Έπρεπε να φροντίζω την καρδιά μου, να τη νανουρίζω νωρίς να κοιμάται.
Πετούν χαμηλά τα πουλιά σήμερα,
κάποιοι λένε πως είναι σημάδι μιας επερχόμενης βροχής,
μα εγώ λέω πως είναι προμήνυμα μιας ξαφνικής θλίψης.
Ξυπνάς το πρωί,
αποφεύγεις να κοιτάξεις τον ουρανό, ξέρεις πως κάπου εκεί ψηλά
κυκλοφορούν άνθρωποι με μαύρους μανδύες,
κυκλοφορούν φονικά μαχαίρια που ξέρουν που ακριβώς να χτυπήσουν.
Μη δίνεις σημασία στα λόγια μου,
άνοιξα τη φιάλη και στην αψάδα της παραδόθηκα
Κοίτα τα χέρια μου πως λέπτυναν,
κοίτα τα πόδια μου πόσα μονοπάτια χαιρετούν.
Είμαι εδώ και εχθρεύομαι το φρέσκο αέρα.
Χτες στο παρκάκι ένας τρελός μαστίγωνε τα δέντρα,
τους φράκτες, τα αδέσποτα και τα στεκάμενα νερά.
Φοβήθηκα να πάω κοντά του,
ένιωθα αδύναμη μπροστά στο βλέμμα του,
σαν να με χτύπησε ξαφνικά ένας θερμός στρόβιλος.
Παράμερα στο παγκάκι αφημένα δυο ζευγάρια γάντια,
θέλησα να τα φορέσω ή να τα πάρω μαζί μου,
μα ήταν αδύνατον να τα πιάσω ζεμάταγαν σαν καμένη σάρκα.
Έφυγα κι ήθελα να πάρω αυτόν τον τρελό μαζί μου,
μα πως να αρθρώσω λέξεις, πως να βρω ένα δεύτερο εισιτήριο,
άλλωστε τα σκαλοπάτια μου σε σπασμένες κλίνες οδηγούν.
Κρέμονταν οι εφημερίδες,
σαν μαύρα πολυχρησιμοποιμένα ρούχα,
μπροστά από τις στάσεις των λεωφορείων.
Κάποιοι τις κοιτούσαν, κάποιοι με μένος τις ξέσκιζαν.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να υπάρχεις,
αλλά λίγοι να σε χωρούν, άπειροι να σε συνθλίβουν.
Να, όπως ξεφλουδίζεις ένα ώριμο καλαμπόκι
κι αποκαλύπτεις πολλαπλάσια τα σάπια δόντια να σε απειλούν.
Βιάζεσαι να βρεθείς στο καπνισμένο σκηνικό,
φοράς το σακάκι σου ανάποδα,
γεμάτες οι τσέπες σου με παλιές μου επιστολές,
φοβόσουν μην τις δουν αδιάκριτα βλέμματα.
Μια προφύλαξη μόνο δεν πήρες, να σφραγίσεις καλά το φάκελλο
με τα ποιήματα τα που σου είχα γράψει
κι έφυγαν στα τρίστρατα άλλους να συντροφεύουν,
σε άλλους να δείχνουν το σκαμμένο τους πρόσωπο.
Εκείνες οι σταγόνες στα μαλλιά τους είναι τα δάκρυα μου που γκρεμίστηκαν.
Μην τα ψάξεις, στις ρίζες τους τα κρατούν οι σημύδες
κι 'όσο αν θέλεις να τα περιμαζέψεις μια στρατιά αγγέλων τα διεκδικεί.