Έγειρες στο χώμα και κοιμήθηκες.
Υγρό χώμα, με κακοτράχαλο κρανίο.
Μόλις είχε βρέξει.
Δυνατή βροχή, απρόβλεπτη.
Δεν φοβήθηκες τη λάσπη κι εκείνα το καρφάκια
της βροχής σιωπηρά τα αγνόησες.
Δίπλα σου περιπατητές με πολύχρωμες ομπρέλες,
σκισμένα αδιάβροχα και τσόχινα γάντια,
σε προσπερνούσαν χωρίς να σε δουν,
(κάποιοι μάλιστα κινδύνεψαν να σε πατήσουν)
Μακάριος ύπνος.
Ρίζες έβγαλαν τα χέρια σου
και τα μαλλιά σου γέμισαν γκριζογάλανες πεταλούδες
Κι εγώ λευκή αλκυόνα,
εμμονικά ψηλάφιζα το σφυγμό σου,
καθώς μια ζωή στους δρόμους σου πορεύτηκα
και στη σκιά των βλεφάρων σου είδα να ξεψυχούν λευκές οι νύχτες.
Έγειρες στο χώμα και κοιμήθηκες.
Χωρίς ένα στιλέτο στο χέρι,
χωρίς μια κραυγή στα μελανά σου χείλη.
Δεν άλλαξες πλευρό ούτε στιγμή.
Δεν σε ενοχλούσε ο βουερός κυκλώνας,
αγκίστρια είχες στην καρδιά μπηγμένα.
Στο άγνωστο βυθιζόσουν
κι εγώ φάρους σχεδίαζα στο κορμί σου.
Αχνογελούσες και ταξίδευες.
Πάντα ταξίδευες.
Κάθε μέρα κατακτούσες κι από μία άλλη πόλη.
Μεγαλουργούσες όπως μεγαλουργούν τα δέντρα το καλοκαίρι,
με τα χιλιάδες τζιτζίκια να το επιβεβαιώνουν.
Πλάι σου δυο βότσαλα αρμυρά.
Πόσο θα ήθελα πάνω τους να ζωγραφίσω:
έναν αρχαίο ξίφος, έναν κύκνο, μια γραμμή ονείρων
ή έστω ένα αγριοκυκλάμινο
από δύσβατο μονοπάτι πλάι στη θάλασσα.
Μακάρι να είχα χρώματα, διάθεση κι αντοχή.
Πονάει το πινέλο όπως πονάει το καμτσίκι
στα πλευρά του γέρικου αλόγου.
Γλιστρούν τα χρώματα και χάνονται,
αν δεν τα φυλάξει η μνήμη στις πάνινες τσέπες της.
Δεν σε ξύπνησα, δεν σου είπα τραγούδια.
Απλά σε απόθεσα στη γη γαληνεμένο.
Μου έφτανε πως ήσουν κοντά μου
και πως αξημέρωτα θα ξανοιγόσουν
στα αρχαία κτίσματα της πόλης ίδιος λευκός καβαλάρης.