Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

Το αέναο κάλεσμα

Κρέμασα το μαύρο πουκάμισο σου
σε μια κληματόβεργα για
να στεγνώσει.
Φυσούσε δυνατό μελτέμι
και το έκανε να μοιάζει σαν μια
πειρατική σημαία που τρεις
γλάροι με τα ράμφη τους σε
πελάγη ανοιχτά τη σεργιανούν.
Στράγγιζε το πουκάμισο σου έρωτα,
αρχέγονο πάθος, πρωτόγνωρη ηδονή
και άρωμα πορτοκαλιάς από τους
τόπους που αγάπαγες.

Δεν σε χόρταινα, κοντά μου
σε έφερνα με της μνημοσύνης
το μίτο.
Στην κληματόβεργα δίπλα
στις ζαμπέλες το έβαλα.
Είναι καιρός τώρα που έχω
απομακρύνει όλα τα σκοινιά.
Τα φοβόμουν, τα τρόμαζα
τα απωθούσα σαν το παιδί
που δεν ανασκιρτά από αγάπη
όταν το πλησιάζει το ψυχρό
χέρι της μητριάς.

Από κάτω του στοιβαγμένα
στη σειρά τα καυσόξυλα της
οξιάς, της δρυός και της μαύρης
ελάτης.
Πήρα λίγα από αυτά κι άναψα
μια σιγανή φωτιά.
Τα χέρια μου κρύα και τα ζέστανα.
Τα πόδια μου παγωμένα
σαν φτερούγες αποδημητικού
ήρθαν και έδιωξαν το χειμώνα
από τις κλειδώσεις τους.

Σειόταν το άδειο πουκάμισο
κάτω από τους καπνούς όπως
σείεται το ταχύπλοο καράβι
των ποιητών στους όρμους
της φαντασίας.
Μύριζε δάσος κατά τις αναταράξεις του.
Σε οσφραινόμουν.
Σε ζήλευα.
Έκλεινα τις ευωδιές στην
ανοιχτή μου παλάμη σαν όπως
σφραγίζει το γράμμα της
ερωμένης του ο εραστής με φιλιά.

Έμπλεη το κοιτούσα και ταξίδι
με πήγαινε σε ποταμούς
πνιγμένους στα καλάμια και στις
άγριες μέντες.
Ύστερα σε ξέφωτα με έβγαζε,
σε γκρεμούς και σε σπηλιές που
οι λήσταρχοι για κονάκι τις έχουν.
Εκεί στρώνω τώρα τα λευκά μου
σεντόνια, κρεβάτι μου
έχω του βουνού τις πεζούλες
και για προσκέφαλο μου βάζω
παχυλά μούσκλια.

Χάραξα δρόμους, έλα.
Με ρείκια έπλεξα στεφάνια,
όμορφη να με δεις όπως παλιά.
Η κληματαριά γερασμένη λίγους
κάνει καρπούς και οίνο δεν θα
έχεις να μεθάς, ποιήματα να μου
γράφεις αχειροποίητα.
Μαζί μου θα κρατάω το πυρπολημένο
από την πυρκαγιά του έρωτα πουκάμισο.
Σημαία μου κι αίμα μου να γίνεται
σε ένα αέναο κι άσβεστο κάλεσμα:
"Σε ποθώ, γύρισε πίσω."