Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Μοντάζ φαντασίας

Όταν γυρνώ στον εξώκοσμο
Γράφω όνειρα στην αριστερή παλάμη
Με κάρβουνο αμαρτωλού λιθολόγου
Ζευγολάτης εκδρομεύς της Καλντέρας
Τις αμφικτιονίες της στίξης συντάσσω
Επί έτη δεκαπέντε αφόρισα
Δυο τρεις εσώκοσμους εφιάλτες
Χαρίστηκα στο ρόδι απλά!
Σφριγηλός ο κόσμος, μια φλούδα αλάτι
Ανυπερθέτως σέρνω αντικριστά
Την καρέκλα της γονικής μου οικίας
Αλλάζω την ψάθα, ψεκάζω με βερνίκι
Τα ίχνη μην σβήσουν
Εκεί θα καθίσει, ξέρεις
Το σκουλικάκι του Μιρό
Σφράγισε τα μάτια, μοντάζ φαντασίας
(2028, Ορίστηκε ο θρόνος)
Εγώ με ένα κάρβουνο – αφή
Τσιμπάω τη ζωή στο μάγουλο
Ματώνει η παλάμη μου, πονάνε οι αρθρώσεις
Ως το καρπό μαρτυρά το αυλάκι!
Νεότητα, βλαστήμια κι αντιγραφή
Παράνομο σκούρο μάτι με αυλακιές
Οι ενοχές του δημοδιδάσκαλου
Στα εξώκοσμα όνειρα της ιστορίας
Σε εποπτεύουν
«Ο βράχος της Σελινίτσας με τη γέρικη ελιά
Αριστερή στροφή, λάμψεις δυνητικές
Στο φάρο του Γυθείου, τηλέγραφος μοιρολόι
Στο πλατύσκαλο»
Μάη εσύ, γητευτή
Με τις ακριβές πλατίνες
Ηλιοκοιτίδα του σώματος
Στήσε στο βράχο ορυχεία
Ατελή τα έμβρυα μέλη, ρύμη πενθούν
Μην αναληφθείς…
Στα χείλη της κυρά – Πηνελόπης
Ταρίχευσα έναν παλμό
Μια μονογραφή εξώκοσμη
Κι η σελίδα του ονείρου
Γαρνιτούρα κορυδαλλών
Άλλαξε πλευρό
Τι μηχανεύεσαι, τελειώνει το κάρβουνο!
«2028»

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

μυστικό (αδόκιμο)


Η αδρεναλίνη πήρε σήμερα απουσία
Θεόγυμνη αναφορά ανυπακοής
Αταξία εσύ, στο ξίφος της αγρύπνιας
Δώσε λαβή, έλα!
Κρύωσε η ψίχα μαύρα πηλήκια
Κι η ζύμη πυκνή ευαγγελίζεται
Πορφυρούς άρτους
Δώσε λαβή, φύγε!

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

οι λέξεις (αδόκιμο)

Οι λέξεις εισβάλουν
Με υπεραστική κλήση φωτός
-Ερύθημα περικάρδιας ανάσας-
Αναφλέγουν την φραγή της μνήμης
Νοτίζουν τα σεντόνια
Αμπούλες υδροκυάνιο
Εκπλήττουν τα μικρά όνειρα των νόστων
Ασελγούν σε ασπρόρουχα ένοχα
Αλίμενων τραγουδιών

Εφεδρεύουν παγωμένες
Βαμβακερές πλάτρες...
Πρωτόπλαστοι ήχοι, πριονίδι θανάτου
Κοινωνούν στο δισκοπότηρο της λεβάντας
Ζυγώνουν αυχένες αδόκιμων βουνών
Προσευχές στέλνουν με ταχυδρομικούς σάκους
Φεύγουν οι λέξεις, με αντήλιο τη παλάμη
Μοχθούν, επανέρχονται
Πηλός μας, λέξη μας!

Ανάσα μας, κλάμα
Ψευδίζουν οι λέξεις
Aνέφελα ταξίδια στις χώρες του ρω
Αναπείθουν
Ανασκιρτούν
Ωριμάζουν
Πλανεύουν
Αγριμοπούλια οι λέξεις
Θεό Προμηθέα, εμβαπτίζονται έρωτα
Ατσαλώνονται
Δρόμος μας, λέξη μας!

Στερεύουν μελανοδοχεία
Αυστηρά τα πινέλα
Ο λόγος του Μακρυγιάννη
Μαντήλι δεμένο στο λαιμό
Αγώνας!
Άγιες οι λέξεις , δυνατές
Τροχίζουν το χιόνι στα αλώνια
Φεύγουν οι λέξεις, εφορμούν
Ιδρωμένα φωνήεντα
"δεν θα περάσει"
Σχήμα μας, λέξη μας!

Σωπαίνουν, στοχάζονται
Ζυγίζουν τον άνεμο, γραφές σιλικόνης
Ηφαίστεια προσαρτούν, πολλαπλασιάζονται
Αιμοπετάλια στο ρύγχος του ψαριού
Γράφουν οργή στα αμπέλια της θάλασσας
Αδύναμα, νευρώδη τα σύμφωνα
Επινοικιάζουν δωμάτια στο μέλλον
τετράπολις μνεία, δεν σιωπαίνουν
Μνήμη μας, λέξη μας!

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

το ανάθημα της ίριδας

Τράβηξες την κουρτίνα
Κρύος ο επίδεσμος
Λιάνιζε φως σε
Μπρούντζινα βλέμματα
Ήλιος παραγκωνισμένος
Επιστήθιο ανάθημα
Σε αχινού πράσινο πανέρι

Δεν ζητούσες χάρη!
Φώτα σε προκαλούσαν
Πορτοκαλόχρουν δωμάτιο
Κι η οροφή υπεδάφιος
Χάλκινος υδροσωλήνας
Ανέβαζε πηγάδια υγρά
Λιμνίσια τα στοιχειά
φοβάσαι;

Απέθεσες σπόρους
Τραγανούς λαγόνες
Καλωσόρισμα ασίμωτο
Στα εγερμένα νούφαρα
Συσπάται ο ουρανός
Σε αποκρούει
Γεράκι του κυκλώνα
Ψηλά κράτα τις ναϊάδες
Στιλέτα νανουρίζουν

Περιττά τα λόγια
Ανακλώμενες ριπές κρανίου
Γραμμώσεις ανοιχτής καρδιάς
Κι αορτή πληβεία-πόρνη
Σε θαλάμι αποστειρωμένο
Ίσως γι αυτό
Να αμέλησες να βγεις
Στον κόσμο

Η κουρτίνα παραφυλά
Σε φινιστρίνι υπονόμου
Βάψε το κάγκελο
Αύριο αφαιρείς τον επίδεσμο
Κόκκινο λοφίο σημάδεψα
Κυματισμός της ίριδας
Τα χείλη σου
Σε αγαπώ
.... Μόνο

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Ραγισμένη μνήμη

"Απ τη παιδική μου ηλικία δεν κράτησα τίποτα άλλο
Εκτός από μια διχάλα λαστιχένια που με αυτή σημάδευα
Πότε-πότε τη φωλιά των έγχρωμων Κυριακών"
(Σύνθημα σε τοίχο Ανώνυμης πολιτείας του Νοέμβρη)

Ένα απόγευμα ακολούθησα βουβά
Τις ταξιαρχίες των βημάτων σου
Σε ένα παγοδρόμιο νοσταλγίας
Κατέβηκα στην πόλη
Είχε βρέξει ομίχλη
Σοφές τουλίπες οπάλιων χρωμάτων
Κι ανακόλουθων σχεδιασμών
"Αγαπώ τα άφατα σχέδια
Κυκλώνουν μοναδικά το ύστατο
Βαλς της δωρικής γάμπας"
Κρύα η πόλη, άδεια
Ένα παγκάκι υπόσκαπτο
Απαγκιάζε τον αχό από το τουφεκίδι
Των άδειων τακουνιών
Ολόζεστο από φιλιά, χνώτα της φθίσης
Ανήλικες ονειρώξεις, σπάταλες
Κορμιά ανέραστα βουλιαγμένα
Σε ηλιοτρόπια μοναξιάς
Η ώρα του ραντεβού, πλησιάζει!
(Ψηλώνουν οι "βασιλείς" στο λιμάνι)
Παράμερα μια ανθοδέσμη κυρτή, χωρίς αποδέκτη

Ένα παγκάκι υπόσκαπτο
Αντίμαχη εγγραφή, πληγή στον κίονα
Χαράξεις φλεβωτές, υπενθυμίσεις
-Φυλλόρροια μιας απατημένης γλώσσας-
Να διαβάζεις τη γραφή της Ιστορίας
"Θα σε αγαπώ παντοτινά
Αλφα και Βήτα, ένα καράβι με το μάτι της Αργώς
Κοπίδι ο όφις στη σκισμή που τρέμει!"
Αγάπες εκδρομικές, υγρό αντιδάνειο
Μιας αιώνιας οδύνης
Η Πολυξένη με το ομπρελίνο
Κι ο Πρίγκηπας;
Ξέχασε...το κουτάκι
Κόκκινα τα γοβάκια, αξόδευτα
Είχε βρέξει ομίχλη,
Αλφα και Βήτα
Πουθενά το Ωμέγα της σοφής τουλίπας

Υπόσκαπτο το παγκάκι κι η πόλη συνήθης
Ξύλινα καλαπόδια δοκίμαζαν γοβάκια
Κρύες οι βιτρίνες, λουκέτα αλουμινίου
Γδαρμένα τζάμια από αλαβάστρινες
Χτένες μολυβένιων δεσποινίδων
Κατέβηκα στην πόλη, απόγευμα
Το λάθος της υγρής ασφάλτου
Να κομπιάζει στο λαιμό οργής οράματα
Νανοφυείς υπάρξεις ολόγυρα έπλεκαν κελιά
Με διαζώματα και διαχωριστικές λωρίδες
Ερπύστριες έσερναν πέταλα και κλακέτες
Ένας πλανόδιος θαυματοποιός
Ο μόνος συνταξιδιώτης μου
Άνοιξε τη παλέτα του με το αρχαίο αστέρι
Λαστιχένιες διχάλες
Τίποτα άλλο...
Και μια σβούρα τεράστια στη χούφτα του
Να αναμαλλιάζει τη μελωδία
Της Θεάς Πάχνης
Στοιχημάτισα!

"Απ τη παιδική μου ηλικία δεν κράτησα τίποτα άλλο
Εκτός από μια διχάλα λαστιχένια που σημάδευα
Πότε-πότε την καρδιά των έγχρωμων Κυριακών"
(Σύνθημα σε τοίχο;)
Ναι!
Δεκαεφτά διχάλες στα χέρια μου
Σημάδευαν υπόσκαπτες μυθικές
Αφίσες παιδικών διαδηλώσεων
Αναρτήθηκε το λάβαρο
Ξημερώνει!


στα παιδιά που σίγησαν

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

η αφήγηση ενός ανάγλυφου παπύρου

Ανήμερα το πάσχα των "ημερομήνιων"
Κατά σύμπτωση αστόχησες
Αμβλεία η σκιά της ισορροπίας
Ξέχασες και τη πρόβλεψη στην ρίζα του λωτού
(Δεν είχε λοιπόν γιορτάσι φέτος)
Ανάστατοι δυο κολοσσιαίοι έκγονοι ήλιοι
Φυγάδευαν επιταφίους αλειτούργητους
Στη μικρή κάμαρα με τα εκθέματα
Του αναστάσιμου κούρου.
"Ενδεές το κλέος εντέλει"
Ένας αστροναύτης κυρτός
Πολιορκούσε μια σκεβρωμένη τεφροδόχο
- Αχρηματία αυγουστιάτικων τοπίων-
Πως να πληρώσεις;
Συστάσεις επίσημες και πρωτόκολλα
Ο αγησίλαος και ο επαμεινώνδας
Στόλισαν το βάζο σου με χαρτοπόλεμο!

Ταλαντεύτηκε χαρμόσυνα η πλάτη του αστροναύτη
Μια χειραψία θερμή..
Έχω ένα πάπυρο εδώ κρυμμένο
Λεία από ένα προσωπικό ταξίδι
Στον Μήλειο αστερισμό
Δώδεκα χρόνια δεν ξεστόμισα κουβέντα
Έλα παράμερα
Εσύ ο πρώτος που στο αποκαλύπτω
Το όνομά σου;
Μα τι λες;
Για τον προγονικό πάπυρο μιλάω
Θεατρινίστικη η καμπούρα μου
Ένας πάπυρος κι ένα κιτρινισμένο σεντόνι
Δεμένο σε σχήμα πουγκιού εργάτη υλοτόμου
Άρχισε να λύνει αιώνα-αιώνα το κόμπο
Σαν να φοβόταν μη και θραύσει
Το ενδοτικό κρύσταλλο της λέξης
Ή μήπως τα ακριβά συλλεκτικά του σερβίτσια;
"Ενδεές το κλέος εντέλει"

Σφιχτοκομπιασμένη η σινδόνη
Μιλούσες σε δόσεις παγωμένου ορού
Για το ξεθωριασμένο χιόνι της
Με την πικρία του ανθρώπου
Που ονοματίζει κορυφές
Πέρασαν δώδεκα χρόνια...
Όταν η σινδόνη παρεδόθη
Έλαμψε τυλιγμένος ένας υγρός σωλήνας
Φυσητήρας από τα γεύματα των άστρων
Ανύπαρκτος ο πάπυρος
Κι η καρτερία μας, ένα τσέρκι λεόντων
Την επαύριον στις πάνω πόλεις
Άναψαν νυχτέρια-ολυμπιακές φλόγες
Στον αέρα χόρευαν-πετούσαν τσέρκια αερόστατα
"Ενδεές το κλέος εντέλει"

Ντροπιάστηκε η φλόγα
Αδειανή η σινδόνη
Τυλίχτηκα
Έκανε κρύο μαρμάρινης εστίας
Κατέβηκα το σκαλοπάτι με τη σαΐτα
Κι έραψα διάφανα αποχαιρετιστήρια μαντήλια
Άφαντοι ο αγησίλαος κι ο επαμεινώνδας
Σύραμε δίπλες τους χορούς
Μια ορχήστρα μας συνόδευε από μακρυά
Στρώσαμε σε κύκλους τα τσέρκια
Και μελετήσαμε τη διάταξη της Ιστορίας
Το θυμιατό της δάφνης στο κέντρο
Χρωμάτιζε τους νεότευκτους παπύρους
αγησίλαε, επαμεινώνδα ναυτάκια μου
Ρίξτε άγκυρα!
Κούρνιασε ο αμέθυστος στον ορίζοντα
Ανάγλυφους παιδικούς παπύρους
(έχει γιορτάσι λοιπόν φέτος)

στη μαριάνα

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

Να πούμε κάτι; (ημιτελής ο κύκλος της ζωής των ελαφιών)

"Σε σένα κατέφυγαν οι πόλεμοι και τα φτερουγίσματα
για σένα έτειναν τις φτερούγες τα πουλιά του τραγουδιού"
Πάμπλο Νερούντα

