Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

η μυσταγωγία των ωκεανών

Μέσα σε ταπεινά απόσκια νησιά σε αγαπώ

Εκεί που δεν καταδέχονται

Να ρίξουν τα ακριβά τους βλέμματα

Τα δελφίνια

Είσαι εκεί και παντού

Φιγουράρει το σκίτσο σου

Πάνω στους υγρούς αμμόλοφους

Και μέσα στα αρμυρίκια βοούν

Οι σπινθήρες από το δικό σου αίμα

Το ακρόκυμα κρατάει στις αψίδες του

Τα άδεια σου μπράτσα

Κάθε βράδυ μιλάς με τα γλαροπούλια

Μου είπες

Κι έχεις για συντροφιά σου το γέρο καπετάνιο

Με το σπασμένο τιμόνι

Εκκολαπτόμενες μέδουσες διεισδύουν

Στις παρανυχίδες των δακτύλων σου

Για αυτό σε αγαπώ με πόνο και τρέλα

Ο γέρο καπετάνιος σου ιστορεί

Για πολλοστή φορά

Τα καραβίσια βάσανα

Τις γοργόνες που αγάπησε κι άφησε

Και τις βέρες που χρωστάει ακόμα

Σε μια νέγρα στο Κονγκό

 

Τα καρνάγια άδειασαν μονομιάς

Ένα βράδυ

Απέπλευσαν στόλοι πλοιαρίων

Αυτός μοναχικός σέρνει τα βήματα του

Και κολυμπά πάνω στην πλάτη

Της στεριανής αρμύρας

Θα λιποταχτήσω από τη ζωή

Σου είπε μια μέρα

Την κρύα νύχτα δεν θα δεχτώ

Στο προσκεφάλι μου

Θα λιποταχτήσω από τις παράγκες

Που κρύβουν

Τα ακάνθινα στεφάνια των αχινών

Θα λιποταχτήσω από τις ισχνές στεριές

Για να βρω τον σταυρό του πόντου

Καρφωμένο ξανά πάνω στα τατουάζ μου

Πριν με αφομοιώσει η σκέπη

Των θαλασσίων μνημάτων και φύγω...

 

Εσύ, οι γλάροι κι ο καπετάνιος

Οι μόνοι μου φίλοι

-Σε αγαπώ με πόνο-

Ίσκιους κυνηγάς και δισκοπότηρα

Θρυμματίζεις πάνω στο μεθύσι σου

Παρηγοριά σου το άρωμα της μυρτιάς

Κι ο μίσχος της πικροδάφνης αδερφός σου

Σε βλέπω

Σε προσέχω

Σε γεύομαι 

Αντίσταση δεν φέρνεις

Σε βλέπω

Σε προσέχω

Δεν σε χορταίνω

Τα χιονισμένα σκίνα δεν προσκυνάς

Σε βλέπω

Σε προσέχω

Σου δίνομαι

Και δυο κρυστάλλους αλατιού

Κρατώ κρυμμένους

Σε μελανόχρωμα αγγεία

Θα έρθω κοντά σου γιατί αξίζεις

Μια λόγχη φως από το τηλεσκόπιο

Της αυγής

Εγώ, εσύ, ο καπετάνιος κι η ισχνή στεριά

 

Θα έρθω κοντά σου

Αρκεί να μάθω στα δελφίνια

Τις ελικοειδείς σπείρες των νησιών σου

Αξίζουμε μια βόλτα πάνω στη ράχη τους

Μόνο πρόσεξε το σχήμα της μεγάλης άρκτου

Σαν παίρνει τη μορφή μιας ολόδροσης καρδιάς

Είναι η δική μου που στα μέρη σου φτάνει

Δεν θα αργοπορήσω

Θα αναδυθώ μες από το πέλαγος σαν Αφροδίτη

Κρατώντας στα χέρια μου

Τα μονοκοτυλήδονα  του Έρωτα μας

Σε θέλω σε εμπεριέχω ανήκω στο αίμα σου

Και δώρα ακριβά της σάρκας θα σου χαρίσω

Σε θέλω σε εμπεριέχω κρατάω τη στάχτη σου

Κι αποδομούμαι

Σε αγαπώ με πόνο

-Έσταξες θάλασσα πάνω στα μάτια μου-

Μέσα σε ταπεινά απόσκια νησιά

Καρτέρεψε με!

