Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Οι τρεις διαστάσεις

Όταν αρρωσταίνεις βαριά εσύ στους ουρανούς
ένα σύγκρυο και μια κακουχία με πιάνει.
Τρέχω στην κουζίνα και φτιάχνω ένα
ζεστό αφέψημα, κατά λάθος βάζω ζάχαρη
και το χύνω, δεν την βαστώ τόση πολλή γλύκα,
με κατακρημνίζει γυμνή σε βάραθρα απύθμενα,
σκορπιούνται τα μέλη μου και πεθαίνω
τρεις θανάτους φρικτούς.

Δεν με βοηθάς, σφυρίζεις ένα ερωτικό
τραγούδι που για εμάς μιλούσε, απομακρύνεσαι
κρατώντας μια δάδα στο χέρι.
Ξοπίσω σου τρέχω ασθμαίνοντας σαν να
με κυνηγά θαρρώ μια αγέλη σκύλων.
Έχουν την γλώσσα τους έξω, τα σάλια τους
τρέχουν και τα δόντια τους σαν καρφιά είναι
αιχμηρά με φτάνουν.
Στο χώμα μια παχιά κηλίδα από αίμα.

Όταν κρυώνεις εσύ στους ουρανούς η καρδιά
μου χτυπάει δυνατά και κρύος ιδρώτας με λούζει.
Τρέχω στο γκάζι και φτιάχνω μια ζεστή σούπα,
τα αρμυρισμένα δάκρυα την νοστιμίζουν.
Την φέρνω στο στόμα μου και ο σφυγμός
ευτυχώς καταλαγιάζει, προς στιγμή ηρεμώ.
Κατεβάζω τους χάρτες και με ένα φακό
ξεχωρίζω τις χώρες που τώρα κινείσαι.
Σε παρακολουθώ και προς τα εσένα προχωρώ,
μαγνήτης και με έλκεις συνεχώς.

Θυμάμαι ξάφνου τα χείλη σου, τα χάδια σου
και τις σφιχτές αγκαλιές σου.
Πόσο μου λείπεις
Πόσο μακριά απιθώνεις κάθε φορά την
εικόνα σου για να μην την βλέπω.
Να σε συνετίσω δεν μπορώ, άπειρες φορές
το προσπάθησα χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Ανυπόμονη τότε σκαλίζω της απώλειας
το αγαλματίδιο και το τοποθετώ πλάι
στον καθρέφτη για να μην ξεψυχήσει
στα χέρια μου σαν τον άγουρο φιλί.

Όταν γελάς εσύ στους ουρανούς μπαίνω
μέσα από τον ύπνο στα πιο όμορφα όνειρα.
Δίπλα ουράνια τόξα έρχονται γεφύρια να
στήσουν, η καρδιά ξανά να σε βρει.
Είναι οι ώρες που εμφανίζεσαι μπροστά
μου με μια εφημερίδα στο χέρι.
Μου μιλάς αδιάκοπα για τα πάθια του κόσμου,
σε προσέχω και σκαμνάκι σου δίνω να κάτσεις.
Φουσκώνει τότε ο πόνος μέσα μου απ' το άδικο
της ζήσης και την πενία των αδυνάτων.
Με παρηγορείς και μου δίνεις ένα μαντήλι
με τα αρχικά σου.

Ύστερα φεύγεις χαμογελαστός κι εγώ
στις σεισμικές δονήσεις των χωρισμών πισωπατώ
και γδέρνεται η αριστερή μου κνήμη.
Μπροστά σε ένα γκρεμό βρίσκομαι,
ανοίγω το μαντήλι σου κι αρχίζω να πετώ,
γλυτώνω την τελευταία στιγμή από μια
βέβαιη πτώση.
Αυτό είναι τώρα το φυλακτό μου.
Κάτω από το μαξιλάρι μου το βάζω.
Το αρωματίζω με λεβάντα.
Με κρατά στη ζωή και στου γέλιου σου
τα μουσικά κρύσταλλα με ταξιδεύει.
Χώρες ήπιες σου διαλέγω ποτέ να μην κρυώνεις
κι αρρώστια κακιά να μην σε βρίσκει.