Διάπλατα άνοιξε τα χέρια της η ποίηση
και με αγκάλιασε.Φορούσε ακριβό φόρεμα από ταφτά κι ένα
μοντέρνο καπέλο κάλυπτε το κεφάλι της.
Ομορφονιά η ποίηση είχε στα χέρια της
σειρές πολλές από βραχιόλια κι ένα διαμαντένιο
δαχτυλίδι στον παράμεσο.
Έκανε βαθιά υπόκλιση και μου συστήθηκε.
Ειρήνη την λέγανε, Αντιγόνη, Ελένη, Σαπφώ κι Αγάπη.
Μούδιασα και δείλιασα προς στιγμή, δεν
ήξερα ποιο να διαλέξω όνομα ανάμεσα στα
πέντε που μου είπε.
Αρχικά μου άρεσε το Ειρήνη γιατί αντιμάχεται
την μάνητα των χειλιών.
Αλλά και τα υπόλοιπα μια χαρά της πήγαιναν.
Δεν ήθελα να υποτιμήσω κανένα.
Έτσι αφέθηκα να της διαλέξω ένα δικό μου
όνομα, ανάδοχος της να γενώ.
Καλοκυρά θα την αποκαλούσα τις ημέρες
και μάγισσα θα την έλεγα τις νύχτες.
Όντως τις ημέρες ανασκουμπώνει τα μανίκια.
Αυτή είναι που συγυρίζει τα σπίτια μας,
μας μαγειρεύει και μας πλένει τα ασπρόρουχα.
Δεν της ξεφεύγει ούτε κόκκος από σκόνη.
Είναι μανιακή με την καθαριότητα και με
ασβέστη περνάει τις αυλές μας.
Σιδερώνει τους γιακάδες, τα μαντήλια μας
κι ίσια τραβάει τσάκιση στα παντελόνια μας.
Γυαλίζει τα ασημικά και τα μπρούντζινα ρόπτρα.
Μπαίνει στον αργαλειό κι ακούραστα
ετοιμάζει φανταχτερά υφαντά.
Δεν κουράζεται το ροδαλό της χέρι ποτέ
τουναντίον η δουλειές ομορφότερη την κάνουν θεά.
Τις νύχτες μάγισσα γίνεται και εξορμά
στα κλαμπ της πόλης.
Αυτή βάζει την μουσική στο πικ - απ, αυτή
μας κερνάει ποτό κι αυτή ακούει τις εκμυστηρεύσεις μας.
Αγαπά τους εφήβους και φιλιέται σταυρωτά μαζί τους.
Φορά κραγιόν σαμπανιζέ κι αφήνει αποτυπώματα
στις παρειές των νέων.
Ρίχνει τα χαρτιά και κολλάει λίγο στον Άσσο.
Φίλτρα ετοιμάζει και βοτάνια μας φέρνει από
χαράδρες σαν του Βίκου βαθιές.
Για γυάλινη σφαίρα έχει τις δυο κοιλίες
της καρδιάς μας.
Μας λέει την μοίρα κι απ' το μοχθηρό μας
προφυλάσσει κοράκι.
Δύο υποστάσεις της έδωσα με το μικρό μου μυαλό
και με αυτές θα υπογράφω εφεξής το ποίημα.
Αυτή η αφέντρα, άλλοτε ταπεινή κι άλλοτε
νάρκισσος εφορμά στις φλέβες μας,
στα όνειρα μας και στις διενέξεις μας.
Ό,τι περισσεύει από το μελάνι της στους
εκλεκτούς της το δίνει φτάνει να μην
ξεχνούν τα ονόματα της και επιμελώς
να φροντίζουν το καμηλό της παλτό
μην και κρυώσουν οι ετερόχθονες της φίλοι.
Μπαίνει στον αργαλειό κι ακούραστα
ετοιμάζει φανταχτερά υφαντά.
Δεν κουράζεται το ροδαλό της χέρι ποτέ
τουναντίον η δουλειές ομορφότερη την κάνουν θεά.
Τις νύχτες μάγισσα γίνεται και εξορμά
στα κλαμπ της πόλης.
Αυτή βάζει την μουσική στο πικ - απ, αυτή
μας κερνάει ποτό κι αυτή ακούει τις εκμυστηρεύσεις μας.
Αγαπά τους εφήβους και φιλιέται σταυρωτά μαζί τους.
Φορά κραγιόν σαμπανιζέ κι αφήνει αποτυπώματα
στις παρειές των νέων.
Ρίχνει τα χαρτιά και κολλάει λίγο στον Άσσο.
Φίλτρα ετοιμάζει και βοτάνια μας φέρνει από
χαράδρες σαν του Βίκου βαθιές.
Για γυάλινη σφαίρα έχει τις δυο κοιλίες
της καρδιάς μας.
Μας λέει την μοίρα κι απ' το μοχθηρό μας
προφυλάσσει κοράκι.
Δύο υποστάσεις της έδωσα με το μικρό μου μυαλό
και με αυτές θα υπογράφω εφεξής το ποίημα.
Αυτή η αφέντρα, άλλοτε ταπεινή κι άλλοτε
νάρκισσος εφορμά στις φλέβες μας,
στα όνειρα μας και στις διενέξεις μας.
Ό,τι περισσεύει από το μελάνι της στους
εκλεκτούς της το δίνει φτάνει να μην
ξεχνούν τα ονόματα της και επιμελώς
να φροντίζουν το καμηλό της παλτό
μην και κρυώσουν οι ετερόχθονες της φίλοι.