Μεσάνυχτα, χωρίς κουβέντα δεύτερη
Ξεμονάχιασες τα νύχια σου
Τα απέκοψες απ την σαρκώδη μήτρα τους
Το ύστερο!.. Πρόσεξε!
Πετούν μαυροπούλια
Λεκιασμένα μπράτσα καπνίζουν στριφτά έπη
Δεν τυλίγουν αετόχαρτα
Θρηνούσες κραυγή νεογνικής ανάσας
Ανθρωπομορφικό το ελάφι στολίστηκε
Άγριες φυλές εσπερινών χρωμάτων
Ξεμονάχιασες τα νύχια σου, μεσάνυχτα
Πείναγες θάνατο κι είχες εγκάρσια
Μια γρατζουνιά από ένα ατροφικό φτερό
Σε κυρτή καμάρα.
Μια πόρτα έκλεισε, συρματόπλεγμα βίαιο
Δεν σε σφάλισε
Απρεπής, ιδρωμένος, βιαστικός άνεμος
Ποιος ο φόβος;
Εσύ δωροδοκούσες σθεναρά
Κι επιμελώς διεξόδους - τραχείας
Μιας μοχθηρής αυτάρεσκης μοναξιάς
Ποιος ο φόβος σου;
"Τα νύχια και τα μάτια σου"
Κάποτε παρενόχλησαν τη βάση
Του κυτταρικού σου συμπλέγματος
Στο υπενθύμισα
Χαμογέλασες
Ξέχασες πως... και...τι
Κατάπιες μονομιάς τα δάκρυα σου
Η πόρτα έμεινε ανοιχτή
Μην πετάς την τροχαλία
Να την ευλογείς!
"Τα νύχια και τα μάτια σου"
Ποιος στο συλλάβισε πρώτος άραγε;
Σου είπαν κι άλλα
Θυμήθηκες τον ποταμό
Μια κουφοξυλιά φύση, πλούσια τα ελέη
Δύσμορφοι αμφορείς σαν πλίθινα τοιχία
Με σπασμένα καλάμια
Μια στεγασμένη γάστρα παραπέρα
Χαμογέλασες
Όρισες φρουρούς, τα δικά μου δυο χέρια
Και δυο μαριονέτες ανόητες, τραυλές
Να επιδιορθώνουν με σκωπτικά χαμόγελα
Τα επισφαλή τους σκοινιά
Από το δικό μου εργαστήρι βγαλμένες
"Τα νύχια και τα μάτια σου"
Δυο μαριονέτες νεκρές
Πείνασα θάνατο στους αρμούς
Σπάνια τοιχογραφία, ασυντήρητη
Αιώνες ξεχασμένη
Να πούμε κάτι;
Θυσία;
Ανθρωπομορφικό το ελάφι στολίστηκε
Άγριες φυλές εσπερινών χρωμάτων
Θυσία;
Πρόστρεξες
Πάντα εσύ!
"Μήδεια, Αντιγόνη
Ελένη, Αριάδνη
Ερατώ, Αλκμήνη"
Η ονυχοφαγία σε ταλαιπωρούσε
Από μικρό παιδί!
Έτσι για να πούμε κάτι...

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

εμπόλεμο τιράζ

Κυκλοφόρησες τα χρόνια σου
Σε ένα πολυάριθμο τιράζ
Ψυγμένων κουφέτων!


Σε ένα πεταμένο φέιγβολάν στο πίσω μέρος
Έγραψες τα ακριβή σου στοιχεία
Έπρεπε να θυμάσαι!

Έβγαλες το προγονικό σου τραπέζι
Στην πλατεία
Και το στόλισες με επανάσταση

Στη μεγάλη τάπια της ζωής φταρνίστηκαν
Οι ακτίνες του άρρωστου ποδηλάτου σου
Ανατράπηκε το τέμπο της χλόης

Κυκλοφόρησες τα χρόνια σου
Σε ένα πολυάριθμο τιράζ
Ψυγμένων κουφέτων!


Έβαλες πλυντήριο για να σβήσεις
Τα ίχνη των αποκεφαλισμένων σεντονιών
Ήσουν ο δολοφόνος μου

Έπλενες καθαρά το πρόσωπό σου
Με μοσχοσάπουνο
Που κάθε βράδυ εγώ σου έκλεβα

Στην αλληλογραφία σου
Έβαζες πάντα για διεύθυνση
Ένα φθηνό ψυχορραγούντα στίχο

Κυκλοφόρησες τα χρόνια σου
Σε ένα πολυάριθμο τιράζ
Ψυγμένων κουφέτων!


Ήπιες μονάχος το ποτό σου
Στο μεζέ που σου σερβίρισαν
Φτεροκοπούσε το καρφάκι της ακρίδας

Δίδαξες στα παιδιά
Πολτοποιημένα δάχτυλα
Εφήβων κοντυλογράφων...

Όταν έδυε ο ήλιος στην πυραμίδα
Αγόραζες τα μουσικά σου τετράδια
Από τον παλαιοπώλη ρακοσυλλέκτη

Κυκλοφόρησες τα χρόνια σου
Σε ένα πολυάριθμο τιράζ
Ψυγμένων κουφέτων!


Ήρθες με ένα πληγιασμένο πρόσωπο στο σπίτι
Ειδικά κάτω από τα χείλη
Ξεστόμιζες την περιδέραια παράκληση του "αχ"

Σκούντησες πάνω στο νεογνό
Γόνατο του σταριού
Ο μυλωνάς, σου έχει πάρα-πολλά φυλαγμένα...

Ο χιονιάς στην αυλή σου
Απ όταν αποκαθηλώθηκε, μετακόμισε
Στον ελαιώνα της πληγής

Κυκλοφόρησες τα χρόνια σου
Σε ένα πολυάριθμο τιράζ
Ψυγμένων κουφέτων!



Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

ταξίδι

"Σελίδες μοιράζω, απείθαρχα λόγια
Της σοροκάδας"

Στην Ελαφόνησο στον μέγα Σίμο
Σε ένα παζάρι φανταστικό
Αγόρασα δώδεκα φεγγάρια-οδηγούς
Σκληρές διαπραγματεύσεις
Δεν στα χαρίζουν εύκολα τα φεγγάρια
Οι νύχτες του Νότου
Ζητούν καρδιά, ζητούν φωτιά
Με ασήμι να προικίσουν
Τις άδειες σελίδες του κόσμου
Στον πυρήνα τους μέσα ταξίδεψα
Και στην λάβα της γης τους!

"Σελίδες μοιράζω, απίστευτα λόγια
Της σοροκάδας"

Σε δρόμους ανοίχτηκα ανεστραμμένους
Σε ξέρες ονείρων...Αγκάθια της γρίλιας
Που άπληστα πλήθη τους μύθους
Σκιάζαν των Δράκων Πυγμαίων
Με μπλάβους καθρέπτες και δόκανα μαύρα
Περιπολούσαν σε υπόγειες νησίδες
Κρυφά να ενταφιάσουν πιθάρια σπηλαίων
Λαγούμια ανοίγεις στους παγετώνες
Και σύμβολα καις
Εφήμερο χνάρι εσύ
Αμάρτησες τόσο στο ψύχος!

"Σελίδες μοιράζω, απείθαρχα λόγια
Της σοροκάδας"

Δεν πρόσεξες όμως
Τα αμαρτωλά μου τα κόκκινα χείλη
Περιπλανήθηκες σε ανεμοδείκτες
Απασφαλισμένους...νοθεία του κύκλου
Και πλάνους εμπόρους αναζητούσες
Μες τις πραμάτειες των άρρωστων πόντων
Μια μοβ μόνο κρύβω σελίδα, τροφό μου
-Παράξενη τόλμη-
Δεν θα την βρεις..Την τοίχισα χτες
Σε ερειπιώνες κλειστών αχιβάδων
Ρηχό πανωφρύδι εσύ
Ταξίδεψες μόνο στο ατελές!

"Σελίδες μοιράζω, απίστευτα λόγια
Της σοροκάδας"

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2008

μουσικές επισκέψεις

1) Σήμερα πήρα μια πρόσκληση
Χωρίς στοιχεία
...Κατόπιν
Μου μίλησε η καλή-γριά βροχή
Για τη δική της γιορτή
Φέρε μου ένα καλάθι
Πυροτεχνήματα
Ανατινάζω απόψε το κατόπιν
Με ακούς;


2) Απόψε δεν είναι το μεγάλο ραντεβού
Με την αθωότητα, ρώτησες
Ναι!
Καλογυάλισες την τσάντα σου
Με το βερνίκι του λίθινου πορτραίτου
Φόρεσες κι εκείνη την παλιά μαύρη κόμη
Του μεταλλικού αρλεκίνου
Γιατί όμως πάλι ευθυγράμμισες τη χωρίστρα;
Δεν σου πάει
Η αθωότητα φορά τα παλιά σανδάλια του Ορφέα
Τσόχινα σανδάλια με γαλάζιες σατέν κορδέλες
Να δένουν στην κνήμη
Στη διασταύρωσή τους εκτροχιάστηκε το δίτροχο
Παιδικό σου αυτοκινητάκι
Υπήρχαν επιζώντες;....Κανένας!


3) Στο φορτίο της μουσικής ελαιογραφίας σου
Λύγισε τα μάτια της η αθωότητα
Μην ανοίγεις την κουρτίνα
"Γκιλοτίνα το γραμμόφωνο
Σου γυρίζει την πλάτη"
Με ακούς;

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

οι δικές σου στιγμές

Με κέρασες υποβρύχιο
για να αναπνεύσω τη ρωγμή σου!

Απόψε είχες γεννητούρια
η παλιά σου γραφομηχανή έτεκε
Την απούσα γραφή

Η σκαπάνη σου χτύπησε
πάνω στο κλαμένο μανουάλι
Σου άξιζε το όνομα Προμηθέας

Διένειμες τη φωνή σου
περιέκλειε πάντα μία ταραχή
Μήπως έφταιγε η μάντρα του Ομήρου;

Όταν έβγαινες από την θάλασσα φορούσες
το νερό του φεγγαριού
Μην το μαρτυρήσεις στους δορυφόρους ψαράδες

Στα ερτζιανά κύματα επιπλέεις
με το σωσίβιο
της Μακρινίτσας

Στον μεγάλο στρατώνα
ανάφλεξες την ζώουσα στάχτη
Συνομιλούσες με το μεζεδοπωλείο η "Ελλάς"

Φόρεσες την εθνική σου στολή
για να υποδεχτείς τον έρωτα
Πόσο όμορφος ήσουν πάνω στον ιστό σου!

Επικροτώ το χαμόγελό σου
μόνο όταν γυμνό παραδίδεται
στους ρωμαϊκούς λέοντες

Όταν αντίκρισα το άγαλμα σου
κρυφόπαιζε το δεξί σου μάτι
ποτέ δεν αποκάλυψα το μυστικό
στην θάλασσα των αντιφρονούντων ναυαγών

Κοχλαστά τα φθινόπωρα σου
στα ρακοκάζανα ο Διόνυσος
ζεμάτιζε φύλλα κέδρου!

Με κέρασες υποβρύχιο
για να αναπνεύσω τη ρωγμή σου!

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2008

ο διασώστης

Θα γράψω για σένα χωρίς να είσαι μαζί μου
Ήρθες καλοντυμένος στο μαγαζί
Να αγοράσεις δυο τόπια λινό ύφασμα
Χάθηκαν...τα πεθαμένα ρετάλια
Του Ανατολικού ζητιάνου;
Δεν απάντησες!
Βούρκωσες το λεπίδι του Μαΐου
Τις ώρες εκείνες που εκπίπτουν
Οι παρενθέσεις των φυλακισμένων παφλασμών
Πλαγιασμένος βρέθηκες πάνω στον σωλήνα
Του ανεμοστρόβιλου.
Ιμάντες μαλλιών και γυάλινα θραύσματα
Από ανώγειες θάλασσες
Στον ίλιγγο χόρευες...
"Απείθαρχο πλοκάμι της αμαρτωλής βάτου"
Δυο τόπια ύφασμα!
Να εφοδιάσεις την γαστέρα της θάλασσας
Με καρπούς κι εγκεφαλικούς οπώρες
Τι να πω;
Έστρεψες το μάτι στην βελόνα του καπελίνου
"Θέλω κι αυτή
Πρέπει να ράψω το σώμα μου
Καθώς και τους ασκούς"
Παρέλυσε το βλέμμα να ατενίζει
Τα αποσαρθρωμένα νεογνά μάτια σου

Θα γράψω για σένα χωρίς να είσαι μαζί μου
Στο παραλιακό δρόμο περπατάς
Σέρνοντας ένα ξύλινο καροτσάκι
Σε χαιρετάνε, δεν μιλάς
Με ένα χωνί αναζητάς τη κιβωτό
Με τoυς εξόριστους διασώστες
Της Κυανής εκστρατείας.
Υγρές νηρηίδες
Νότισαν με αρμύρα το καροτσάκι σου
Κούρσεψαν ελπίδες, οι καρποί κι οι οπώρες
Ψηλά στο σαπιοκάραβο του Αη Πέτρου
Γέλασε το φανελάκι του μικρού ναύτη
Έντυνε με ρίγες τα άλμπουρα
"Πως κοκκίνισε ο χρυσός σήμερα"
Αναφώνησες!

Θα γράψω για σένα χωρίς να είσαι μαζί μου
Έφυγε το μεγάλο ποντοπόρο πλοίο
Κουβαλούσε παλιοσίδερα
Και την ογκώδη πυροστιά
Των δικών σου οστών!
Στο μαγαζί, χτύπησε το τηλέφωνο
Ήταν ο Ανατολικός καλοντυμένος Μάης
Με τα βουρκωμένα νεογνά μάτια
Κλείσαμε ραντεβού
Μου παρέδωσε δυο τόπια
Αιγυπτιακή γάζα
Να τυλίξω τα χέρια της θάλασσας
Τα δικά σου χέρια
Δεν Πονάς!

στην μητέρα μου

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

η ιστορία της μικρής Νιόβης με το σκούρο πλαγκτόν

Η μικρή Νιόβη με τις τέσσερις γαλέρες
δώρο αμάχητο του χλομού εραστή της
Αναχώρησε σήμερα!
"Αναταράζεις το κρύσταλλο στο σκούρο βλέφαρο
Μη μιλάς!"

Ακούραστα διαπερνά τα φιλάρεσκα μάτια
του ερωδιού άντρα της
Υποχρεώσεις έχει στη λίμνη!
"Αφήνεις λαθραία να ξεχύνονται τα δάκρυά σου
Μη θολώνεις τα νερά!"

Με τις αφράτες ξανθές πλεξίδες της
κεντά στο πλαγκτόν εφήμερα ραβασάκια άναρχων ραψωδών
Σε καθρεφτίζει η λίμνη σήμερα!
"Έστειλες το μήνυμα στο φωταγωγό;
Μη με λησμονείς!"

Κάθε απόγευμα ανεβάζει το μαγκάλι
στο χιονάνθρωπο της λίμνης
Πείνασε τόσο τη ζέστη!
"Ίδρωσε η λαμαρίνα καυτή ρητίνη
Μη με ακουμπάς!"

