Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

Διαπραγματεύσεις

Ημισέληνος ήμουν
μα όταν έσμιξα μαζί σου
λαμπρή έγινα πανσέληνος
και φιγουράρω μπροστά
στους καθρέφτες των
καλλίπυγων κορασίδων.
Με μάτωσες.
Ιδού η σκοτεινή μου πληγή.
Με έθρεψες.
Κοίτα τα παχυλά μου μπράτσα.
Με πότισες.
Δέξου τα πολύχρωμα άνθη
του στέρνου μου.
Στο τέλος κι αφού πρώτα
με χόρτασες, αβασάνιστα
με έριξες σε ένα βαθύ χορταριασμένο
πηγάδι να συνομιλώ με της λήθης
το παγερό νύχι.

Χάνω τα μάτια μου, την καρδιά μου,
τα χέρια μου και το σώμα
μου όλο, ένα γλυφό νερό το περιλούζει
και το ροκανίζει.
Πώς θα βγω από εδώ;
Ποδηλάτισσα να γίνω να τριγυρνάω
πάνω στων μνημάτων την
αφειδώλευτη λευκότητα και
στων γεννήτορων μου την
αγιασμένη περφάνια.

Η τυράγνια σου με τρώει, κάνω
να αναρριχηθώ κι εσύ με των
λόγων σου τη φαρμακερή
σαΐτα όλο πιο μέσα με τραβάς.
Τις μάγισσες καλείς κοντά μου
κι αναθυμιάσεις με ζαλίζουν.
Με την λάβα των ηφαιστείων
απειλείς να με κάψεις.
Ιούδας γίνομαι πάνω στης συκής
την γαλακτερή παλάμη.
Αιωρούμαι ατελεύτητα....
Φοβάμαι, τρομάζω και να αποσχιστώ
από το κράτος σου θέλω.

Μισώ το νέο σώμα που με έντυσες,
περιφρονώ τα κοράκια
που με τριγυρίζουν.
Πεταλιά θέλω δυνατή να πατήσω
κι ολόφωτη να βγω
στα χρυσαφένια χωράφια του ήλιου
και στου ουρανού την τραχιά
επιδερμίδα ημισέληνος να ξαναγίνω
και να διαιρεθώ σαν τον κλέφτη
σε χιλιάδες κομμάτια.