φορά στον έρωτα κάτω από τα αήθη βλέμματα
των περαστικών.
Έλειπε το μισό τζάμι απ' τα παράθυρα του ισογείου.
Σκασμένος ο ασβέστης στο ταβάνι χιόνιζε
τα γυμνά κορμιά.
Έπεφτε στο πάτωμα, στο κρεβάτι, στο
κουτσοπόδαρο τραπέζι και σχημάτιζε άσπρους
εύοσμους κρίνους, Της Παναγίας ενθυμήματα.
Όταν χόρτασε το κορμί και το φιλί πήρε τέλος
έσκυψε και μάζεψε αυτά τα εύθραυστα λουλούδια.
Ένα μεγάλο μπουκέτο τώρα κρατούσε στα χέρια.
Της έλειπε όμως το ανθογυάλι και το νερό.
Έλειπε κι ο παλιός κομμός με την μαρμάρινη επιφάνεια
για να τους βάλει.
Αποφάσισε να τους πάρει μαζί της.
Το λεωφορείο θα έφευγε οκτώ το πρωί.
Δεν μεσολαβούσαν πολλές ώρες.
Τα άνθη δεν θα προλάβαιναν να μαραθούν.
Ξύπνησε ώρες νωρίτερα, τα λουλούδια
διατηρούνταν ζωντανά ακόμη.
Ένας μόνο κρίνος είχε πάρει να χλομιάζει.
Δεν τον πέταξε, τον τοποθέτησε στο κέντρο
και τον παράχωσε έτσι που να μην ξεχωρίζει.
Η καρδιά της ένας χλομός κρυμμένος κρίνος.
Αναστέναξε, το κορμί της άμαθο στον έρωτα
πονούσε, ιδιαίτερα στις κλειδώσεις των ποδιών,
σχεδόν κούτσαινε.
Στον σταθμό δεν ήταν μόνη.
Υπήρχαν πολλοί άλλοι παράξενοι ταξιδιώτες
που την κοιτούσαν ερευνητικά.
Ίσως να έφταιγαν οι άσπροι κρίνοι, απομεινάρια
ενός σύντομου έρωτα, που να τους παραξένευαν.
Η αγάπη ήταν εκεί κρατώντας ένα άσπρο
λερωμένο σεντόνι.
Το αίμα σχημάτιζε μια μεγάλη άλικη καρδιά.
Στα γύρω μπαλκόνια η καθημερινή πλύση.
Δεν υπήρχε χώρος να απλώσει το σφαγιασμένο
σώμα της.
Έλειπε το μισό τζάμι απ' τα παράθυρα του ισογείου.
Σκασμένος ο ασβέστης στο ταβάνι χιόνιζε
τα γυμνά κορμιά.
Έπεφτε στο πάτωμα, στο κρεβάτι, στο
κουτσοπόδαρο τραπέζι και σχημάτιζε άσπρους
εύοσμους κρίνους, Της Παναγίας ενθυμήματα.
Όταν χόρτασε το κορμί και το φιλί πήρε τέλος
έσκυψε και μάζεψε αυτά τα εύθραυστα λουλούδια.
Ένα μεγάλο μπουκέτο τώρα κρατούσε στα χέρια.
Της έλειπε όμως το ανθογυάλι και το νερό.
Έλειπε κι ο παλιός κομμός με την μαρμάρινη επιφάνεια
για να τους βάλει.
Αποφάσισε να τους πάρει μαζί της.
Το λεωφορείο θα έφευγε οκτώ το πρωί.
Δεν μεσολαβούσαν πολλές ώρες.
Τα άνθη δεν θα προλάβαιναν να μαραθούν.
Ξύπνησε ώρες νωρίτερα, τα λουλούδια
διατηρούνταν ζωντανά ακόμη.
Ένας μόνο κρίνος είχε πάρει να χλομιάζει.
Δεν τον πέταξε, τον τοποθέτησε στο κέντρο
και τον παράχωσε έτσι που να μην ξεχωρίζει.
Η καρδιά της ένας χλομός κρυμμένος κρίνος.
Αναστέναξε, το κορμί της άμαθο στον έρωτα
πονούσε, ιδιαίτερα στις κλειδώσεις των ποδιών,
σχεδόν κούτσαινε.
Στον σταθμό δεν ήταν μόνη.
Υπήρχαν πολλοί άλλοι παράξενοι ταξιδιώτες
που την κοιτούσαν ερευνητικά.
Ίσως να έφταιγαν οι άσπροι κρίνοι, απομεινάρια
ενός σύντομου έρωτα, που να τους παραξένευαν.
Η αγάπη ήταν εκεί κρατώντας ένα άσπρο
λερωμένο σεντόνι.
Το αίμα σχημάτιζε μια μεγάλη άλικη καρδιά.
Στα γύρω μπαλκόνια η καθημερινή πλύση.
Δεν υπήρχε χώρος να απλώσει το σφαγιασμένο
σώμα της.
Ακούστηκε ένας πυροβολισμός, κάποιοι γιόρταζαν,
σήμερα έσφαζαν τους χοίρους.
Στο λεωφορείο πήρε την πρώτη θέση.
Όταν τελείωσε το ταξίδι και έφτασε στον
προορισμό της, τακτοποίησε τα λουλούδια
στον κομμό του σαλονιού.
Έλειπε ο χλομός κρίνος.
Τότε θυμήθηκε πως τον χάρισε στον εραστή της
πήγαινε πολύ με τα τιγρέ μάτια του.
Στο εξάμηνο πάνω την εγκατέλειψε,
φοβόταν φαίνεται την χλομάδα του προσώπου της.
Αλλά κι αυτός ο μισομαραμένος κρίνος
πρέπει να είχε μεγάλο μερίδιο ευθύνης.
Οι άνθρωποι θαυμάζουν μόνο τους αμάραντους,
κρίνους το ήξερε καλά από τότε κιόλας
Στο λεωφορείο πήρε την πρώτη θέση.
Όταν τελείωσε το ταξίδι και έφτασε στον
προορισμό της, τακτοποίησε τα λουλούδια
στον κομμό του σαλονιού.
Έλειπε ο χλομός κρίνος.
Τότε θυμήθηκε πως τον χάρισε στον εραστή της
πήγαινε πολύ με τα τιγρέ μάτια του.
Στο εξάμηνο πάνω την εγκατέλειψε,
φοβόταν φαίνεται την χλομάδα του προσώπου της.
Αλλά κι αυτός ο μισομαραμένος κρίνος
πρέπει να είχε μεγάλο μερίδιο ευθύνης.
Οι άνθρωποι θαυμάζουν μόνο τους αμάραντους,
κρίνους το ήξερε καλά από τότε κιόλας
που με χάρη τους συνέλεγε,
αποφασισμένη πλεον τωρα, να μην
τους δωρίσει ποτέ άλλοτε σε κανέναν
άλλο τυχόντα, ελαφρά τη καρδία.