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

αμαρτύρητοι στίχοι



Τρία νεκρά κορίτσια έστησαν μια αναθηματική στήλη

Για τον αρχάγγελο του κήπου 

Μέσα στην θαλάσσια δρόσο της αυγής

Βγήκαν χιλιόχρονα ιστία

Με σφραγιστά τα ονόματα των πλοιαρίων 

Ανακόλουθος ο πόνος πισωγύριζε δειλά

Τους κύκλους της ενόρασης στη λάμψη       

Στιχουργήματα παρακλητικά και δασώδεις ύμνοι

Φλυαρούσαν πάνω στα χείλη 

Του απεσταλμένου αρχάγγελου 

 

Μην αποσπάσεις το ορφανεμένο βότσαλο

Από το έγκλειστο δάκρυ της ζωής

Φύλαξε βαθειά στο αίμα σου

Την κρήνη της εμπόλεμης σκηνής

Έτσι που να μην απεργάζεται

Τις κρύπτες των αδένων σου  

Έπειτα στην μάχη δώσου ακμαίος

Και ετοιμότατος  

Μάζεψε άναμμα από της φυγής το αμπέλι

Για να μην κυρτώσει η ευλογία

Της ελιάς πάνω στο είδωλο της λίμνης

Πάρε χαράκι και στιλέτο της αστραπής

Και βίασε τις λευκές ομπρέλες

Που έκρυψαν για πάντα τη μορφή της ζωής 

Και τις αιθέριες γλύπτριες του σήμαντρου

Γαλούχησε τα έμβρυα του ναού

Με το στημόνι της επίγνωσης

Κι άφησε ελεύθερη τη γη να γεννοβολά

Κρινάκια με μαύρους ύπερους

Στη ράχη της αχιβάδας χάραξε έναν χρησμό

Και τον βραχώδη ρόγχο του Τρίτωνα

Και όταν κάποια  στιγμή θα έρθουν οι ξένοι

Από της Ρηνανίας τα μέρη

Φίλεψε τους φασκόμηλο μέντα αχνιστή

Και διοσμαρίνι κρύο

 

Τρεις ξένοι από τα χωριά της Ρηνανίας

Αναθυμούνται τις πλαγιαστές πλάτες

Των ερωμένων τους και σιγούν

Πάρε ένα θυμητάρι φως από την εικόνα

Της γλώσσας

Το στερνό γράμμα από την άνω πόλη

Κι ύστερα αφάνισε μονομιάς

Τις λέμβους της φραγκοσυκιάς

Σαν να ήσουν από χρόνια θαλασσοπόρος

Και μαχητής της αργίλου

Ένας πεισιθάνατος έμπορας της ευστάθειας

Πάρε βαμβάκι που αστόχησε στην αιθάλη   

Και πλύνε τις πληγές στο μηρό

Του αγεφύρωτου  πόντου

Σήκωσε αχούς και τραγούδια

Την ώρα που τα παιδιά κλαίνε

Την ιλαρότητα του ηλιοβασιλέματος

Κούρντισε το τριζόνι στο κύμβαλο της μέρας

Για να αποκτήσουν ζωή οι αναστημένοι αδερφοί

 

Με πείσμα και τέχνη τράβηξε τη βαριά

Που βρήκε πάνω στις αμυχές του αιματίτη 

Έτσι θα έχεις δυο περιστέρια που θα τσιμπολογούν

Τη χολή του έρωτα σου

Κι έναν αποστολέα γέρο και τυφλό να σου θυμίζει

Τα αλληλούια της λαβωμένης σιταρήθρας

Στάσου κοντά μου όταν σου μιλώ

Για τα κοντόκλωνα δέντρα της αλέας

Κι όταν το δάχτυλο ακουμπήσεις

Πάνω στο μάρμαρο

Δεν θα καείς

Ένα αποτύπωμα θα αφήσεις μόνο

Του εσφιγμένου πόθου

Κι όταν αρχίσεις να αναζητάς την ηδονή

Της εκπνοής

Εγώ θα είμαι η πρώτη που θα σου παρασταθώ

Με χέρια βέβηλα

Και πόδια αποστατούντα

Και μάτια βαθυγάλανης φλέβας

 

