Ξεσήκωσα την αλφαβήτα της θάλασσας
Για να την έχω συντροφιά μου μπιστική
Πολλά δεν ζήτησα για να ζω δίπλα στις αλυκές
Μια καλύβα υπαίθρια πνιγμένη στους κισσούς
Λίγο ασβέστη να την καλοθωρώ την αυγή
Αναμμένο ένα τζάκι στη χόβολη να ακουμπώ
Το μέρισμα του πόνου μου να νοστιμίζει
Ένα τραπέζι να έρχονται αποβραδίς οι γλάροι
Να στολίζουν το γυμνό του ξύλο με ψιχαλιστά όνειρα
Σ' αυτά να περιφέρεται η σκέψη μου ολοκληρωτικά
Σαν τον μικρό μετανάστη που σε μια κασέλα
Βάζει τα τελείως απαραίτητα
Κι έπειτα τη μάνα του σκύβει να στερνοφιλήσει
Χαμογελαστός κι όχι πικραμένος
Σαν να 'ναι να πάει δίπλα στην αλάνα για να ελευθερώσει
Τον τραυματισμένο του φίλο απ' τη λαβή της συκιάς
Αργά να γυρνούν οι δείκτες
Στα βαριά ρολόγια της φωσφορίζουσας πίκρας
Μυθικά να ξεδιπλώνονται τα σενάρια
Στα εφήμερα θέλω των τρελών
Σαν τους χάρτινους ανεμοδείκτες που σκορπούν
Στην ορμή του αέρα και απομακρύνονται
Φύλλο το φύλλο να με μεθούν
Σελίδα σελίδα να με επιχαίρουν
Αόμματο να είναι το μέλλον χαοτικό
Το σήμερα ορθό να εποπτεύει τον ασημένιο ορίζοντα
Με μάτια πεινασμένου αιλουροειδούς
Ούτε μια στιγμή να μη χαθεί απ' το αναλόγιο του χρόνου
Ούτε μια τρώγλη να μην απομείνει χωρίς απαντοχή αγκαλιάς
Να μικραίνουν οι κήποι κι οι πόθοι να σβιούν
Στεριανός να είναι ο καημός
Ξερός σαν το χώμα του Ιούλη στα υποστατικά
Ακάνθινος σαν τις μεγάλες ώρες του παράνομου έρωτα
Απαλά να περνάς τα χέρια στο υγρό στοιχείο
Τα βήματα να ακολουθείς των κυμάτων
Κι αποδράσεις να σκέφτεσαι στις άγονες ξέρες
Κλήματα να φυτεύεις
Σπόρους να σκορπάς
Ολόφυτος ο πόντος να σε υποδέχεται
Μαχαίρια τα χέρια να γίνονται
Τις κληματόβεργες περίτεχνα να σκαλίζεις
Τον αποσταμένο περατάρη να περιμένεις
Μαζί του να σε πάρει στο ταξίδι
Με μάτια μέδουσας να μιλάς
Νύμφη και μάγισσα στις ριπές να εξετάζεις το πεπρωμένο
Στα φτερά των πουλιών γαλάζιες να δένεις δαντέλες
Ο πόνος χρονικές να παίρνει αποστάσεις
Και μαζί σου να πλαγιάζει ολόγυμνος σαν λεπίδι
Πήρε μέρος στο 12ο παιχνίδι "Παίζοντας με τις λέξεις" που διοργάνωσε επιτυχώς
η αγαπημένη μας φίλη me(maria) με αρκετά δυνατές συμμετοχές