Στη βάση του κάδου δίπλα στα στοιβαγμένα τελάρα
του οπωροπωλείου βρήκε μια παιδική κούκλα.
Την πήρε στα χέρια της, την περιεργάστηκε, το ένα
μάτι της θεόρατο, καταγάλανο να διυλίζει το ύψος
των ορφανεμένων κορφών.
Το άλλο - κυκλώπειο άλγος – χάσκων πιθάρι εύηχο.
Φοβήθηκε το κενό, βιάστηκε όπως – όπως να το καλύψει
με το σάλι της.
Αίφνης αφουγκράστηκε....
πως στο αριστερό μέρος του κρανίου της κούκλας
ένας ζωντανός εγκέφαλος καραδοκούσε με τους νευρώνες
εν εκτινάξει να πλήξει τους ενόχους των σπηλαίων
Έκανε να φύγει τρομαγμένη δεν πρόλαβε, ένας υπόκωφος
κρότος την έριξε στην άσφαλτο
Τα κατακρεουργημένα της δάχτυλα είχαν καλύψει πλήρως
τον άδεια κόγχη
Αποκαμωμένη γρυλίζοντας σαν το κυνηγημένο ζώο
πήρε να γλύφει τις πληγές της
«Σε τιμώρησα , είστε ένοχοι, εσείς αποσπάσατε τον
βολβό μου και τώρα δικαιώθηκα.
Απ` τα δάχτυλά σου θα φυτρώσουν κόκκινες και μαύρες
τουλίπες, ξέρεις άλλωστε πόσο πολύ λατρεύουν οι κούκλες τα
χρώματα.
Με δέκα πάλλοντα στημόνια θα υφάνω το θαύμα του νέου κόσμου
Ευχαριστώ»
ωραία
ΑπάντησηΔιαγραφή