Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

Αξόδευτα ποιήματα

Στο στρίφωμα του φουστανιού μου
κρύβω τα ποιήματα.
Αυτά που δεν θέλω να διαβάσεις. 
Τα επικηρυγμένα ίσως και τα καλύτερα. 
Γι αυτό με βλέπεις να καμμπουριαζω
όταν φτάνω να μπω στο μονοπάτι σου.
Με τραβάει η γη.
Με ζητάει το χώμα 
Θα τους ξεφύγω τάχατες;

*
Κόλλησε το χέρι μου στο πόμολο 
της εξώπορτας. 
Λες κι είχα αγγίξει μέλι ή ρετσίνι
ή κόλλα αλευριού που φτιάχναμε 
τους χαρταετούς κάποτε. 
Δεν μπορούσα να το πάρω από εκεί. 
Έμεινα λοιπόν ώρες να παρακολουθώ 
τις κινήσεις σου πίσω από την κουρτίνα. 
Σήκωνες τα χέρια ψηλά και πέρα-δώθε 
σαν να διεύθυνες μια φανταστική ορχήστρα.
Κι όμως να που το έκανες.
Η μουσική κατά κύματα έφτανε ως εδώ
σάν το ρυάκι στο χωμάτινο δρομο
Τράβηξα το χέρι με δύναμη από το πόμολο, 
λεφτερώθηκα 
Έπαψε η μουσική 
Είχες φύγει τρέχοντας από την πίσω πόρτα. 

*
Ήταν μια υγρή μέρα. 
Είχε βρέξει για τα καλά τη νύχτα. 
Στα όνειρα μου είχαν έρθει οι κεραυνοί
και τα είχαν αποψιλώσει από το σώμα μου.
Τα χρειαζόμουν τόσο πολύ αυτήν την χωρίς
ήλιο μέρα.
Κυρίαρχος εσύ παντού στα νυχτερινά 
μου περπατήματα. 
Μόνη τώρα προσπαθώ να τα συναρμολογήσω. 
Είμαι κακή στο μοντάζ όμως. 
Ίσως να φταίνε και τα πουλιά που
τα τσιμπολογούν ασταμάτητα. 
Φοβάμαι μην πεθάνουν θάνατο γλυκύ
σαν κι αυτόν τον δικό μου.

Ο κάκτος μου πέταξε ένα εντυπωσιακό 
ροζ λουλούδι, ένα χωνάκι υπόσχεσης. 
Ζει μόνο μια μέρα. 
Άδικο να χάνεται έτσι τόσο γρήγορα 
η ομορφιά, να σβήνει το χνάρι της
σαν στιγμιαία αιώρηση πεταλούδας.
Αν ζούσα μια μέρα κι εγώ όπως αυτό
θα την αφιέρωνα αποκλειστικά 
στην ποίηση των αφανών και στην
ποδηλασία κι ας μην είμαι καθόλου όμορφη. 

Το γιατρικό

Και το πιο μικρό νυχάκι σου
μου ανήκει. 
Και το τελευταίο κύτταρο σου
είναι δικό μου. 
Σε ορίζω.
Σε ελέγχω. 
Μα να σε διαβάσω δυσκολεύομαι. 
Γραφή πυκνή δυσανάγνωστη. 
Την ερευνώ δεν μου δίνεται.
Σαν κείμενο αρχαίο την πλησιάζω,
αρχαιολόγος ριγμένος στα κιτάπια του.
Μα δεν μπορώ φωτεινό πάλι να σε έχω. 

Κάποτε ανοιχτό ήσουν βιβλίο,
πεντακάθαρο.
Σε ήξερα καλά 
Σε αποστήθιζα με την πρώτη. 
Τώρα το μαστίγιο του χρόνου 
σε άλλαξε ολοκληρωτικά. 
Προσπαθώ να το παραμερίσω,
να το δω να φεύγει, να το πετάξω 
μακριά, να το φυγαδεύσω στο άγνωστο. 
Δεν τα καταφέρνω. 
Αντίθετα το νιώθω να με χτυπά 
και να με καταδιώκει να μην με αφήνει
στην πηγή σου μπροστά να σταθώ 
και αχ πόσο σε διψάω. 

Δίψα σφοδρή. 
Ξερά τα χείλη. 
Τσιγάρο που τελειώνει κι αφήνει 
μια στυφάδα στο στόμα. 
Σε διψάω δίπλα. 
Πικραίνομαι, πισωπατώ μα δεν
απομακρύνομαι .
Δεν ξέρω αν θα σε κατακτήσω 
αλλά θα έρχομαι, άρρωστος που 
ζητάει γιατρειά πέρα από τα φάρμακα 
και τις συνταγές. 
Το γιατρικό εσύ 
Η ίαση το φιλί που δεν σου έκλεψα.