Η μικρή Νιόβη κλαίει
Ποιος απήγαγε τον χιονάνθρωπο;
Πλάσμα δικό της
(Μια αναλαμπή δημιουργίας)
Κι εκείνο το λαχουράτο κασκόλ της γιαγιάς της
τής ξεφεύγει κι η πλέξη...
Βυθίζεται η γαλέρα!
"Παραχαράζεις την γεωμετρία του εργόχειρου
Μήπως πρέπει να φύγεις;"

Καταδύθηκε η μικρή Νιόβη στο σκούρο πλαγκτόν
Ο ερωδιός γαλήνεψε και δεν μιλά
Απλά σε κέρασε αιμόφυρτο οξυγόνο
συνοδευτικό στον άρτο της θανής!
"Εσύ απήγγειλες, λέω τώρα, κατηγορία στη μικρή Νιόβη;
Ένα τρίγωνο πλαγκτόν στη σφραγίδα ήταν η επιβεβαίωση
Δεν νίκησες,
Ούτε το μύδι ηττήθηκε!"
Η μικρή Νιόβη υποχρεώσεις έχει στη λίμνη...

αφιερωμένο
στην κοπέλα με το καναρινί φόρεμα

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

δωδώνη

Αγκάλιαζες το ριζόχαρτο
και κραύγαζες
"Θέλω να αποτυπωθώ"
Εκεί στα ριζά της Δωδώνης
σχεδίαζες τη δικιά σου τραγωδία
Ένα βράδυ μάλιστα
-ήσουν δεν ήσουν στα δεκάξι-
στην ονομαστική σου εορτή
έστησες πλεκτάνη
στον κυματοθραύστη του κάστορα
Διάβηκες
Δοκίμασες τη δύναμη του αετού
να αναστηλώσεις την ταρταρούγα
της θάλασσας
Φύλαξες έπειτα, με τρόπο, το ψαλίδι
στο απογώνι του ορίζοντα....ανασκίρτησες
Έπρεπε;
Μες στην σκιά της Δωδώνης στο ημικύκλιο
έδινες παράσταση στο ριζόχαρτο πάνω
Πόσα εκατοστά είναι η ευτυχία;
Μόλις δεκαέξι χρόνων
δεν έπρεπε να γνωρίζεις...
Κι αν αγαπούσες την ποίηση
είναι πολύ εύθραυστο το ρυζόχαρτο
κι η "τραγωδία σου" ξένη
Στα μεθυσμένα δρυόφυλλα κυκλοφορούσες
με το παλιό εφηβικό σου σορτσάκι
και τα περσινά χρυσά σου κοσμήματα
Κρυστάλλινη αναλαμπή στο θυρεό του ήλιου
Γιατί κραυγάζεις τώρα στον άδικο ουρανό;
Πέταξε το εισιτήριο
στην χλαλοή της μάγισσας νύχτας
Τέλειωσε η παράσταση
Κι η ευτυχία απούσα
Στον αφρό της πηγής σου
δες, αναβλύζουν τα φτερά της Διώνης
Τι κρύβεις στην παλάμη σου;
Χέρσος ο ορίζοντας.... τραυλίζει!

αφιερωμένο

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

η φρουτιέρα των αινιγμάτων

Μες τη μαύρη κοχυλένια φρουτιέρα
Αναπαύονταν ήσυχα το ροδάκινο
Το ρόδι φευγάτο από καιρό
Δεν άφησε πίσω ούτε ένα μικρό
Κόκκινο σκουφάκι
Θυμήθηκες τη μάνα σου
Οιδιπόδεια η λύση του αινίγματος
Τι ανασκαλεύεις
Κλεισμένους καλόγερους
Αριθμούς έμμετρους
Και κάθε βράδυ
Ενδύεσαι με εκείνο
Το μαύρο φανελάκι
Στήνοντας καρτέρι στον αμαξά
Με το άχρονο χαλινάρι
Εκεί μπροστά στο χάνι
Με τη κατεψυγμένη μανιταρόσουπα...
Στη φρουτιέρα μόνο απόμεινε το ροδάκινο
Κι εσύ πεταρίζεις τα βλέφαρα
Κι αναζητάς τη λύση
Αυτομολείς την όρασή σου
Στους βενταλένιους ίσκιους της Αγαύης
Πάρε το πρώτο μονόπτερο αεροπλάνο
Στους ρόζους της Θήβας
Λιποτάκτησε το πατροκτόνο
Μετάξι του δράκοντα
Μην αργείς...
"Σήμερα έμαθα να σκαλίζω ιδεογράμματα."

Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

άκανθοι

το βορινό μπαλκονάκι

Μάζεψες πέτρες, χαλίκια,
πήρες κι ένα σακί άμορφο αμάλγαμα
ασβέστη κοχλαστό υψικαμίνου
κι έχτισες εκείνο το βορινό το μπαλκονάκι
Ήθελες ένα ησυχαστήριο, ένα δικό σου κελί
Δεν περισσεύει η υπομονή, άκουσέ με!
Στο σαβανωμένο πλήκτρο αυτοδίκησε
το κοντοκουρεμένο παιδάκι της φυγής.
Το βορινό το μπαλκονάκι
ποτέ εσύ δεν το έδωσες
Κι αν το χτυπούσαν
άνεμοι, χαλάζι, καταιγίδες
ήταν το μόνο σου ασφαλές καταφύγιο
Έτσι ευαίσθητος κι επιρρεπής όμως
έχασες τα βράγχια σου.
Μη γλιστράς πάλι ….πίστεψέ με
Τώρα άδικα το ψάχνεις
-μετά από τόσα χρόνια-
Στη κουτσή αστραπή
Στοιχηματίζεις, βγάζεις ανακοινώσεις
στα πρακτορεία με τα ρυμουλκά
Δεν έρχεται…
Γιατί σπαταλάς τον χρόνο σου;
Το καταφύγιό σου, το πήραν άλλοι
Το βορινό το μπαλκόνι…ξέχνα το!
Σου κόστισε ακριβά.
Και μάλιστα…θυμάσαι;
έπιανε βρύα πνιγηρά στα τοιχώματά του
αυτά τα βρύα ελλοχεύουν στη καρδιά σου
Πρασίνισες δεν το έχεις καταλάβει;



η γέφυρα

Η άγρια σπαραγγιά συνωμότησε
με τις ανάσες της αμυγδαλιάς
κι έφτιαξε μια γέφυρα
Φυλλώματα και πέτρες, σαθρά τοιχία χαλαζία
και πρεμνοφυείς δοκοί σκαλωμένοι
στο αλέτρι του βυθού.
Τα μαστόρια ανειδίκευτα στο γαλανό γλωσσίδι
σφύριζαν έκτακτα δελτία θυέλλης.
Κι η θάλασσα να ασημώνει στο φεγγάρι
φουρνιές ελευθερίας
Κρύους κορμούς σάπιους
και πέτρες πεντόβολα στο κύμα πάνω.
Μια αγριελιά έβοσκε ταπεινά στην άμμο
το πράσινο σμαράγδι του παπαγάλου.
Κάτω από την αμυγδαλιά δεν έπλενες μεταξωτά…
"Συνωμοσία παρακμής"
Η θάλασσα σε λοιδορούσε φτύνοντας φύκια
"Τα μαλλιά, σου είπαν του πνιγμένου Όμηρου"
Πήρες την ξύλινη σκάλα του γηραιού καπετάνιου
Της έλειπε το τρίτο σκαλοπάτι
Ανέβηκες στη πρυμναία διχάλα,
αλλά πως το εφαντάσθης
– προπέτης του διαταραγμένου σύμπαντος-
πως ήταν μυγδαλιά;
Κυπάρισσος ήταν, ένα ευθυτενές
δέντρο με άδειες φωλιές κορυδαλλών
Και το κάστρο, κούφια παλάμη αλατιού,
να στεγάζει μισθοφόρους και σπίτια
από λουόμενες κορδέλες, κεραμοσκεπές
κι έναν αδούλωτο ουρανό με μάτια αρχαγγέλων
Κι η θάλασσα να σε λοιδορεί βγάζοντας
σε πλειστηριασμό τα πόδια του μαΐστρου
Τι δεν αγαπά τις γέφυρες
και το ανάπηρο καροτσάκι της σκάλας
Έρμαιο πάντα στα πυροτεχνήματα
του δικού σου βυθού.
"Συνωμοσία παρακμής"
Κοίταξες το παλαιό πέτρινο ρολόι
…Φόρτωσε κεράσια!
Η αμαρτία της καθημερινότητας
Πού έκρυψες τον αστερία κι έσβησε
το φως στο πρελούδιο της καμάρας;

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2008

ενδεδυμένο βρέφος

"Λίπαζες μεγάλα αγκάθια σουβλερά
δεν ήθελες να σε πλησιάσει
το παιδί με τη κόκκινη χτένα"

Στο μοναστήρι στα γκρεμνά
με τα θαυματουργά ασπρόμαυρα
πλακάκια που δάκρυζαν
ανεμώνες βυθού
Και τις χλομές ξελογιάστρες
κυδωνιές στη στέγη
Μην πριονίζεις τη μνήμη σου
Όλα τα θυμάσαι!
Ναι, εκεί που κάθε Αύγουστο μήνα
ξεσκόλιζε το ποίμνιο του
ο δυτικός γύπας για προσκύνημα
Εκστράτευσες με τις τυφλές
κόκκινες μπέρτες
Απρόσκλητος!
Η ηγουμένη κάθονταν
στον σκαλιστό της άμβωνα
πλοηγώντας μονότονα ένα σκαλοπάτι
βάσανου τριγμού
Δίπλα της η νεωκόρος Αθηνά
άκληρη συμβία του έφιππου θεού σου
Κούρντιζε τροχαλίες κεριών
στον καθρέπτη του αιφνίδιου ύπνου.
Μια κεροδοσιά φωτεινών δαχτύλων
δεμένη πάνω στην μετόπη που έκλεψες
Τι να σου προσάψω;

Σπάσε τον καθρέφτη
δεν εννοείς πως το είδωλό σου
εφοδιάζεται με άσφαιρες ρυτίδες;
Στα χωριά σου,τα άμωμα άμφια
κοιμήθηκαν χωρίς εφιάλτες...
Παρότι λύθηκαν οι φασκιές
της μώρας δεν τα φίμωσαν
Αυτά μόνο επευφημώ!
Υπνοβατούσες κραδαίνοντας
τόπια μέντας για να μοιράνεις
τις υποδιαιρέσεις των φιλιών
Σεσημασμένος φυγάς πάντα

"Λίπαζες μεγάλα αγκάθια σουβλερά
δεν ήθελες να σε πλησιάσει
το παιδί με τη κόκκινη χτένα"

Στο μοναστήρι στα γκρεμνά
κάθιδρη η Αθηνά κρατούσε
στα χέρια ένα ενδεδυμένο βρέφος
με αμφίβολο αρματωμένο βλέμμα
και ρόδινες πατούσες ελαφρόμυαλες
Με ένα σουγιά κι ένα σφυρί
άνοιγε καρύδια παραμυθένια, χλωρά
και ετάιζε το βρέφος εγκάρσια ψίχα.
Ήξερε πως η ηγουμένη
δεν είχε τροφή
την είχε ασημώσει στον ποιητή
με τα φωτεινά δάχτυλα.
Μεγάλωσε το βρέφος μόνο
με τα άπορα τσόφλια του κόσμου
Πικρόχολο το σώμα σκληρό το βλέμμα
στη σαρμανίτσα από εκδίκηση έβαλε
φωτιά!
Η φαντασία του πέτρινου κρίνου
στην παλέτα του πράσινου βάλτου
ποτέ δεν ενηλικιώθηκε
Μην περιμένεις πλέον να δεις
τις ρίζες να σκάνε πάνω στον πάγο
Στο μοναστήρι με τα ασπρόμαυρα πλακάκια
σκάκι παίζεις με απούσα την βασίλισσα
Μεταφύτευσε, έστω, τα χρόνια σου
στο κορμό της κυδωνιάς
να σου προσφέρει μία εστία φιλίας
Που ξέρεις;

"Λίπαζες μεγάλα αγκάθια σουβλερά
δεν ήθελες να σε πλησιάσει
το παιδί με τη κόκκινη χτένα"
Ήσουν εσύ!

Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

οι δρομείς της θλίψης

Η θλίψη ένα ολοστρόγγυλο
λιπώδες μάτι με τις μαύρες σκιές
της εκπατρισμένης πείνας
Βουτηγμένο στο στεφάνι
του φεγγαριού στην αγχόνη του.
Είναι δύσκολο να αφαιρέσεις
τις μαύρες σκιές ...
Το θαλάσσιο συρματόπλεγμα
αποσώθηκε στο υδροχλώριο μάρμαρο.
Είναι μακριά και το φεγγάρι…

Τα εφήμερα υλικά ξέρεις δεν βοηθούν
Κρύβουν την αειπαθή παράνοια
των λικνιζόμενων μαινάδων
με τους ασταύρωτους σταυρούς
των ποταμιών στα χέρια τους
(σπογγαλιείς κρύου ιδρώτα της τρίτης πλάσης)
Αν δεν πιστεύεις κοίτα το φεγγάρι
Τι κι αν κουράστηκα
έμειναν τρία μαύρα στίγματα
Αδερφοποιτοί ομφαλοί ηφαιστείων
με σγουρούς πόθους στις όχθες τους
και φλέβες εξόριστης λυγαριάς
στον αυτοκρατορικό τους μανδύα.

Τρία μαύρα στίγματα…
με τις βαλσαμωμένες χορδές
των εξεγερμένων αηδονιών
στην ενόραση της σάρκας
Να συνθέτουν τον εναρκτήριο ύμνο
των αγώνων στη γη της Ολυμπίας!
Κακοφορμισμένες μελωδίες
οστών μες σε τυφλά στάδια
Τρία μαύρα στίγματα…τιμής ένεκεν
στη μαρμαρυγή των δορυφόρων.

Το σπασμένο ειδώλιο του άλτη
Τριταίου σου έφερε την είδηση
"Η αοιδός θλίψη κούτσαινε στον εφαλτήρα
της ζωής….λάμβανε μέρος στους αγώνες
(πριν οι αναστενάρηδες μολυνθούν από τον
καλογυαλισμένο πάγο της μικρής θεάς!)
Λογοκριμένες παραστάσεις ήττας
από βιαστικούς κουρασμένους
επόπτες άσπορης συνουσίας… "
Κι ένα άβουλο πλήθος επαιτών
με πλαστικούς βραχίονες
να ανεμίζει γούνινα γάντια συκής.

Τρία μαύρα στίγματα…φυλάξου!
Το ψαροκόκαλο της αλαβάστρινης
ράχης βορά στους αιλουροειδείς ιστούς
Στο διάδρομο τέσσερα ξεψύχησε ο κότινος
πάνω σε μαρκαρισμένα κύμβαλα μετάλλια
Ακουστά ίσως έχεις τον μαλλιαρό κόμπο
του δήμιου με το αφιονισμένο δηλητήριο
Έμειναν τρία μαύρα περιβραχιόνια
κι εκείνες οι σκληρές προκαδούρες
των δρομέων στο φεγγάρι.

Δεν τους ακούς;
Με την πετονιά και το αγκίστρι στο χέρι
κι ένα γαλακτερό δόλωμα
πανάρχαιου κάκτου.
Μην...μην τυφλώνεις το φεγγάρι
ένα γηραιό θυμόσοφο μάτι
περιπαίζει τους αλιείς!
Δες η παλίρροια μαγνητίζει
σφουγγάρια μαυροπίνακα
Έρχομαι....

