στον Βαγγέλη Γιακουμάκη
Πού ήμουν εγώ
Όταν εσύ κραύγαζες με την σιωπή σου;
Ίσως ανέμελα να βάδιζα
Σε μια πλαγιά ανθισμένη
Ίσως τον κήπο μου να σκάλιζα
Επιχωματίζοντας τους κρίνους
Πού ήταν η κοινωνία
Όταν εσύ τραγουδούσες ηττημένος;
Ίσως να μέτραγε το ύψος της ευμάρειας
Σε μια αστραφτερή λαμαρίνα
Ίσως να διέλυε τις ενοχές της
Σε ένα ποτήρι αλκοόλ
Με λάιμ λέξεις καλλιέπειας
Πού ήμουν εγώ
Όταν εσύ τρεμούλιαζες στους λειμώνες;
Ίσως να έπλεκα της ματαιοδοξίας
Τις χρυσαφένιες πλεξίδες
Ίσως σε μια οθόνη να κυνηγούσα
Μιαν εφήμερη χαρά
Ευγνωμονώντας τους αριθμούς
Πού ήταν η κοινωνία
Όταν εσύ σχοινοβατούσες στον πόνο;
Ίσως να εξαργύρωνε επιταγές
Στα γκισέ της τυπικότητας
Ίσως να άναβε λαμπάδες ευλάβειας
Στης Άγιας Οικογένειας
Την τετριμμένη βίβλο
Πού ήμουν εγώ
Όταν εσύ ψηλάφιζες την βαθιά ρωγμή σου;
Ίσως αδιάφορα και πληκτικά να άδειαζα σχέδια
Στον καμβά της καθημερινότητας
Ίσως με ένα στίχο να ανέβαινα περιχαρής
Τα σκαλοπάτια της πληρότητας
Πού ήταν η κοινωνία
Όταν εσύ συνομιλούσες με τη κόψη της λάμας;
Ίσως να γιόρταζε τον θρίαμβο
Της αγαπημένης της ομάδας
Σφίγγοντας με ξιπασιά τους ιμάντες της έπαρσης
Ίσως να κυοφορούσε τα νέα της βλαστάρια
Που αέναα χωρίς αιδώ
Θα σε ξανασταυρώσουν
Αντίο άμωμε ανθέ μου!