Το φίδι ήταν κουλουριασμένο μπροστά
απ' την αυλόπορτα.
Ξαπλωμένο κοιμόταν πάνω στις πλάκες
της εισόδου.
Στις πλάκες ήταν σχεδιασμένο με βότσαλα
ένα ψηφιδωτό.
Ένας ταύρος μαινόμενος που απ' τα ρουθούνια
του έβγαινε -μέσα από δύο στήλες θυμού-
όλη η οργή του για τα ανθρώπινα τερτίπια.
Οι ταύροι δεν αγαπούν ως γνωστόν
καθόλου τα φίδια.
Οι ταύροι τα μισούν όπως κσι το κόκκινο
πανί της αρένας και τους ταυρομάχους.
Ο δικός μας ταύρος σαν πήρε χαμπάρι το φίδι
αντέδρασε αμέσως.
Σήκωσε το αριστερό του πόδι κι άρχισε
να το κλωτσάει με μανία.
Το φίδι εξακολουθούσε να κοιμάται.
Δεν σάλεψε, δεν πήγε παρακεί, δεν σύρθηκε
να φύγει.
Ο ταύρος επέμενε, μαίνονταν κι γη ταράζονταν.
Δύο ψηφίδες αποκόπηκαν βίαια κι έφτασαν
ως το απέναντι πεζοδρόμιο.
Το φίδι επιτέλους σάλεψε αποχαιρετώντας
τον μακάριο ύπνο.
Σύρθηκε κι έκανε να φύγει.
Άλλη όμως ήταν η αιτία της αποχώρησης του.
Ακριβώς απέναντι στο παγκάκι του δρόμου
μια μητέρα θήλαζε το μωρό της.
Το φίδι πεινούσε πολύ.
Ο ταύρος ρουθούνιζε ασταμάτητα.
Η μητέρα απορροφημένη από τον θηλασμό
δεν πρόσεξε το φίδι ούτε κι άκουσε τους
προειδοποιητικούς βρυχηθμούς του ταύρου.
Η μητέρα λες και ζούσε όνειρο.
Πήρε την ασφυκτική μέγγενη του φιδιού
σαν το πλησίασμα του αντρός της.
Το μωρό δεν έκλαψε η μητέρα μόνο ούρλιαξε
δυνατά αποχαιρετώντας μας με μια κλίση
του κεφαλιού προς τον ώμο.