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

λέξεις 2

Ξόδεψες μια ζωή
για σκέψου το λίγο
για να μάθεις μόνο το ωμέγα

Στο υπόγειο κρεβάτι
ερωτεύτηκες την περιέργεια
της απατημένης γρίλιας

Ξυπνώντας κάθε πρωί έπρεπε
να αφαιρέσεις ένα βέλος
από τους ρόζους της ανώνυμης δρυός

Έτρεφες αγριομηλιές με φίλους
που ποτέ δεν κατανόησαν
το νόστιμο γέλιο

Στα δάση στα χωρίς
λύκους και κοκκινοσκουφίτσες περιφέρονται
αλαζονικά κόκκινα φέρετρα

Τον ύπνο σου επισκέπτονταν
πλειάδες ποιητών
ακόμα δεν ξεχρέωσες το ψωμί;

Η στοχαστική πένα
κατεβάζει απαγορευμένο μελάνι
κατόπιν εντολής της γηραιάς σουπιάς

Ο έλατος δεν είναι μόνο περήφανος
κρατάει την ταπεινότητα
της άκαπνης ανηφόρας

Με μια δρασκελιά στο κωδωνοστάσιο
σιγουρεύτηκες για την διαταραγμένη
αρχιτεκτονική της αμαρτωλής καμπάνας

Θαλασσινές αποδράσεις κάνουν
μόνο οι στείροι βράχοι
με τα σκληρά κότσια

Το μυστήριο λύθηκε
τα δάκρυα της πεταλούδας τα φυλάς
στα επιδαύρεια θησαυροφυλάκια

Στα νεοκλασικά του μέλλοντος
θα κατοικούν χρυσόδετες
σοφές κουκουβάγιες

Αδιάκριτα μάτια περιπολούν
τα πράσινα γόνατα του έρωτα
μην σκάψεις!

Έχασες την βέρα σου
στο αίμα του αχυρώνα
Ακυρώθηκε ο γάμος

Άνοιξαν οι ουρανοί να βάψουν
κόκκινα τα αερόστατα μάτια σου
πώς τους περίμενες!

Στα αρχαία θέατρα αριθμείς
κάθε βράδυ τις θέσεις
των επισήμων νεκρών

Κουβαλάς πανικό
που δεν αγαπάς
μην ανοίγεις το παράθυρο…

Μονότονα τα σαββατοκύριακα
ψάχνουν το ιδεώδες pin
της δεύτερης άνοιξης

Νοίκιασες ένα μικρό φωτεινό δωμάτιο
εκεί βρήκες τη γριά αράχνη
ανεκτίμητα τα γρόσια της!

Ξόδεψες μια ζωή
για σκέψου το λίγο
για να μάθεις μόνο το ωμέγα

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008

λέξεις 1

Είχε μιαν άεργη ζωή
ήταν εργάτης
στα μεταλλεία του χρυσού

Όταν ο Θεός μοίραζε τα βουνά
άφησε σε σένα έναν λόφο μικρό
το κουκούλι της φτωχής καρδιάς

Χόρεψες με το τακούνι της καλαμιάς
μόνο οι ψάθες
χειροκρότησαν

Στο ληξιαρχείο σου είπαν
πως εκτός από τα δυο παιδιά σου
είχες κι ένα άλλο ένα κόκκινο κοράλλι

Ντράπηκες τους νεκρούς
και ποτέ δεν συλλάβισες
το θήτα της ζωής τους

Όταν ρυτίδιαζε το πρόσωπο της σκάλας
έπαιρνες ασβέστη
από το ασπράδι του ήλιου

Στα πλεούμενα νοσοκομεία
νοσηλεύονται
μόνο οι ποιητές

Στο καρναβάλι κυκλοφορούσαν αθίγγανοι
με τα μωρά μουστάκια τους
στην αγκαλιά

Την αλληλογραφία μου δεν θα την παραδώσω
πνίγηκε στο αίμα
του διακορευμένου πετεινού

Χτύπησα την πόρτα
ποτέ δεν ήξερα αν είναι η σωστή
μου άνοιξε ο Αλέξανδρος

Το κρύο ξύλινο πόδι του καρχαρία
ανέβαζε δάκρυα
στα χωριά της Μάνης

Τα γάντια που έβαλες στην δεξίωση
δεν είχαν το πρέπον μαύρο χρώμα
τους έλειπε το δεξί χέρι

Στο καρουσέλ της νυχτοπεταλούδας
δεν έβγαζαν εισιτήριο
ζητούσαν πιστωτική κάρτα

Οι μάσκες καταριόνται το βρώμικο νερό
τα τρύπια μάτια τους θα γίνουν
κρουνοί των παιδιών του μέλλοντος

Ελαφροπατούσες στα χιονισμένα κύματα
είχες γεννηθεί
σε κρύους γαλάζιους διαδρόμους

Τα δυο σκαλοπάτια
είναι τα χείλη που έδωσες
στα παιδιά σου

Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

τα δώρα της λεμονιάς (μονόλογος)

Όταν ήσουν μικρό παιδί πριν αποδημήσουν
οι πέρδικες με τις κυρτωμένες ράχες
φύτεψες στον κήπο σου
μια ατροφική λεμονιά.
Θυμάσαι επακριβώς χρονολογία, ημέρα και ώρα
Στο τρίτο στρατώνι την έβαλες
στο πεζούλι με τα αμφίσημα μανιτάρια
ίσα στο σύνορο που συγγένευε
με την κρύα πυραμίδα.
Μη κάνεις πάντα το ίδιο λάθος
δεν σου μιλώ για τις γνωστές πυραμίδες
Στο κουπί του Αη Λιά ορκίζομαι!
Την υιοθέτησες την λεμονιά
σαν απόδειξη κρατάς στο συρτάρι σου
τα παραστατικά με τις έγχρωμες σφραγίδες.
Επίσημα έγγραφα.
Γιατί λοιπόν διαρκώς επανεξετάζεις
στα δικαστήρια των ονείρων σου
κυριότητες, κεκτημένα, αποδοχές κληρονομιών…
Βιάζεις τους λεμονανθούς άθελά σου!
Το συρτάρι σου ποτέ ληστής δεν παραβίασε
το φρουρούν Ακρίτες άμισθοι δράκοντες...
Μεγάλωσε η λεμονιά, έριξε πλούσιο ανάστημα
Γεννήτορας.. Έφερε τρίφορους, τετράφορους
καρπούς και σε αυτό φρόντιζες μόνο εσύ.
Ήξερες να αριθμείς και να τρέφεις με ακρίβεια
λεμονανθούς!
Είχες τη σωστή δοσολογία, σπούδασες
με στερήσεις πολλές τη γεωπονική της
Όλα...τα έχεις καταγράψει
στο μοβ τετράδιο με λεπτομέρειες.
Πενθούσες
Και πάντα μιλούσες ακατάληπτα
Έλεγες μην σφάξετε τα κίτρινα μπαλόνια
τι θα χαρίσω στα παιδιά
την ημέρα των γενεθλίων της;
Τα κόκκινα κωνοειδή γλειφιτζούρια
του κυρ Βαγγέλη σάπισαν χωρίς οξυγόνο
Γιατί σωρεύεις άτακτο πόνο;
Τη λεμονιά δεν άφησες ποτέ
κανείς να τη τρυγήσει
την περιφρουρούσες δεν έκοβες καρπούς
ούτε σήπονταν, μετανάστευαν μόνο
τέσσερις φορές το χρόνο στις υπερκόσμιες
λαγήνες με το χοντρό αλάτι.
Τελικά μόνο οι άγγελοι γνωρίζουν τη νοστιμιά της γης!
Είναι καιρός λοιπόν να δώσεις εξιτήριο
στην βλαστήμια των αναμνήσεων.
Σκέψου...
Κάποια ανοιξιάτικα μεσημέρια που βοούσε
στα στήθια σου καθαρό αίμα
στον ίσκιο της λύγιζες το ζεματισμένο σπαθί
Πώς σκιρτούσες στο θρόισμά της ….Σου μιλούσε!
Τότε επέστρεφαν κι οι κυρτωμένες
πέρδικες με τους ατσαλάκωτους κεραυνούς
και πάνω στα φύλλα της έγραφαν μηνύματα
Τα ξέρεις
Τα κρατάς
Τίποτα δεν απώλεσες.
Στο αλωνάκι σου φυλάς σπόρια λεμονανθού
Κι οι πέρδικες πάλι θα σταθούν
στα ηλεκτροφόρα σύρματα
Περίμενε….
Η κόκκινη διχάλα στήνει παγανιά
στο σκουριασμένο μάνταλο
Είθε!

στην Δήμητρα

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008

τα μάρμαρα μου μίλησαν

Σε μια αποστροφή του λόγου σου
μου εξομολογήθηκες
με έναν ιριδίζοντα κομπασμό στα μάτια σου
πως στο κοντινό παρελθόν
υπήρξες ένας μεγάλος αυτοκράτορας
με άπειρες αποικίες στην κατοχή σου.
Έκανα πως δεν πρόσεξα
αλλά το κατέγραψα αυτό το φοβερό μυστικό
Ανέτρεξα σε βιβλιοθήκες, σε χρυσόβουλα
σε μοναστηριακά ιδιόγραφα κείμενα
στις χαράξεις της γης
Συγκόλλησα μελανόχρωμες κόρες του πουνέντε
κι επιτύμβιες πέτρες αναστήλωσα
για να μάθω….
Έχω μαζέψει αρκετό υλικό.
Στο τέλος άφησα τα μάρμαρα κι ένα πλατύ
γάργαρο χαμόγελο
Εσύ, όλο εκείνο το διάστημα έπλεκες
αχαμνούς ιστούς στην ιστορία
Επιβήτορας σε ένα σκάρτο χάρτη πάντα
Είναι ακλόνητα λοιπόν τα στοιχεία μου
δεν θα έχεις κανένα επιχείρημα να με διαψεύσεις
ούτε να αντιτείνεις λόγο κατοχής ή ιδιοκτησίας
Τα μάρμαρα λοιπόν μου μίλησαν!
Για κατηγορώ θα σου φέρω μόνο ένα κοχύλι
Εκεί ανάμεσα σε διθύραμβους και ύμνους
σε λόγια εξαίρετα κι αριθμούς
σε φιλοσοφίες αρχέγονες και σε μεγάλους
αναστεναγμούς.....
Κάτι πρέπει να ακούσεις
Είναι η φωνή κι ο λυγμός των μαρμάρων
(δεν γίνομαι λυρική…δεν μου το επιτρέπει
εκείνο το αστραφτερό χαμόγελο που σου προείπα)
Αυτό το κοχύλι θα στο φέρω να το ακούσεις
κάποια μέρα.
Φοβάμαι μόνο μην εγκλωβιστείς
και σε αποφράξουν οι διακλαδώσεις του
Αλλά δεν πειράζει
μόνος σου πήρες τον κακό τον δρόμο.
Στο χέρι σου είναι να λυτρωθείς
άλλη μία ευκαιρία…μην την χάσεις
Τα χειρόγραφα του κόσμου είναι μαζί μου
Θα νικήσω!
Το φιδάκι των ναών που πάνω του ασέλγησες
-στο μαύρο καλντερίμι του Αιγαίου-
σε μια φλούδα ήλιου
φουσκώνει το καρβέλι με το δηλητήριο!

στον Μ

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

ποιήματα 3

Το γλυπτό στη πλατεία
λυπήθηκε
το αόμματο δάφνινο στεφάνι

Δες ο ηλίανθος πως χλόμιασε
τη στιγμή που στην άμμο
κοσκινίζανε πόνο

Το καράβι χάθηκε
μες στο πράσινο ήλιο
που χαλίκια εκτόξευες

Στο ντεμπούτο της Άνοιξης
σκέφτηκες να χτυπήσεις
το ντέφι του γρύλου

Το ποτάμι του νου σου στέρεψε
μόλις έπεσε
στο πνιγμένο καράβι

Το νετρόνιο στα χέρια σου έλαμψε
όταν μέτρησες
του ήλιου τις χτένες

Η μικρή πασχαλίτσα
σου έστειλε
το χρησμό των μεγάλων κυκλώνων

Οι νεράιδες χορεύουν στο κάμπο
όταν φύεται
το άγουρο ρύζι

Στο παζάρι ο κισσός ξεπουλάει τη
πραμάτεια
του νάνου χειμώνα

Τις κορφές πυρπολείς με τη λόγχη σου
γιατί χόρεψες
της ζωής το πυρρίχιο

Δύο δίδυμοι ναύτες στον τοίχο
αφουγκράζονται
τον μπάλο του Πάτροκλου

Νωρίς έφυγες, δεν ήξερες ότι απόψε
ανάβουν τα νυχτέρια τους
οι αχινοί

Το μαντήλι που στο λαιμό σου έφερες
στο χαρίσαν
πειρατές μασκοφόροι

Το σκληρό το πετράδι υπηρέτησες
τη βραδιά
που εξωθούνταν ηφαίστεια

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008

ποιήματα 2

Το κλειστό στόμιο του πηγαδιού
είναι η μαύρη φτερούγα
των αγγέλων της κόλασης

Αν εσύ αγαπάς το κόκκινο
περιέγραψέ μου
την αλχημεία της παπαρούνας

Η φωτογραφία που έβαλες στο κάδρο
αιχμαλώτισε
τριάντα χρόνια ζωής

Τα καλάμια του Αχέροντα σείονται
τη στιγμή που εσύ πυρπολείς
το υγρό φθινόπωρο

Στο λαιμό σου κρεμόταν ο αμέθυστος
μια ανεμώνη μοβ
στο αυτί σου

Μια φορά εμφανίσθη στον ύπνο σου
ένα κίτρινο όξινο
λεμόνι

Όταν βρίθουν οι αχτίνες στα αστέρια
κουβαλάς ένα δεμάτι
με πυράκανθους

Στα βουνά κατοικούνε τα όνειρα
που πεθύμησαν
την ιώδια αρμύρα

Το στραγάλι της σφυρίχτρας στο τσίρκο
είναι το μήλο του Αδάμ
του νεογέννητου

Οι βλαστοί του κονδύλου
που απέκοψες
συνουσιάζονται κάθε βράδυ με το σκότος

Κι αν τα μάρμαρα από την μνήμη σου
έφυγαν
τα στεγάζουν οι γυρίνοι της λίμνης

Η μπουρού κι αν ξεψύχησε σήμερα
σου ετοίμασε
το νέο πορτραίτο

Τις τουλίπες τις μαύρες φοβήθηκες
γιατί φόραγες
άλκιμο χιόνι

Εκεί ψηλά που έστησες την αιώρα σου
την χτυπούσαν
φτερά πεταλούδας

στην Γιούλη και στον Βαγγέλη

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

ποιήματα 1

Αν σε αγαπούσα θα έστηνα ενέδρα
στα στενά του Ελλησπόντου
να συλλάβω τη ζαχαρένια γοργόνα

Όταν το μυρμήγκι
κουβαλάει στάχυ στις δαγκάνες του
γεμίζουν οι σιτοβολώνες των φτωχών

Το φίδι όταν σε δάγκωσε
απόφραξε
τις αρτηρίες του μυαλού σου

Τα δέντρα αναστέναξαν
την ώρα που το καμπαναριό
σήμαινε χαρμόσυνα την ανάσταση

Τα γεωμετρικά σχήματα
που έβαλες στο κέντημα
ήταν των γλάρων οι διαδρομές

Αν εσύ ακολουθήσεις τον Βασιλέα
θα γίνεις σίγουρα αποστάτης
των παλιννοστούντων χαρταετών

