιζες να ανασαίνες κάθε πρωί
Τα μύρα της ανθισμένης τρικοκκιάς
Αναρριχώμενος πάντα στις πλευρές
Της ανίκητης Άνοιξης
Να φτάσεις που;
Στην άγονη κοιλάδα την εσπέρα
Περίμενες βουβός το φεγγαρόφωτο
Και με μια χούφτα σκόνη χλόης
Στα ματόκλαδα σου
Να σε περισφίγγει απαλά
Σαν τη θηλιά των τρομαγμένων Δαναών  
-Παρείσφρηση οικτρή του πόνου-
Οι λευκοί αμαξηλάτες
Περίμεναν την βροχή των δακρύων
Δάκρυα ζεστά του φλοίσβου
Δάκρυα ηχηρά από αρχαίο σουραύλι
Δάκρυα θύελλας της τρυφερής κληματσίδας
Γύριζε το μαγκανοπήγαδο
Της αυταρέσκειας σου αργά
Το δάσος έθαλλε στις φτερούγες του
Η φωλιά της δασολάλητης πέρδικας
Μοναχική και συλλημένη
Από τους κουρσάρους
Της κατηφορικής λιακάδας
Μαύρους κρίνους έμπαζες
Στα μύχια σπλάχνα
Της θετικής ώρας
Αποσβολωμένος
Από τη γύμνια της ψυχής
Ανοιχτά τα χέρια σου
Θεατρικά στους χωμάτινους δρόμους
Έκλειναν μικρές κουκκίδες γύρης
Στις απολήξεις των δακτύλων τους
Έφυγα κρατώντας την εικόνα σου
Και την απροσπέλαστη ανάκλαση
Των ματιών σου στα χείλη μου
Όταν φιλώ το χέρι Του Θεού
Αφήνω το σημάδι σου
Χνάρι χρυσό στην νιότη της αγάπης
Όρκος βαθύς στο κέλυφος του έρωτα
Ανάπαιστοι σιωπές και μωβ βιολέτες
Στόλιζαν τον επιθανάτιο θρήνο
Του ασβεστωμένου κάστρου
Έφυγες
Εξιλεώνοντας τις όχθες 
Της δικής σου δίνης