Αφιερωμένο στην Αλίκη Πέικου
Παίρνω τις μεταξωτές κουρτίνες και
τις σκίζω με τα νύχια μου.
Γαμψά έχω νύχια γυπαετού αφρόντιστα
κι επιτίθεμαι σε ό,τι βρω μπροστά μου.
Μικρά κουρελάκια στα πόδια μου, τεράστιο
έχω μένος κι οργή και πως να σταματήσω δεν
ξέρω, ο εαυτός μου ένας μοναχικός λύκος
που σε νέες εκτινάξεις όλο πιο αγριωπές
με πηγαίνει.
Το σπίτι της ψυχής μου καλοσυντηρημένο,
τραβώ τα παντζούρια, στο ημίφως γράφω
στίχους και διαρκώς πλέκω εκείνη την
βαμβακερή κουβέρτα που σου άρεσε.
Μισοτελειωμένη την είχα από τα χρόνια
που έφυγες.
Πονούν οι καρποί μου μα δεν την αφήνω.
Πετσετάκι πετσετάκι την συναρμολογώ.
Τεράστια έχει γίνει, φτάνει να σκεπάσει
το σπίτι απ' άκρη σε άκρη.
Τα νήματα δεν τελειώνουν πολλά μου
είχες αγορασμένα στο παζάρι, κούκλες
τις έλεγες κι εγώ γελούσα σαν παιδί.
Μακριά τις έκρυψα από τον ήλιο να μην
τις κιτρινίσει και τις φθάρει.
Το λευκό τους με παιδεύει, πώς να συνηθίσεις
τόση λευκότητα μαζεμένη;
Τους άγριους μου θυμίζουν κρίνους που
φύονταν στο πατρικό μου.
Δεν είναι αθώα η ψυχή μου, πολλά μάζεψε
μαράζια που στο τέλος έγιναν αμφορείς
μίσους.
Αβάσταχτο να σε αγαπώ καλέ μου.
Λινά φορώ ρούχα χειμώνα καλοκαίρι.
Δεν κρυώνω, δεν ζεσταίνομαι, το
διαχειρίζομαι.
Φορέματα μακριά ως τα νύχια με ντύνουν.
Αυτά απαιτεί η ψυχή ανάλαφρη για να πετά.
Λευκά κι αυτά όπως τα νήματα λερώνονται
εύκολα και με πηγαδίσιο τα πλένω νερό.
Το σπίτι της ψυχής μου καλοσυντηρημένο,
τραβώ τα παντζούρια, στο ημίφως γράφω
στίχους και διαρκώς πλέκω εκείνη την
βαμβακερή κουβέρτα που σου άρεσε.
Μισοτελειωμένη την είχα από τα χρόνια
που έφυγες.
Πονούν οι καρποί μου μα δεν την αφήνω.
Πετσετάκι πετσετάκι την συναρμολογώ.
Τεράστια έχει γίνει, φτάνει να σκεπάσει
το σπίτι απ' άκρη σε άκρη.
Τα νήματα δεν τελειώνουν πολλά μου
είχες αγορασμένα στο παζάρι, κούκλες
τις έλεγες κι εγώ γελούσα σαν παιδί.
Μακριά τις έκρυψα από τον ήλιο να μην
τις κιτρινίσει και τις φθάρει.
Το λευκό τους με παιδεύει, πώς να συνηθίσεις
τόση λευκότητα μαζεμένη;
Τους άγριους μου θυμίζουν κρίνους που
φύονταν στο πατρικό μου.
Δεν είναι αθώα η ψυχή μου, πολλά μάζεψε
μαράζια που στο τέλος έγιναν αμφορείς
μίσους.
Αβάσταχτο να σε αγαπώ καλέ μου.
Λινά φορώ ρούχα χειμώνα καλοκαίρι.
Δεν κρυώνω, δεν ζεσταίνομαι, το
διαχειρίζομαι.