Όταν τα παιδιά αναστενάζουν
τρίζουν τα κόκαλα
των αποθανόντων χαρτοπολτών

Σήμερα που άδειασε το βάζο με το μέλι
είδες μια ακρωτηριασμένη αρκούδα
στην άσφαλτο

Αν ήθελα να πάω εκδρομή
θα έβγαζα εισιτήριο
στο γκισέ του λέοντα

Όταν η αίγα μηρυκάζει το χορτάρι
γίνεται επανάσταση
στα σπλάχνα της γης

Αν κάποτε συναντήσεις έναν γελαστό κλόουν
να πενθήσεις
τα αποτεφρωμένα αυγά του Πάσχα

Τη στιγμή που χτυπάς το ξύλο
σου την έχουνε στημένη
μια ομάδα από δρυοκολάπτες

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

επιδρομή

Ήταν ένα χλωμό απόγευμα ημιθανές
στην ναυτική πολίχνη του βυθισμένου νότου
καταδύονταν τα φινιστρίνια των χειλιών σου
Μήπως ήσουν εσύ που εξόριξες
τις συνθέσεις της πράσινης αχιβάδας;
Δεν απάντησες
Τι να ομολογήσεις ...
Στο νεώριο της ουράνιας παρτιτούρας
ξεψυχούσε το κλειδοκύμβαλο του νεκρού
μουσουργού ξεκούρδιστες νότες
Κρύες όπερες …του μεγάλου δακρυσμένου
Νοέμβρη με τη γηραιά πύλη της καμπάνας
που δεν επιδιόρθωσες...
Άφησες μόνο πνιγηρά να στοιχειώνει παντού
ο βραδύγλωσσος ρόγχος της ορχήστρας
κι οι απείθαρχες ορδές των ασπρόμαυρων
σπιρτόξυλων σε εκείνη τη ράχη με τα καμένα σπάρτα…
Δεν το αφουγκράστηκες;
Πικρό τοπίο, άπορο…
Οι κολίγοι μάζευαν όπως-όπως τα δίχτυα
και τα άσπρα καραβόπανα
Φτωχοί οι ελαιώνες έφτυναν κουκούτσια
και σάπιους καρπούς στην άνιση μάχη
με τον τοξότη δάκο.
Άρπαγας όπως ήσουν δεν πρόσεξες
ούτε τους ακτινωτούς σπονδύλους της γης
ανάμεσα εκεί, στις κόκκινες παλάμες, ξέρεις
των βυσσινόκηπων η πλήξη κούρσευε κρύα
κεφάλια σαπισμένων κυκλάμινων
κι ανέδυε ένα συμπαγές άρωμα ρευστής βανίλιας
"Μεστές αναθυμιάσεις απαγορευμένες"
Δεν τις οσφρίστηκες;
Απόγευμα μνήμης και στο ακροκέραμο
της πόλης διάβαινε ο πραματευτής καβαλάρης
Η φωνή του οξύτονη έσπαγε τον ύπνο
του ξυλόφωνου σε άναρθρους φθόγγους
Διαλαλούσε ακριβά εμπορεύματά τα οποία
είχε συλλέξει μια αφέγγαρη νύχτα στη περίβολο
της καστροπολιτείας των πειρατών
Μεταξωτές μπέρτες για χάλκινα αγάλματα
Εκμαγεία αρχαίων νομισμάτων
και επιχρυσωμένες σφραγίδες με τα δέκα άρθρα
της ορθόποδης ζωής
Μαζί πουλούσε κι εκείνο το σπάνιο απόσταγμα
από παραδείσια λουλούδια
Σπάνιο απόσταγμα…πάλι δεν άκουσες τίποτα!
Κι όμως θα φίλτραρε λίγο τη βαριά σκισμένη
κουρτίνα της ομίχλης που ανιαρά απέπνεε πίδακες
και μεθυσμένες στήλες καπνού με την πικρή οσμή
των διαβρωμένων βρύων
Μια φορά μόνο πέρασε από τα μέρη σου
Πώς και τον αγνόησες;
Ανυποψίαστος όπως πάντα άφησες ανοικτή
την καστρόπορτα και εισέβαλαν βάρβαρα στίφη
Γαιοκτήμονες με στιβαρά τέθριππα
χάραξαν αυλακώσεις μόνιμες
στον αριστερό αντίχειρα της πόλης
Έπεσαν τα νύχια σου πως θα λειάνεις τώρα
και θα αφρατέψεις το μάρμαρο της γης;
Δεν σου έμεινε λοιπόν τίποτα άλλο να κάνεις
Τα ξεπούλησες όλα μισοτιμής στον εργολάβο
με την προτεταμένη κνήμη.
Τις νύχτες ψάχνω το αντικλείδι...

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

με ένα εικοσιδύο μπλε

Από μικρό παιδί είχες μια προτίμηση
στα μπλε πακέτα των τσιγάρων
Θρυλικό τσιγάρο εικοσιδύο
η μάρκα του παππού σου
Μαγευόσουν στη θέα του
ώσπου ένα βράδυ
σε εκείνες τις σπάνιες επισκέψεις
που έκανε ο παππούς στο πατρικό σου
Διέρρηξες την τσέπη του κι άρπαξες το πακέτο
Το μπλε πακέτο που πάντα αγαπούσες
Το απαγορευμένο
Κρύφτηκες στον κήπο, κάπνισες
Μια νεραντζιά σε περιγέλασε
Έβαψε τα δόντια σου κίτρινα
Άρπαξες το πακέτο το διοχέτευσες στο αίμα σου
Τα δόντια σου κίτρινα
Η νεραντζιά σε περιγέλασε
Και τώρα;
Πήρες μια κλωστή, λευκή κλωστή
Άνοιξες εκείνο το τσίγκινο κουτί
με τα υλικά του ραψίματος
Έδεσες τα δόντια σου
λευκή κλωστή
Δεν έπρεπε ποτέ να μάθει ο παππούς σου
Την βεβήλωση του μπλε πακέτου
Όταν μεγάλωσες
Τύλιγες κάθε βράδυ
με εκείνη τη λευκή κλωστή τα δόντια σου
Και τις νεραντζιές στις χερσονήσους της πόλης
Κοιτούσες πάντα υποτιμητικά
Ήσουν ο μουμιοποιημένος
εραστής της νικοτίνης
Έλα όμως που η κλωστή ήταν μεταξένια...
Και εσύ πως να δεσμεύσεις το μετάξι των φτωχών;
Τράβηξες μια τζούρα
για τον μεταξοσκώληκα
Έπρεπε!

Στη Μαρία Νικολάου

Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

γλυκό του κουταλιού

Εκείνο το οικογενειακό μαχαίρι που έκοβες
το περγαμόντο για να φτιάξεις το γλυκό του κουταλιού
που πάντα φοβόμουνα να πλησιάσω
Το έχω φυλαγμένο στο πιο ασφαλές
κοίλωμα της καρδιάς μου
Μαζί έχω και το βαζάκι που κάποτε
συγχώρεσε με είχα κλέψει!
-απόγευμα ήτανε ένα δροσερό απόγευμα
Αυγούστου- από το ράφι όταν εσύ ξέπλεκες
το παλιό μου πουλόβερ για να φτιάξεις
τις κάλτσες του πληγωμένου αγάλματος
Μη φοβάσαι δύσκολα ο καθένας χαρίζει την καρδιά του
Λάξευσα με το συμπαγές οστό του καναρινιού
μια παρυφή στη κύρια αορτή …δεν θα το βρει κανείς
Θα μου πεις γιατί στα αποκαλύπτω όλα τώρα…
Εσύ το παρήγγειλες εχτές στον ύπνο μου
Εμφανίσθηκες κάτι μου ζητούσες
(διαδοχικές επαναλήψεις σκοτεινών λέξεων)
Έλεγες ένα βαζάκι, ένα μαχαίρι
Έλεγες ασημένιο μαχαίρι όχι οξειδωμένο
Ίσως σε αυτό να έφταιξα εγώ
είχα υποχρέωση λοιπόν να σου φανερώσω
το μυστικό μου
Μην με μαλώσεις… το γλυκό δεν το έφαγα
για το μόνο που ευθύνομαι είναι το μαχαίρι
Σκούριασε!
Η σύνθεση του αίματός μου ή των ιστών μου
οι ευαίσθητες γλώσσες των κυττάρων μου
οι σιελογόνοι αδένες μου, τα όξινα δάκρυά μου
Να είναι οι μόνοι υπεύθυνοι
Θα βρω όμως τρόπο να επανορθώσω
Έχω κλείσει εισιτήριο για ένα ταξίδι στην χώρα
των αργυρουργών, εκεί που φύονται ενδημικά μαχαίρια
Μέχρι χτες ήθελα να πάρω τηλέφωνο στο ταξιδιωτικό
γραφείο να ακυρώσω αυτό το ταξίδι αλλά άλλαξα γνώμη
Θα σταθώ στο ύψος μου
Μόνο μια χάρη πανάκριβη σου ζητάω κυοφόρησε
ένα εύρωστο εχέφρονο έμβρυο με ανέγγιχτες φτερούγες
Ποτέ δεν θα σε ξαναπροδώσω!

χαρισμένο στην Μαριάννα

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008

οι σκοτεινές αποικίες

Στις ακτές της Σαλαμίνας πλάι στους θηλυκούς
στρογγυλούς λόφους με την αψίδα της τρίαινας
χαραγμένη πάνω τους από τα τόξα της θεάς άρπας
Τα τρίχρωμα αμάραντα έχουν διανοίξει
με την καλύπτρα της ρίζας
τις σπηλαιώδεις κατοικίες τους.
Εκεί προσέτρεξα την θολή μέρα της δραπέτευσης
των αμνών να αναστήσω την σκοτεινή αποικία
των ερωτευμένων γυαλιστερών.
"Γυαλιστερές, μουσικά χωνιά γραμμοφώνων
που σίγησαν σε αποθήκες με ακάριες συμφωνίες
Ιερά ρινίσματα ασπίδων
μυθικές παριζιάνες"
Ένας χωρικός με προειδοποίησε να μην πλησιάσω
είναι επικίνδυνες μάγισσες οι γυαλιστερές
και το κύμα της ξεβράζει μόνο μία φορά το χρόνο
τότε που ο ουρανός βάφεται
με το κόκκινο κραγιόν της Ερωφίλης…
Αν απλώσεις το χέρι σου, είπε, και τις χαϊδέψεις
στο αριστερό στόμιο θα σε κάψει η ιώδης πορφύρα
κύματα θα σπάνε στα δάχτυλα της τρίαινας
στα δικά σου δάχτυλα
και το κίτρινο αφηνιασμένο άλογο θα σε ρίξει
από την σέλα, στις οπλές του
Δεν τον άκουσα, πώς θα μπορούσα να παραβώ
την υπόσχεση που είχα δώσει στις χάλκινες τρίαινες
Αυτές μου εμπιστεύτηκαν τη μυστική κρύπτη
και την πανάρχαια προσευχή που αφοπλίζει
το αρτεσιανό μάτι του χρόνου.
Η ώρα πλησίαζε, οι δείκτες των σύννεφων
δεν κάνουν ποτέ λάθος.
Είχα καθήκον να στεφανώσω τις κόμες των
γυαλιστερών με τον κλώνο της νύμφης ελαίας
Μύρα να προσφέρω και θαλάσσιες κλίνες
την ιερή στιγμή της οργιώδους συνουσίας
των γυαλιστερών
Μια έκρηξη κοσμογονίας στο παγοδρόμιο
της θάλασσας που ανταριάζεται κι αναρριγά
ύφαλους διεισδύοντας αρρενωπούς σε απόρθητες
μυθικές νησίδες
Μεγαλοπρεπείς τριήρεις στη παλάμη ανασηκώνει
με βωμούς ρακένδυτους, εσταυρωμένους
Ήμουν λοιπόν ο επίλεκτος ιχνηλάτης με τα εξόφθαλμα
δόρατα
ο ποιητής του αμάραντου έπους των σαλαμινομάχων
γυαλιστερών
Και δεν ξέχασα, ξέρεις....έθαψα τα ρινίσματα
στους μυχούς της μασχάλης σου
Πως νιώθεις;

Σάββατο 31 Μαΐου 2008

Το αδηφάγο μελάνι

Όλη την νύχτα την παίδευε ένα όνειρο
ένας στριγκός εφιάλτης
-σώθηκαν θα πεις… τα όνειρα που χτίζουν
μπαμπακένιες χελιδονοφωλιές στα ρείθρα-
Βάδιζε λέει, πάνω σε ένα άηχο τοπίο αδειανό
ανάμεσα στα λαξευμένα τόξα των αμμόλοφων
και στα σκιώδη φύκια της ερήμου.
Δεν υπήρχε πουθενά ένας ίσκιος από αρμυρίκι
να γλυκάνει την μοναξιά της.
Μήτε μια πέτρα να πιαστεί μήτε μια θάλασσα
να βουτήξει το μονόστηλο δάκρυ της.
Απελπισμένα έψαχνε μια διέξοδο, επίτοκες
οι πύλες των νεφών….στένευαν το χώρο της αγκάλης
Ξάφνου, μέσα από τις φλέβες της ωχρής άμμου.
ξεπρόβαλε πάνω σε ένα άσπρο άλογο
ο οργισμένος μαντατοφόρος της ασπίδας
με το ακρωτηριασμένο πόδι.
Στα χέρια του κράδαινε δυο δίδυμες γιγάντιες
πένες χάλκινες, προστάτης άγιος
της μουσικής ρίμας.
Η αποστολή του ξεκάθαρη να εκδικηθεί την άμμο
Άρχισε να εκτοξεύει πυώδεις, μελανόχρωμες ριπές
που αφόρμιζαν τους εφήμερους καθρέφτες
Τοπίο διάτρητο, μια κόλαση ενεργών κρατήρων
με αμφίβιες πτήσεις κορακιών πάνω από πτώματα παπύρων.
Τρόμαξε στην θέα του, η σάρκα της άμμου, της ψιθύρισε,
ξεθωριάζει κι αφανίζει τα χάρτινα καταφύγια της γλώσσας.
Πώς να χτιστεί η λέξη στο κορμί της άμμου
Η χλωροφύλλη της λέξης είναι μόνο λευκή.
Κατόπιν, απερίσπαστα, μέσα από ένα παμπάλαιο καπέλο
έβγαζε δεκάπηχες σιδηροτροχιές ακατάληπτων λέξεων
Μυρμήγκιασαν τα όνειρα ζεβροειδείς υπάρξεις.
Φοβήθηκε δεν είχε και που να κρυφτεί…
αδηφάγες λάβες μελανιών την κυνηγούσαν
με νύχια αιχμηρά κι οπλές σιδερένιες
Αργά- αργά βούλιαζε στην γλοιώδη τάφρο
της μελανόχρωμης στρατιάς
ώσπου στο τέλος έγινε μια δακρυσμένη φυσαλίδα
όμηρος της δίδυμης πένας.
Ξύπνησε πανικόβλητη, ανακάθισε, αφόρητοι πόνοι
ενστάλαζαν βαρύ πένθος στο κορμί της.
Έψαυσε το σώμα της, ένα σύνθετο ανάγλυφο
μια σάρκα σπαρμένη με ουλές βαθιές και εκχυμώσεις λάβας.
Τα νύχια της, πονούσαν και διαστέλλονταν
μπουμπούκιαζαν οβίδες.
Και τα μαλλιά της… συστάδες από πένες, ανάβλυζαν
ζεστό μελάνι κι αίμα
Τρόμαξε...έσπασε τους εφήμερους καθρέφτες της
Άτρωτος ο εφιάλτης.
Είναι βαρύ να αναπολείς το απολεσθέν σου σώμα!
Έπρεπε να φύγει...σκιεροί μανδύες την απειλούσαν
έκανε ένα δειλό βήμα, σάστισε, η βιβλιοθήκη της ορφανή!
Έλειπε το λεξικό, αυτό, των προπαπούδων της
ένα ανεκτίμητο λάφυρο φερμένο από τους κήπους
της Αλεξάνδρειας.
Δεν ήταν λοιπόν απλά ένα όνειρο!
Αγχόνη ο κόμπος στο λαιμό φάσκιωνε μαύρα βρέφη.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

