Απαλά αγγίζεις τη ταπετσαρία της φύσης
Φοβούμενη μη τυχόν πληγώσεις
Το πράσινο γόνατο της παπαρούνας
Και με δάκρυ πικρό μιάνεις του ελαφιού τη γούρνα
Μεθυσμένη σαν λυγαριά
Τρέχεις με τα μαλλιά λυτά
Καμακώνοντας με του κορμιού σου τους πόρους
Ξέφτια και σπόρους από το γούνινο γάντι της σιωπής
Που κρυφά ένα βράδυ σου χαρίστηκε
Σε μια ματιά σου μόνο
Περικλείεις όλο το μελάνι των ποιημάτων
Που ποτέ δεν θα γραφούν
Γιατί
Μικρά παιδιά μύρο το ξόδεψαν στης αρμπαρόριζας τη γεωγραφία
Άφωνη ψαύεις τη ταπετσαρία της φύσης
Προσέχοντας μη τυχόν και ξυπνήσεις
Τη θύμηση του Οδυσσέα
Στα καρδιόφυλλα της Κίρκης
Αφιονισμένη από τα αρώματα της μέντας
Λοιδορείς της αλαδανιάς τον ίσκιο
Που έσκισε στα δυο της μέλισσας το φτερό
Αργοσάλευτη σαν μέδουσα του Νότου
Αποσπάς το βλέμμα σου από την χάντρα του χαλαζία
Ακουμπώντας το στοργικά στην γαλάζια ποδιά της Νισύρου
Με ένα νεύμα σου μόνο
Ακινητοποιούνται οι πύρινες λάβες των ηφαιστείων
Μπροστά στη πόρτα του Έρωτα
Γιατί
Ξανθά χερουβείμ σου φύλαξαν σε βίγλας πέρασμα το κλειδί της Αθανασίας!
Άφωνη ψαύεις τη ταπετσαρία της φύσης
Νυχοπατώντας μη τυχόν και πονέσει
Το όνειρο της μικροπαντρεμένης και εφιάλτης γίνει
Σε ουρανού σκαλοπάτι
Αέρινη σαν του Μαΐστρου τη φτερούγα φεύγεις
Της κρύας βρύσης μη στερέψεις το στέρνο
Και μείνει άδροσος ο κάμπος με τα αγέννητα πουλάρια
Σμίγεις ποθούμενη
Με των βουνών την αρσενική φορεσιά
Και απαρχής του κόσμου
Κυοφορείς δις την Αμαρτία των μοιχαλίδων
Με ένα λόγο σου μόνο
Διαλύονται τα στρατεύματα στα πεδία των μαχών
Κι ο στρατηλάτης αποσκιρτά
Γιατί
Το ένδοξο φως θριαμβεύει ξανά στα πένθιμα μαντήλια των μανάδων!