Φορέματα μακριά ως τα νύχια με ντύνουν.
Αυτά απαιτεί η ψυχή ανάλαφρη για να πετά.
Λευκά κι αυτά όπως τα νήματα λερώνονται
εύκολα και με πηγαδίσιο τα πλένω νερό.
Δεν γαριάζουν, αλυσίδα τους βάζω παρμένη
από τη θράκα της ψυχής.
Με ολόλευκα φτερά μοιάζουν σαν μ' εκείνα
του πουλιού με τη λαλιά στα δημώδη ποιήματα.
από τη θράκα της ψυχής.
Με ολόλευκα φτερά μοιάζουν σαν μ' εκείνα
του πουλιού με τη λαλιά στα δημώδη ποιήματα.
Συναγερμούς εσύ είχες τοποθετήσει στο
έμπα της ψυχής κανείς άλλος να μην την
κατακτήσει.
Ξεχνώ τους κωδικούς κι ανελεύθερη μένω
να κοιτάζω το πορτρέτο σου που σε μια
μας έξοδο μια υπαίθρια ζωγράφος σου
είχε φτιάξει, πόσο το πέτυχε!
Έλα μόνο εσύ γνωρίζεις τον κωδικό για να
μου ανοίξεις λιγοστεύει το οξυγόνο,
κουτσαίνουν τα πόδια από την ακινησία,
τα χέρια πονούν και τα μάτια περιορισμένα
όπως είναι δεν βλέπουν.
Απελπίζομαι να δοκιμάζω νέους αριθμούς
και συνδυασμούς, η πόρτα δεν ανοίγει.
Πρέπει να βγω έξω μαζί σου επειγόντως.
Οι αμφορείς γεμίζουν ολοένα, δεν έχω χώρο
να αγαπήσω τον κόσμο.
Απέναντι μένει ένα παιδί που ολοένα μου
ζητά να παίξω μαζί του είναι πολύ καλός
σέντερ φορ.
Έλα για εκείνο τουλάχιστον είναι μόνο
σαν εμένα κι άλλους μπαλαδόρους δεν
έμπα της ψυχής κανείς άλλος να μην την
κατακτήσει.
Ξεχνώ τους κωδικούς κι ανελεύθερη μένω
να κοιτάζω το πορτρέτο σου που σε μια
μας έξοδο μια υπαίθρια ζωγράφος σου
είχε φτιάξει, πόσο το πέτυχε!
Έλα μόνο εσύ γνωρίζεις τον κωδικό για να
μου ανοίξεις λιγοστεύει το οξυγόνο,
κουτσαίνουν τα πόδια από την ακινησία,
τα χέρια πονούν και τα μάτια περιορισμένα
όπως είναι δεν βλέπουν.
Απελπίζομαι να δοκιμάζω νέους αριθμούς
και συνδυασμούς, η πόρτα δεν ανοίγει.
Πρέπει να βγω έξω μαζί σου επειγόντως.
Οι αμφορείς γεμίζουν ολοένα, δεν έχω χώρο
να αγαπήσω τον κόσμο.
Απέναντι μένει ένα παιδί που ολοένα μου
ζητά να παίξω μαζί του είναι πολύ καλός
σέντερ φορ.
Έλα για εκείνο τουλάχιστον είναι μόνο
σαν εμένα κι άλλους μπαλαδόρους δεν
βρίσκει να κλωτσήσουν τη μπάλα.
Βαρέθηκα κι αυτά τα λευκά ρούχα πήραν
να μοιάζουν με το πρωτόγαλα που ήπια,
να μεγαλώσω θέλω και να κοιταχτώ στους
Βαρέθηκα κι αυτά τα λευκά ρούχα πήραν
να μοιάζουν με το πρωτόγαλα που ήπια,
να μεγαλώσω θέλω και να κοιταχτώ στους
καθρέπτες των ματιών σου.