οι θησαυροί του Ιονίου

Αν κάποτε θάρθεις να με βρεις, θα ήθελα
να κρατάς στα χέρια σου ένα πράσινο κάτοπτρο
να εκπέμπει φλύαρα δεμάτια πευκοβελόνων
που εγώ σου είχα χαρίσει.
Δεν ξέρω, είναι πάρα πολύ δύσκολος ο ερχομός σου.
Γι αυτό στενάζω...και δεν ξέρω
Ας πάει…
Μη ξεχάσεις μόνο εκείνο το γαλάζιο αρκουδάκι
με τα μαύρα μάτια και τη στραμπουλιγμένη μύτη,
νομίζω πως ήρθε ο καιρός να το περιθάλψω.
Θα ήθελα, ναι, να φοράς ένα φαρδύ πουκάμισο
με μαύρο φερμουάρ για να κρύψω στη ζέστα του
την μικρή ελίτσα, τα μάτια τα γελαστά και
τους χάρτες με τους ποταμούς του Ιονίου…
Όχι, τις αφέλιές μου, τις έχω κόψει τον Οκτώβρη
που μεγάλωναν οι τοίχοι, είχαν διαπεράσει
την όρασή μου, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς…
Θα συγχωρέσω, την ψυχρή πορσελάνη του αεικίνητου
ματιού σου, εκείνα τα άγουρα χρόνια
που ενώ εγώ πλάγιαζα με τα αηδόνια του Ιονίου,
εσύ άδραξες την ευκαιρία και ξεπούλησες
τις ασημένιες πόρπες, τις μαύρες παραμάνες
και τα εξάγωνα κουτάκια με τις καρφίτσες
στον πρώτο ενεχυροδανειστή!
Σου έχω και μια έκπληξη… τώρα που
τέλειωσαν τα χαρτιά της γης, εγώ φρόντισα
και εξασφάλισα ένα άλλο υλικό, τα πέλματά μου,
εκεί αποτύπωσα και το ποσό της αποπληρωμής.
Αν κάποτε θα ήθελες νάρθεις να με βρεις
μη ξεχάσεις προπάντων να φέρεις το μπουκαλάκι, ξέρεις...
Ίσως να έχει μείνει απολιθωμένο στις στρώσεις
της τέφρας, ένας χορωδός του καπνού κάτι τέτοιο μου είπε.
Όχι εκείνο που σου είχε δώσει η μάνα σου
με το ξεθωριασμένο οξύ, το άλλο, το χρυσαφί
που μέσα είχα φυλακίσει την αρμύρα για να μεταλάβεις,
και τα σπλάχνα των Φαιάκων που αιμορραγούσαν
ακόμα χτύπους!
Αν έσκαβες λίγο θα το έβρισκες..
Και κάτι ακόμα, σήμερα διάβασα στις εφημερίδες
πως τα ενεχυροδανειστήρια της γης θα μείνουν
κλειστά για ένα χρόνο.
Δεν πειράζει, θάρθεις όμως….
Τουλάχιστον συμπόνεσε εκείνο το γαλάζιο
αρκουδάκι, με χρειάζεται!


χαρισμένο στην Φαραώνα

Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

η γεωμετρία του φωτός

Οι ψάθινες καρέκλες ξεκουράζονταν νωχελικά
στην αυλή, η μία με πράσινη φορεσιά μια
φούστα αχλαδιού, η άλλη με το χρώμα του
κοζανίτικου κρόκου, χρυσή…
Ατάραχες έκοβαν το φως σε τέσσερα μεγάλα
ωχροπράσινα τετράγωνα κομμάτια.
Ο γνώμονας απόντας, ο γεωμέτρης τον είχε
κρύψει στο λυσάρι του, δεν ξεπέρασε ποτέ
την έμφυτη κλίση των παιδιών στα σχήματα
και την αμφισβήτησή τους.
Ήρθες αποσταμένος, τράβηξες με βιαιότητα
τη χρυσή καρέκλα και κάθισες.
Έξαλλη η γυναίκα έτρεξε σαν σε αντελήφθη,
στην πόρτα. Ούρλιαξε
Μη! μη περιορίζεις…και μη διαταράσσεις τη
γεωμετρία του φωτός!
Αχρωμάτιστος κοίταξες τη σκιά σου στο πεζούλι
κι άρχισες ένα προκλητικό χαιρέκακο γέλιο
Η γυναίκα αποσύρθηκε ταπεινά στο δωμάτιο
με τα σπασμένα πικραμύγδαλα
Ανακάθισες, έβγαλες το καπέλο σου και
χάιδεψες ηδονικά το γείσο
Η μοίρα σου έταξε να ζεις στη στερεότητα
των φυλακών και στην απληστία του
σκυροδέματος,
κι αν εσύ διέπραττες κατά συρροήν
μικρούς καθημερινούς φόνους
η στρογγυλή σφαίρα του νομοθετικού
κώδικα ποτέ δεν σου απήγγειλε κατηγορίες
Σε περιφρονώ!

Τρίτη 20 Μαΐου 2008

παγανιστικές αποδράσεις της νεότητας

Σήμερα που άναψαν τα παγανιστικά νυχτέρια
έβαψα κόκκινα τα νύχια μου, πες πως είμαι
φιλάρεσκη χαρακτήρισέ με ξιπασμένη
σκέψου οτιδήποτε, δεν με ακουμπά.
Τα νύχια μου κόκκινοι ημιτελείς κύκλοι,
ρυθμικά αποκριάτικα άρματα, πύρινα λόγια
σε παρελάσεις καλλίγραμμων νεκρών παρθένων.
Σήμερα έβαψα κόκκινα τα μαλλιά μου
έτσι από πείσμα, θέλησα να ξορκίσω τους
σκοτεινούς εφιάλτες μου…
γηράσκω φασκιωμένη στο ανατολίτικο πορφυρό
χαλί βυζαντινών αυτοκρατόρων, ίντριγκες
διαπράττοντας με τον αέναο χρόνο.
Τον χρόνο δεν τον φοβάμαι, τον αγαπώ
αναδυομένη κι αναβράζουσα η νεότητα κοιμάται
κάθε βράδυ στο μαξιλάρι μου..
ίσως γι αυτό πάντα ξυπνώ από τον κρότο
των λαμπρών εκθαμβωτικών πυροτεχνημάτων.
Σήμερα έβαψα τα χείλη μου, το σώμα μου,
τις φτέρνες κατακόκκινες …
Ήμουν όμορφη το ένιωσα, παρότι δεν είχα πρόχειρο
ένα καθρέφτη να κοιταχτώ, τι θα ωφελούσε…
τους καθρέφτες μου, τους έστειλα στο μέτωπο
να επουλώσουν τις πληγές των λαβωμένων φαντάρων.
Μη με κοιτάζεις με αυτό το ύφος της αμφιβολίας,
είμαι η βασίλισσα, η στρατηλάτης του αίματος
η μετουσίωση της χέννας μα πάνω απ όλα
ο πορφυρός ουρανίσκος του νεογέννητου μεσσία!

Δευτέρα 19 Μαΐου 2008

η εκδίκηση των ψαράδων

Όταν ψιχαλίζει βγαίνουν στα ανοιχτά της Τζιας στις
Ποίσσες νεογέννητες μέδουσες για να λουστούν με μύρο.
Οι παραθεριστές ανάστατοι παραχώνουν τα μαύρα
κουβαδάκια τους στην άμμο και τα παιδιά χειροκροτούν
χορεύοντας ξέφρενους αφρικάνικους ρυθμούς σε τελετές
με θεούς ραβδοσκόπους…
Όταν συννεφιάζει αναδύονται στα βράχια του Κούνδουρου
δεκάπλοκα χταπόδια, αφαρπάζουν τους γλάρους,
περισφίγγουν το φως του Αιγαίου και μικρά καράβια
γυμνών ψαράδων καταπίνουν!
Όταν ψιχαλίζει τα σύννεφα τρέφουν τον άγιο δίσκο
του ήλιου με διπλά ουράνια τόξα και θυσίες
καταθέτουν στο βωμό του Αιόλου για καλοτάξιδες
πορείες στη χλοερή Κολχίδα.
Όταν κλαίει ο ουρανός, συγχώρεσέ μου τον άμετρο λυρισμό,
οι μέδουσες στα ανοιχτά της Τζιας φορούν ψάθινα καπέλα
για να προφυλάξουν το τρωτό διαφανές σώμα τους,
κι οι λουόμενοι έχουν προ πολλού εγκαταλείψει τις μοβ
ομπρέλες τους πλάι στα παραχωμένα μαύρα κουβαδάκια τους
στέγη προσφέροντας κι ανεμόμυλους στους ανέστιους
αχινούς, που σκληρά εκδικήθηκαν τις αβρές πατούσες τους
στην τιτάνια προσπάθειά τους να αποδράσουν…
Τέλος μάθε το μια και καλή, πως όταν ψιχαλίζει
τα κοράλλια γίνονται αμβροσία και αποξηραμένα
γριβάδια στα πήλινα πιάτα των νεόπτωχων ψαράδων
όπου γης!

Σάββατο 17 Μαΐου 2008

η α- συνέχεια των φυτών

Ξερίζωσε αργά το φυτό επιμήκεις οι ρίζες του
τίναξε το χώμα με προσοχή να φανούν
οι διακλαδώσεις.
Μια ακτινογραφία ενός εξαδάχτυλου
χεριού με ένα τραύμα στο καρπό
η μετεμψύχωση της παλάμης;
Τι να υποθέσει…
Στο χωνί των ξεψυχισμένων φύλλων
ακροάστηκε τον ήχο των βροχών του αίματος
και τις τροχαλίες της γήινης πλάκας.
Τυλίχτηκε με το ρίζωμα, η α-συνέχεια
θα τρόμαζε το σκαθάρι της μνήμης του.
Σαν καλός καλλιεργητής σκάλισε
τη σάρκα του με σοφία, βαθιές χαρακιές
έπρεπε να δέσει το ρίζωμα!
Δεν έπεσε έξω, ξεπρόβαλλαν τα μάτια των χλωρών
βλαστών και οι φωτοσκιάσεις των βλεφαρίδων.
Τράβηξε για τη πόλη με ένα περιπαικτικό
αθώο χαμόγελο στα χείλη…
Ρίζωσα-ρίζωσα, φώναξε
προσέξτε το καινούριο μου ρούχο
Ο κόσμος τον κοιτούσε απαθής
τι και αν από τα πόδια του έβγαιναν μούσκλια
και ευθυτενείς δρύινοι κλώνοι ανασάλευαν στο κορμί του
Ο κόσμος τον κοιτούσε απαθής
Ρίζωσα-ρίζωσα, προσέξτε τα μάτια μου
δυο βολβοί υακίνθου
Δεν τον είδαν, στο πάρκο της πόλης εκείνη την ώρα
οι κηπουροί προετοίμαζαν τα κλαδιά για την άνοιξη.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2008

η ακονόπετρα και ο δρυοκολάπτης της αμπέλου

Με μια σκληρή ακονόπετρα στο χέρι
τρόχιζε επιμελώς τις λεπίδες του μυαλού της
Την βοηθούσε ένας φίλος της έμπιστος
– οιωνοσκόπος εξορύξεων –
πανίσχυρος χωρίς αρματωσιά
μόνο με δέκα οστεοθήκες στα χέρια του…
Εκείνος ήταν που της χάρισε από την προηγούμενη
χιλιετία κιόλας την ακονόπετρα.
Θυμάται ακόμα σαν χτες τα λόγια του
Ποτέ μην αποποιηθείς την προσφορά μου
είναι πάνσοφη κι ακόρεστη η ζωή, θα σου χρειαστεί
Κι εγώ με αυτήν γυαλίζω κάθε απόγευμα
τα οστά του μαντατοφόρου δρυοκολάπτη
που ακούραστα ανασύρει
διττά στοχαστικά μηνύματα – χρησμούς.
Άκουσε την προτροπή του, είναι αυτή που
στοίχειωσε εντός μου αμαρτωλές θεατρικές
παραστάσεις μυστών τρυγητών..
“Τάξου στην άμπελο και στην ιερή
μυσταγωγία του κορμιού της”
Η άμπελος ανεβαίνει κάθε βράδυ
με δυο κούπες νέκταρ στο χέρι
στο κωδωνοστάσιο και ψάλλει απαγορευμένους
ύμνους στην άχρονη ομιλούσα πέτρα.
Τα γόνατά της πείσμωνα σαν ράμφη
λαβωμένα από τις μεταγγίσεις του οίνου
Τις ακονόπετρες αυτή μου τις εμπιστεύτηκε
Εμείς λοιπόν κρατάμε το μυστικό της αμπέλου
αν αποκαλυφτεί θα επέλθει η συντέλεια
των οξύφθαλμων πτηνών..
Και κάτι ακόμη οι οστεοθήκες που βλέπεις
είναι αυτές που διαφυλάττουν τη κιβωτό
των ωκεανών και τα σπλάχνα του Τρίτωνα.
Μη φοβάσαι θα πετύχει η μετάγγιση του οίνου και
το μπόλιασμα της άχρονης πέτρας…

Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

τα αποκεφαλισμένα στάχυα

Είπε να φτιάξει ένα καφέ, δεν είχε τίποτα
χρήσιμο να κάνει, ίσως έτσι να χρωμάτιζε
λίγο τη μέρα της.
Ένας καφές θέλει συντροφιά, είχε όμως το καθρεφτάκι της
ασημένιο και τη κοιμωμένη των Αθηνών σε ένα
υαλοπίνακα βιτρώ απεικονισμένη…
Ο καφές θέλει και μπρίκι να ψηθεί, ίσως
και χόβολη αλλά οπωσδήποτε μπρίκι
Το μπρίκι το πήρε πέρσι ο γανωματής για συντήρηση
γιαννιώτικο οικογενειακό κειμήλιο
Το inox που είχε στο συρτάρι της κόβει
και ψευτίζει το καφέ , το παράχωσε όπως – όπως
σε ένα χάρτινο κουτί, ούτε να το δει…
Χτύπησε τη γροθιά της οργισμένη πάνω στο πλακάκι
το μικρό στάχυ ξεριζώθηκε
Δεν είχε και τα στοιχεία του γανωματή
πως εμπιστεύτηκε σε έναν ξένο τη μοναδική
κληρονομιά της;
Το κουδούνι στη πόρτα την προειδοποίησε
με ένα αμφίβολο ήχο…
Άνοιξε, ένας κύριος με ημίψηλο καπέλο
ο ταχυδρόμος ίσως, της παρέδωσε ένα δέμα
ένα χάρτινο κουτί, το άνοιξε, ανάμεσα στις παλιές
κιτρινισμένες εφημερίδες έλαμψε ο χαλκός!
Ήταν το μπρίκι κι έφτασε στα χέρια της
την πιο κατάλληλη στιγμή!
Ευχαριστώ… ψέλλισε, δεν υπήρχε κανένας
γιατί ο γανωματής δεν ζήτησε τα εργατικά του;
Ήθελε να φτιάξει ένα καφέ στο σπίτι
με τα αποκεφαλισμένα στάχυα!

