Κρυμμένος πίσω από τη
σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού με βλέπεις
καθώς πετάς σβουνιές
στα άστρα για να ανθίσουν
και πάλι στους ουράνιους
κήπους τα λευκά αστρολούλουδα.
Την κίνηση των χεριών
σου παρακολουθώ και
σε θωρώ καθαρά να φοράς
εκείνο το καρώ κουστούμι
με τα μπλε και τα πράσινα
τετραγωνάκια.
Είσαι ωραίος σαν την ποτιστική
βροχή του Αυγούστου
που πέφτει στα αγροτεμάχια
της μνήμης.
Είσαι γαλήνιος σαν τον φλοίσβο
που γλείφει τις ακτές της λησμονιάς.
Θηλιές ρίχνω στον αέρα
και σου πλέκω δυο ζευγάρια
κάλτσες να φοράς, γυμνό
να μην σε βρίσκουν
οι πρωινές βροχοσταγόνες.
Απορώ πως βρίσκεις χρόνο
να έρχεσαι κάθε βράδυ
εκεί στην κρύπτη
του φεγγαριού και με αγωνία
μεγάλη να με προσμένεις.
Πολλά τα εκτάρια που
καλλιεργείς παθιασμένος.
Αμέτρητα τα λουλούδια
που ποτίζεις με το δάκρυ
των αφηνιασμένων εφήβων.
Πάμπολλα τα πεθαμένα ελάφια
που καλείσαι να βάλεις
στη σειρά για να εκστρατεύσεις
στο όνειρο.
Σε θαυμάζουν οι αθώες ψυχές
κι αγάλλονται καθώς
κρατάς σφιχτά τις ουρές
των άστρων και πηδάς
από βραγιά σε βραγιά
για να επιτελέσεις
το καθήκον σου.
Σε ονοματίζω κηπουρό
του ουρανού και εραστή
του κάλλους.
Κρυφογελάς και με ορίζεις
συμπαίκτη σου στα αέναα
παιχνιδίσματα της Άνοιξης
πάνω στα ματωμένα κεφάλια
των περιστεριών που άφησες
πίσω.
Το γράμμα μου θαρρώ
πως δεν θα φτάσει
ποτέ σε εσένα.