Θα είμαι εκεί δίπλα στα πέτρινα

Μνήματα των κορασίδων

Να επιτηρώ την ανάληψη της Άγιας πέτρας

Με μόνο στολίδι τη διαιρεμένη φωνή μου

Αναζητώντας τις πατρικίες των αθανάτων

Για σένα ήταν οι χαράξεις πάνω στην στήλη

Ο αρχάγγελος έφυγε δαγκώνοντας τα χείλη του

Ώσπου έσταξε αίμα

Άοπλος από πάθη τράβηξε

Για το οφίκιο της λησμονιάς

Σε σένα έλαχε ο κλήρος μιας δεύτερης ζωής

Πρόσεξε μόνο η ετεροθαλής αδερφή σου

Σμιλεύει με το χώμα παγωμένα ανθάκια

Κυκλάμινου

Και κρουστούς λαιμούς εδωλίων

Μην παραπλανηθείς από τα ζυγωματικά της

Κι  έλα την ώρα που το πεπρωμένο

Του ενάλιου όρκου ορίζει 

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

η γητεία της ανεμώνης

"Αλυσοδεμένος ο έρωτας πάνω στην ούγια της γης"



Στους αρμούς των δακτύλων μου

Μουσκεύουν τα δικά σου ρόδα

Ένα βράδυ σάλπαρες για τις

Ωκεάνιες φωλιές των αστερισμών

Η καραβίσια αρμύρα έγλειφε

Τις πληγές στα υπέρθυρα των ματιών σου

Ο φανός της μέρας κομμένος στα δύο

Λιποτακτούσε σβηστός στα χάη   

Που ταξιδεύουν τα μάτια σου;

Σε καρτέρεψα

Στις θαλασσινές αγκαλιές των σπηλαίων

Σε γεύτηκα

Σε ουρανίσκους άμωμων παρθένων

Σε λαχτάρισα

Σαν το έμπυο δάκρυ των μεθυσμένων ωρών

Σε λάτρεψα

Σαν που λατρεύουν τα μωρά τη ρώγα της μάνας

Δεν ήρθες


Φύσηξε βοριάς μες τη χοάνη της ψυχής

Άσπιλα όνειρα άνοιγαν μαύρες φτερούγες

Στη γραμμή των χειλιών μου είπα να σε κρύψω 

Να μη σε ψαύσει ο κρύος βλαστός της νύχτας  

Πρωινός αναβάτης εσύ το άρρητο ρίγος προσπερνάς 

Σαν άγρια βλαστωμένη πέτρα θα σε αναζητώ

-Άμπωτης των κουρσάρων θα γίνω πριν πνιγώ-

Πυρρόχρωμο η μάνα της νύχτας μου έστειλε ένα νεύμα

Ο έρωτας μου είπε ζει βαθιά μέσα στο ασήμι της ελιάς

Εκεί που ξεψυχά το τριζόνι της μοίρας

Το έχασα το στοίχημα με το άρμα του  ήλιου

Κι έμεινα μόνη με σαϊτιές να περιφράζω

Την όμορφη εικόνα σου


Την υπεροπτική ανεμώνη θα αγαπήσω τώρα 

Και τις βυθισμένες ανεμότρατες της Βιθυνίας

Ο άλιος καβαλάρης με προσπέρασε γελώντας 

Αλυσοδεμένος ο έρωτας πάνω στην ούγια της γης 

Αναριγεί πνοή καυτή της λήθης  

Δεν θα δειλιάσω στον εξώστη θα παραμείνω

Του απρόσμενου κόσμου μασώντας το σταυρουδάκι 

Του ματωμένου δίφθογγου

Μια πένθιμη ιέρεια της μοναξιάς θα γίνω

Να καρπίζω αργά την γητεμένη ανάσα

Της Περιβλέπτου οδύνης 

Έχοντας μοναδική συντροφιά την τρίαινα 

Του Ταινάριου Ποσειδώνα

Στους όρμους των δακτύλων μου

φυτρώνουν τα δικά σου ρόδα