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

ο συνθέτης

Από μικρό παιδί πριν ακόμα βγει στη ζωή
ανάβλυζε ήχους από έναν οξύαυλο.
Δώρο του αγαπημένου του θείου, ναυτικού
εκ πεποιθήσεως.
Ποτέ δεν έπαιξε όπως τα άλλα παιδιά
με καθρεφτάκια και πεντόβολα…
ούτε κλέφτες κι αστυνόμους, μήτε κυνήγησε
έντομα καταμεσήμερο Αυγούστου.
Μεγαλουργούσε στις μελωδίες του οξύαυλου...
Έπειτα από χρόνια η εφορία αρχαιοτήτων
του κατάσχεσε το όργανο, λόγω σπανιότητας.
Στη προθήκη του μουσείου κείτονταν ένας
αποθαμένος οξύαυλος που κατά τακτά
μουσικά διαστήματα αναστάτωνε τους φύλακες
και τους αδιάκριτους συναγερμούς.
Ήξερε να συνθέτει υπέροχα κομμάτια!!

Κυριακή 11 Μαΐου 2008

η επανάσταση των ζαχαροπλαστών

Σήμερα φόρεσα τα χρησιμοποιημένα ρούχα
του γείτονα, εξαναγκάστηκα εν ολίγοις.
Το άσχημο ήταν ότι δεν αφαίρεσα
τη γύρη και τα αποξηραμένα λουλούδια
που με τέχνη περισσή είχε ράψει στις τσέπες του
μεγάλη ιεροσυλία να τα πετάξω σκέφτηκα.
Αναρωτήθηκα βέβαια γιατί ο γείτονας
προέβη σε αυτή τη κίνηση
Ίσως να ήταν μελισσοκόμος, αρωματοποιός,
ζαχαροπλάστης ή μήπως μάγος, γητευτής
που έφτιαχνε φίλτρα, φυλακτά και μαγικά ξόρκια.
Μπορεί και στο παρελθόν να υπήρξε ποιητής
Οι ποιητές αποξηραίνουν τα λουλούδια όπως τις λέξεις.
Επαναλαμβάνω εξ ανάγκης τα φόρεσα,
τα δικά μου ρούχα τα έφαγε ο σκώρος
του ρακοσυλλέκτη ταξιδιώτη…
Έπρεπε να βγω στο δρόμο, στα σοκάκια
των αγρών να παραδώσω ένα σπάνιο έγγραφο
στον αγροφύλακα, που να ήξερα;
Μια μέλισσα με πολιόρκησε!
Το βουητό ξέρεις της μέλισσας είναι
αποκρουστικό όταν το μέλι απολείπειν στις κερήθρες
Αποκρουστικά τα ρούχα, αποκρουστικό το βουητό...
μέλισσες όταν δεν επιτελούν το καθήκον τους
προβάλλουν αυτάρεσκα γιγάντια κεντριά
Πέταξα τα ρούχα στον αγρό άρον – άρον,
έπρεπε να επιζήσω!
Μετά από χρόνια έμαθα πως στο σημείο εκείνο
λειτούργησε μια μεγάλη μονάδα ζαχαροπλαστικής,
Ήταν η εποχή που έκλεισαν πολλά μικρομάγαζα
και συντελέστηκε η μεγάλη επανάσταση των
ζαχαροπλαστών.
Δεν είχα που να κρυφτώ, ήμουν εκ προμελέτης
εγκληματίας κι αν με δικάσει ο αγροφύλακας
ο μοναδικός μάρτυρας τι θα πω;
Υπερτενή τα πάθη του κόσμου!

o κύκλος της ορχιδέας

O κύκλος της Ορχιδέας

Οι Ορχιδέες όταν γηράσκουν αποχωρίζονται τα γυάλινα
πράσινα φιαλίδιά τους και πάνε να ταφούν στους βαβυλώνιους
κήπους σαν μιαν ύστατη προσπάθεια να αποκαταστήσουν το
χαμένο τους κύρος.
Μακαριστοί θανόντες θαρρείς
Μόνη εξαίρεση οι μαύρες ορχιδέες που σιωπηλά ακολουθούν
την τυφλή πορεία των κελιών πλάι στις μοναχές με τα κίτρινα
καπέλα, συνοδοί τέλειοι στη σμύρνα στο λιβάνι και στο
πικρό κάρβουνο.
Θυμίαμα και σπονδή στο βωμό των θαυμάτων.
Αγάπησέ τες και με τη στάχτη τους φτιάξε την αλισίβα
της καθαρότητας να νίψεις το πρόσωπό σου
Πίστεψέ με ηγεμόνας θα γίνεις της ψυχικής πανίδας
δεν θα χάσεις….
Τα πράσινα φιαλίδια αναζωογονητικοί οροί θα γίνουν στα
θεραπευτήρια των μελλοθάνατων ερώτων.
Σταγόνα – σταγόνα θα θρυμματίζουν την πλάκα και ευρύκοιτα
ρυάκια θα διανοίγουν σε ιδεώδεις αγαλμάτινες φλέβες
Σταγόνα – σταγόνα νάμα στη χλωρίδα της αμαζόνειας ψυχής.
Οι Ορχιδέες όταν γηράσκουν αναφύονται ….

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

όνειρο

Απόψε στον ύπνο μου ήρθε ένα τρένο να με πάρει,
τα χέρια μου ήταν άδεια καθότι ο σταθμάρχης
είχε επιτάξει τα υπάρχοντά μου τις βαλίτσες μου
και το μικρό καλάθι με τα μοβ αγριολούλουδα.
Η αμαξοστοιχία παλιά με παιχνιδιάρικα χρώματα
μπουκωμένη με γαλάζιους καπνούς
κι οι ράγες δυο συρμάτινα καλώδια να στήνουν
πάνω τους το μπαλκόνι τους οι γερανοί.
Ταξίδι οργής…χωρίς επιβάτες
μόνο εγώ κι ο μηχανοδηγός
ένας άνδρας χλωμός χωρίς πηλίκιο που μασούσε
διαρκώς γαλάζια κουφετάκια
και με μια απόχη περιμάζευε τυφλά πουλιά και
τα περιέθαλπε σε ένα πρόχειρα στημένο ιατρείο.
Τον παρακολουθούσα – κενό κεφαλής – πίσω
απ τον ξηλωμένο μανδύα του σκοτωμένου
εισπράκτορα!
Δεν με αντελήφθη, ήταν αόμματος.
Όταν κατέβηκα στην αποβάθρα αντίκρισα
τον σταθμάρχη με ένα ματσάκι μοβ αγριολούλουδα
στο χέρι να υποδέχεται την αγαπημένη του.
Δεν μίλησα, είναι βουβά τα όνειρα…

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

για μια στρώση και μόνο

Πήρε τα καινούρια της ρούχα, τα έκοψε
σε ευθύγραμμες λωρίδες.
Δεν χρειάστηκε τον ξύλινο παλιό χάρακα
το μυαλό της κινούνταν σε ευθείες γραμμές.
Ο λόγος σαφής.
Το υπαγόρευσε η γιαγιά της
που με τα κουρέλια έφτιαχνε περίφημα
στρωσίδια, κι ήθελε μια στρώση πάνω στη
ζωή της.
Δεν λυπήθηκε ούτε το κόκκινο φουστάνι
του παρελθόντος Απρίλη.
Γέμισε ο οίκος της με φιδίσιες λωρίδες.
Δεν είχε όμως βελόνες πλεξίματος
τόσες μετακομίσεις χάθηκαν.
Και τώρα;
Τα δάχτυλά της, ναι!
Τα κοίταξε, πικρό χαμόγελο,
αν τα απόκοπτε ίσως να δημιουργούσε
το εργόχειρο της άρνησης.
Άρνηση, προαποφασισμένη πορεία νοσταλγίας.
Ήταν πλέον σίγουρη θα ύφαινε
το στρωσίδι της καρδιάς
Βλέπεις ήθελε μια στρώση πάνω στη ζωή της….
Στους πόλους το κρύο είναι δυσβάστακτο
κι όταν τα χέρια σου είναι κομμένα
δεν μπορείς να χουχουλίσεις
την πίκρα σου

Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

συμπέρασμα

Όταν άνοιξε τη μπιζουτιέρα ανάμεσα στα
απολιθωμένα έντομα – κοσμήματα ανακάλυψε
μια χτένα γεμάτη λευκά και μαύρα αποχτενίδια.
Επέτεινε τη προσοχή της, θεώρησε πως λάθεψε,
ίσως να μην ήταν αποχτενίδια….
σαν κινέζικοι μεταξωτοί ιστοί έμοιαζαν.
Το μπαστούνι της γριάς αράχνης αναδιφούσε
αμφίσημα οράματα,
ίσως τελικά να ήταν μαύρα κουβάρια αχινών
πασπαλισμένα με το αλάτι των κορυφών.
Τα αγκάθια ξέρεις αποθηκεύουν κι αφορμίζουν
τα χέρια των αδαών φιλοτελιστών.
Μεγάλη τιμή δεν νομίζεις, να τους αποδίδουν
το τίτλο του συλλέκτη!
Συλλέκτες παντού, μανιώδεις συλλέκτες…
σπάνιων αγριοβατόμουρων
και ταγοί σπαραγγιών σε ακτινωτή διάταξη.
Βρίθουν οι επώνυμοι, πρόσεχε.
Υποθέσεις, αντιφάσεις πως τόσο εύκολα
ξεγελάστηκες από το πανίσχυρο αν;
Αποχτενίδια ήταν δίχως άλλο, υπάρχουν
και πειστήρια.
Μια μαύρη ψείρα με ελαττωματικό στόμα
που έφτυνε βλαστήμιες καθώς έχανε το
ασφαλές κουκούλι της μπιζουτιέρας.
Είχε βάλει στόχο να ξυπνήσει τους
απολιθωμένους της φίλους.
Μεγαλόπνοο το σχέδιο, εκ προοιμίου
χάθηκε η λέξη : αν…

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

η στιγματισμένη

Η μάνα σου το είπε πως όταν γεννήθηκες είχες
τυπωμένο στο κόρφο σου ένα περιστέρι με μοβ
φτερά και χάλκινο ράμφος που με το χρόνο
ξεθώριασε, δεν άφησε σημάδι.
Δεν την πίστεψες
Δεν υπάρχουν περιστέρια με χάλκινα ράμφη.
Ο κόρφος σου λευκός, αλώβητος!
Τατουάζ φτιάχνουν μόνο οι όρνιθες στον
ουρανό κάθε απόγευμα Παρασκευής
Η μάνα σου επέμενε, χρόνια ολόκληρα..
Όταν διάβηκαν οι ξύλινες αμαξοστοιχίες
διαπίστωσες πόσο δίκιο είχε.
Της χάρισες ένα χαρτί με σφηνοειδή γραφή
και το φόρεμα που ντύθηκες ήταν μοβ
με χάλκινες ραφές
Δεν αμφέβαλες πια διόλου
Η μάνα σου το ήξερε γι αυτό κρατούσε κλειδωμένα
στη ξύλινη βιτρίνα τα μαθητικά σου τετράδια.
Την σφηνοειδή γραφή στη δίδαξε το σώμα σου,
το αίμα σου από παλαιόθεν.

Κυριακή 4 Μαΐου 2008

φυσιοδίφης

Όταν βγήκε στο ξέφωτο
κάτω από την αγριοκαστανιά
με τις ογκώδεις ρίζες
και την εγκαστρίμυθη βεντάλια
των φυλλωμάτων, κοντοστάθηκε
Ψίθυροι – χρησμοί έδωσαν το στίγμα
Εκεί στη μικρή τάφρο
πλάι στο κοίλωμα
των ελικοειδών μυρμηγκιών
ο θησαυρός υπέρβαινε την
απρέπεια της κλεισμένης φτερούγας
Δυο αυγά γερακιού
με την σφραγίδα του Νότου
Η εκκόλαψη και το σκληρό
κέλυφος
επαυξημένο κύτταρο.
Δυο αυγά γερακιού
Τα πέρασε στη μασχάλη του
Ποτέ έως τώρα δεν είχε
αναθρέψει γερακόπουλα.
Η γερακίνα είπαν
πως τα απαρνήθηκε.
Μόλις χτες το απόγευμα
έβγαζε εισιτήριο με τη πρώτη
πτήση
για το νησί των εφήμερων οφθαλμών

Σάββατο 3 Μαΐου 2008

επαίτης

Η ομογάλακτη λύπη έστρωσε
πάνω στο κορμί της
ένα λινό σεντόνι πάνλευκο
με τέσσερις οργιές ριζοβελονιά.
Το σεντόνι δροσερό, ελαφρύ
παρότι χώλαινε λίγο από το ένα πόδι,
ελλειπτικό
Ίσως με το κομμάτι αυτό να έδεσε
ο μαρμαράς πρόχειρα τη πληγή του
Χώλαινε ελαφρά και το κορμί της
Η ανάγκη προέχει σκέφτηκε
πόθος αρχαίος
Αυτές όμως τις τέσσερις
οργιές ριζοβελονιά που
κέντησαν το κορμί της,
πώς θα τις αναθρέψει ;
Τέσσερα οξύφωνα στόματα
ινών….πολλάκις επαιτούν

Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

o ζωγράφος

Έκοψε τρία κλαδιά λυγαριάς
τα έπλασε με τα χέρια της
φιδοειδές σχήμα.
Τρία κλαδιά λυγαριάς
αποκρούουν το θάνατο.
Κουλουριασμένα στο ταπεινό
υπόγειο φυλάττουν τα μικρά
φωτισμένα τετραγωνάκια
με τις ασύμμετρες ελπίδες.
Μόνο με τρία κλαδιά λυγαριάς
ένα κόκκινο φιλί
μια ακρίδα χλωμή
κι ένα τσαλαπατημένο
υπερώριμο ρόδο
Έτρεξε στο αμπέλι
να τρυγήσει μια ογκώδη χαρά
Τρία κλαδιά λυγαριάς
φιδοειδές το σχήμα
αναρριχώμενα φυτά
μεθυσμένες φράουλες.
Τέλειος ο πίνακας
απόρησε πως τα κατάφερε
τόσο καλά ο ζωγράφος.

