Είχαν κοπάσει οι άνεμοι. Το δροσερό μελτεμάκι που μέχρι χτες φυσούσε, κούρνιασε στην επιφάνεια της θάλασσας. Τα ήρεμα καταγάλανα νερά της φιλούσαν τις καρίνες των πλοίων, χάιδευαν τα παιχνιδιάρικα δελφίνια, κι αγκάλιαζαν τα σώματα των πρώτων κολυμβητών. Πυρακτωμένη μπάλα ο ήλιος μπαινόβγαινε μέσα στα αχνά συννεφάκια που έμοιαζαν σαν λευκά ομπρελίνα και σαν κοπάδι αγριόκυκνων που βάδιζαν καμαρωτά στον γαλάζιο μανδύα.
Φαλτσέτα κρατά
συνοδοί τα τζιτζίκια-
άχραντο θέρος.
Ήταν το πρώτο της μπάνιο για φέτος. Όμορφη, ξανθομαλλούσα πέταξε το λινό της φόρεμα και χωρίς πολλές σκέψεις βούτηξε στα κρύα νερά που δεν είχαν προλάβει να ακόμα θερμανθούν. Παρέα της δυο ζευγάρια γλαρόπουλα που χόρευαν πάνω απ' τα βραχάκια που σμίλευσε ο χρόνος κι αλλοίωσε το αλάτι. Ερωτικούς έκαναν κύκλους κι ύστερα αμολιόνταν στα νερά για να δροσίσουν τα λευκά τους φτερά.
Πάνω στον βράχο
έσκαψε η θάλασσα-
γούβες αλατιού.
Δροσερή και με σφιγμένους τους μυς βγήκε στην ακτή. Ομπρέλα της ένα μικρό αρμυρίκι που θα την προφύλαγε απ' τα ζεστά δεμάτια του ήλιου που θεριστές δεν τα άγγιξαν ποτέ. Κοίταξε το μεγάλο κοχύλι που είχε βρει στον γεμάτο ψάρια βυθό. Το έφερε στο αυτί της για να ακούσει τους παφλασμούς των κυμάτων και τις διηγήσεις των πνιγμένων ναυτικών. Σηκώθηκε να φύγει, τώρα στην υγρή της κάμαρα θα είχε για συντροφιά τις πανάρχαιες ιστορίες της θάλασσας.
Πέφτει η νύχτα
ακούραστοι οι γρύλοι-
κουρδίζουν βιολιά.