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

εαρινοί ερωτευμένοι

Είπες πως δεν αγαπούσες την άνοιξη
πως από πάντα σε στένευε το ρίζωμα της αγριάδας
και το ξεπέταγμα του χαμομηλιού αποδομούσε
το ανατένισμα των χαρταετών της σκέψης σου
Συμφωνώ
Ακόμα είπες πως η άνοιξη είναι μια παιδούλα
με κόκκινα ερωτικά ξυλοπάπουτσα
που σαν περπατά λαβώνει την ακοή σου
και αφανίζει τις μελωδίες
που χρόνους ολόκληρους έχεις με κόπο συνθέσει
και τους μικρούς σου έρωτες αφοπλίζει
Σε καταλαβαίνω
Ο ήχος των ξυλοπάπουτσων ταλαιπωρεί
και το δικό μου κορμί
Και κάτι άλλο
Η άνοιξη ποτέ δεν φόρεσε γαλάζια χάντρα
παρά τις προτροπές σου
κι εσύ την φοβόσουν πολύ τη βασκανία
Έχασες και το χαρτί με τα ξόρκια
σε ένα ταξίδι πάνω στη φρέσκια χλόη
τότε που πρασίνιζαν τα γόνατά σου
η πλάτη σου, το μέτωπό σου…
Τότε που έπαιρνες τα χωνάκια της αγριάδας
και σφύριζες στο αυτί της μέλισσας απεγνωσμένα
Έχεις δίκιο...
είναι σκληρή η άνοιξη έχει μαστίγια
που διαρκώς αναφύονται από τη γη της
Αυτά τα μαστίγια εγώ κατεξοχήν φοβάμαι
βλέπεις τις πληγές μου
Έχουν μείνει από αιώνες αθεράπευτες
και το εφημερεύον φαρμακείο με το πράσινο γλόμπο
έμεινε κλειστό λόγω πτώχευσης
Αλίμονο στους εαρινούς ερωτευμένους
δεν θα ανακάμψουν ποτέ
Τα εαρινά μαστίγια θα αποβούν
μοιραίες θηλιές στην πάλλουσα καρωτίδα τους.
Η άνοιξη αγαπά τα άγουρα,
αμούστακα αγόρια
Δεν δίνει δεκάρα τσακιστή
στους σαραντάχρονους
αμάλλιαγους εφήβους.

Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

κίτρινη αναπόληση

Γύρεψα κάποια απογεύματα για να κρυφτώ
κίτρινα απογεύματα με τη χλόη να σκίζει τα φρύδια
άλλοτε μου δόθηκαν, άλλοτε πάλι ήταν φειδωλά μαζί μου..
3 μ.μ, 4 μ.μ, ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τους
αριθμούς και το χρόνο, ζητούσα αυτούσιο το απόγευμα
με τις ρυτίδες της μάνας να σκιάζουν τον ήλιο
με τη φρέσκια κόκκινη σαπουνισμένη ντομάτα
που δεν την καταδέχτηκα.. γιατί όμως;
Πάντα με πλήγωναν τα απογεύματα, μου στερούσαν
τη λυγεράδα της κορμοστασιάς, το νόστο
του απαγορευμένου πόνου
Ικέτης πιστός τα αποζητούσα, ίσως γιατί οι νεκροί μου
πάντα αυτήν την ώρα με επισκέπτονταν
κι εγώ αδύναμη επέστρεφα σε παιδικές μνήμες
να περιεργαστώ τα νύχια, τα φτερά, τη κρυφή ματιά
ενός ύπουλου τζιτζικιού.
Γύρευα κάποια απογεύματα να τα ιστορίσω,
η ιστορία όμως ήταν βουβή, ο μύθος, η αρπαγή της
στιγμής άνοιγαν διάπλατα τα παράθυρα και με
τύλιγαν με το πικρό μαντήλι της χήρας γης.
Αυτά τα απογεύματα στερήθηκα όταν η μπουγάδα
στέγνωνε ανέμελη χωρίς εμένα

Τρίτη 29 Απριλίου 2008

το δαχτυλίδι

Σήμερα άνοιξα ένα κουτάκι, είχε μέσα ένα δαχτυλίδι
ήταν από τα αρραβωνιάσματα της γιαγιάς μου
το είχε φυλάξει η μάνα μου σε μια τρύπια τσέπη
άλλωστε γι αυτό έπεσε στα χέρια μου..
Μικρό κουτάκι δερματόδετο στο σκληρό χρώμα του καφέ.
Γέμισε η παλάμη μου με μυρωδιά σανταλόξυλου
ήταν το άρωμα που είχε πάντα η μητέρα στο δέρμα της
Δικό της άρωμα
Το δαχτυλίδι ερωτικό με μια χάντρα στη μέση
στο σχήμα της καρδιάς και με απροσδιόριστο χρώμα
κάτι σαν το μάτι της τίγρης.
Έλιωνε το σκοτάδι, πόσες αχτίνες ήλιου είχε
απορροφήσει, φορώντας το η γιαγιά μου στον αντίχειρά της
Αχτίνες ήλιου, φεγγαριού δέσμες, λάμψεις λυχναριού
και κυρίως κρυφές αστραφτερές ματιές πρώιμων εφήβων..
Έλιωνε το σκοτάδι, φοβήθηκα τόσο το φως
Είναι μεγάλο φορτίο, υπερφορτώνει τα νήματα της ζωής
αυτοκαταστροφικό και μάλιστα όταν δεν έχεις τίποτα
να ομολογήσεις..
Έκρυψα το δαχτυλίδι και το κουτάκι σε μια παλιά
υφασμάτινη βαλίτσα, άδικος κόπος!
Το σπίτι μου μια μεγάλη πυγολαμπίδα στο έλεος
παμφάγων ερπετών
Γονάτισα κι άναψα φωτιά μεγάλη, μήπως κι ο καπνός της
δώσει σινιάλο στους διασώστες μου
Υπάρχουν;

Τρίτη 22 Απριλίου 2008

οι μάσκες των ποιητών

Από μικρή είχε ένα τάλαντο στην χειροτεχνία
Έφτιαχνε με απλά υλικά: παλιές εφημερίδες, μπαλόνια
και κόλλα με τη τεχνική του παπιέ μασέ, μάσκες.
Είχε αναρίθμητες μάσκες στο σπίτι, πολύχρωμες,
μαύρες, λευκές, διαφανείς
Ανθρώπων γελαστών, κλόουν θλιμμένων,
μάσκες βενετικές με φτερά πολύχρωμα που
σκονίζονταν κι άλλαζαν αποχρώσεις…
Περηφανευόταν για τα δημιουργήματά της
τα έδειχνε στους φίλους της
και κάποτε-κάποτε τις φωτογράφιζε στο στόμιο
του πηγαδιού που είχε στον κήπο της.
Μια τοιχογραφία από μάσκες πολύχρωμες
σε συστάδες πάνω στους τοίχους!
Το άλλο πού το πας; της πρόσφεραν οικονομικά οφέλη.
Οι τοίχοι της δεν χρειάζονταν επιχρωματώσεις πλαστικού,
ούτε να καλλωπίσει τα τζάμια με κουρτίνες,
ούτε να πάρει παλιές εφημερίδες,
να πλύνει τα τζάμια για να λάμπουν.
Ήταν το απόλυτο βασίλειο της μάσκας το σπίτι της.
Κάθε βράδυ πριν πέσει για ύπνο γονάτιζε μπροστά τους
ύστερα τις χάιδευε μία-μία με τη φτέρνα της.
Μάλιστα τις είχε όλες ονοματίσει
ονόματα παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα
ονόματα που είχαν απορυθμίσει τον σκληρό πυρήνα
των κυττάρων της.
Είκοσι ολόκληρα χρόνια ούτε στιγμή δεν τις είχε αποχωριστεί
ήταν οι μοναδικοί της συγκάτοικοι, ξέρεις η συνήθεια πάντα
κλείνει μια βιαιότητα.
Σήμερα όμως έπρεπε να βγει από το σπίτι,
υποχρεώσεις που δεν είχε προβλέψει θα την κρατούσαν για λίγο μακριά.
Σαν έφτασε η ώρα του αποχαιρετισμού στάθηκε μπροστά τους
γονάτισε, ζήτησε συγνώμη.
Οι μάσκες ακίνητες σαν να μην άκουγαν, σαν να μην έβλεπαν.
Το τρένο όμως θα έφευγε, κι ήταν το τελευταίο…
Δεν μπορούσε να τ’ αναβάλλει, το ταξίδι ήταν πολύ σημαντικό.
Λίγο πριν βάλει το κλειδί στην πόρτα, ένα πράσινο φτερό
παπαγάλου την εμπόδισε να μιλήσει.
Ξέρεις, τα τελευταία λόγια μετρούν, είναι αυτά που υπαγορεύουν οι θεοί
Οι μάσκες όμως είχαν εναντιωθεί, πήραν τη φωνή της, έμεινε βουβή.
Πειθήνια ακολούθησε το δικό τους δρόμο, μήπως
θα έπρεπε ν’ ακολουθήσει και τη δική τους στάση;
Οι μάσκες λοιδορούν τα κομπολόγια των εκλιπόντων ποιητών
Το ήξερε... πώς λάθεψε;

Τετάρτη 16 Απριλίου 2008

μαρτυρία

Τελικά δεν είχες τίποτα να μαρτυρήσεις στη μάνα
του Ιούδα μόνο κάποιες γνωστές λέξεις πήρες να
ψελλίζεις : φιλί, προδοσία, αργύρια….30, 40, 50, 75
δεν ήξερες πόσα….
Άρχισες να αριθμείς σιωπηλά, όταν έφτασες στο 2008
παραιτήθηκες ελλείψει ακροατηρίου.
2008, μήπως αυτή ήταν η μαρτυρία;
«2008 ξεφωνίζοντες αριθμοί στο αυτί του κωφάλαλου
λέοντα » κροτάλισαν οι λέξεις, τρίγμοι και βουερές σιωπές..
Έσφιξες το πουγκί σου και απέδρασες, ριπές σε πολιορκούσαν
φτάνοντας στα σύνορα μάζεψες τις τρύπιες πεντάρες
των πλούσιων αρχόντων και το αγαλματίδιο του νεογνού
με τα κόκκινα μάτια.
Ήταν το ακλόνητο προανακριτικό σου υλικό
Δεν ήσουν πλέον αιχμάλωτος της χνούδινης παλάμης.Ήξερες

Τρίτη 15 Απριλίου 2008

η εκδίκηση της θράκας

Αναπαμένη η θράκα σε εκδικούνταν, έριξες ένα λιόφυλλο
ένα πράσινο μάτι έλαμψε, δεν αγαπούσες το πράσινο
ούτε τις κόκκινες φλόγες μόνο τη στάχτη αγαπούσες
συμφιλιώνονταν με τη γκρίζα απόχρωση της ζωής σου.
Η θράκα είναι κόκκινη, η στάχτη είναι γκρίζα
την αγαπούσες, την αγαπούσες φριχτά, δεν ήθελες
να τη προδώσεις…
Πήρες νερό, το ανακάτεψες με τη στάχτη ήθελες να
βγάλεις το δικό σου μείγμα για να λουστείς.
Δούλεψες το μείγμα με τα χέρια σου ως τον αγκώνα
έφτανε ο πόνος, τον αγαπούσες….
Έκλαψες λίγο αλλά δεν πειράζει
Ήρθες να ντύνεις το σώμα σου με την γκρίζα στάχτη
έγινες ένα σύννεφο και χαμογέλασες!
Την ζωή σου την είχες τάξει στον ουρανό έγινες
σύννεφο δικαιώθηκες:
«Ποιος δίνει σημασία στα ασήμαντα;»

Παρασκευή 4 Απριλίου 2008

Διαύγεια

Είχε μια διαύγεια το πρόσωπό σου όχι τη διαύγεια του κρύσταλλου ή ενός γυαλιού στην αντανάκλαση της ώριμης σελήνης παρά μόνο τη διαύγεια από κρουστό χαλάζι.
Βγήκες στο δρόμο μέσα στο κρύο παγωμένο έρεβος σιωπηλά σε κοίταξα πίσω από τη κουρτίνα γράφοντας απεγνωσμένα το όνομά σου πάνω στο πάγο και ξάφνου μεγάλοι κρύσταλλοι
όμοια γλυπτά ξεφύτρωσαν από το πάτωμα
Μετέωρη βρέθηκα μέσα σε μια πελώρια σπηλιά με μάτια αίλουρου να ατενίζω τη σκληρή λευκότητα.
Θέλησα να ξεφωνίσω κι ένα αλλόκοτο ουρλιαχτό αντιλάλησε
στο βάθος.
Έκλεισα βίαια το στόμα μασώντας ακατάπαυστα πάγο και
ασήμι.
Με φτερά από κρύσταλλα μουσικά κροταλίζοντας
βρέθηκες κοντά μου, στη χούφτα ευλαβικά κάτι κρατούσες:
«Σου έφερα τα δάκρυά μου χαλάζι της νύχτας για να λουστείς»
είπες…
Ξύπνησα κι ένα καταρράκτη από χαλάζι είχα στα μαλλιά μου.
Έγειρα πάνω στο σώμα σου και γοργά αντήχησαν του ελαφιού
οι δρόμοι

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

Ένα απλό ερώτημα

Ξέρεις εχτές το βράδυ πήγα και διάβασα το παγωμένο δάκρυ
του σαλιγκαριού μια απορία παιδική αθώα με έφερε εδώ
απλή απορία:
«Γιατί τα σαλιγκάρια να κλαιν σαν περπατούν;»
Μια προτροπή ερώτημα Θεού
Έμεινα άφωνη κυριευμένη με τύψεις, τι να απαντούσα πώς να
μικρύνω την αθωότητα
Τα σαλιγκάρια είναι οι βλαστοί της ψυχής μας που έρπουν σαν
κισσοί, πώς να το πω όμως;
Ξέρεις εχτές το βράδυ σούρουπο ήταν ιχνηλάτησα την πυώδη
πηγή του κόσμου, δάκρυ και πύον και κρούστες διαφανείς να
τέμνουν μοιραίες πορείες ,έφυγα τρέχοντας η αργή πορεία
πολιορκούσε τον ήχο των λέξεων!
Ιέρεια ταγμένη στο κοιμητήριο με τους διάτρητους κοχλίες
πένθησα την ηλικία των δακρύων κι αφιερώθηκα….

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008

Τιμωρός

Στη βάση του κάδου δίπλα στα στοιβαγμένα τελάρα
του οπωροπωλείου βρήκε μια παιδική κούκλα.
Την πήρε στα χέρια της, την περιεργάστηκε, το ένα
μάτι της θεόρατο, καταγάλανο να διυλίζει το ύψος
των ορφανεμένων κορφών.
Το άλλο - κυκλώπειο άλγος – χάσκων πιθάρι εύηχο.
Φοβήθηκε το κενό, βιάστηκε όπως – όπως να το καλύψει
με το σάλι της.
Αίφνης αφουγκράστηκε....
πως στο αριστερό μέρος του κρανίου της κούκλας
ένας ζωντανός εγκέφαλος καραδοκούσε με τους νευρώνες
εν εκτινάξει να πλήξει τους ενόχους των σπηλαίων
Έκανε να φύγει τρομαγμένη δεν πρόλαβε, ένας υπόκωφος
κρότος την έριξε στην άσφαλτο
Τα κατακρεουργημένα της δάχτυλα είχαν καλύψει πλήρως
τον άδεια κόγχη
Αποκαμωμένη γρυλίζοντας σαν το κυνηγημένο ζώο
πήρε να γλύφει τις πληγές της
«Σε τιμώρησα , είστε ένοχοι, εσείς αποσπάσατε τον
βολβό μου και τώρα δικαιώθηκα.
Απ` τα δάχτυλά σου θα φυτρώσουν κόκκινες και μαύρες
τουλίπες, ξέρεις άλλωστε πόσο πολύ λατρεύουν οι κούκλες τα
χρώματα.
Με δέκα πάλλοντα στημόνια θα υφάνω το θαύμα του νέου κόσμου
Ευχαριστώ»