Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

Σελίδα 152

Καπνίζοντας το δεύτερο
πρωινό μου τσιγάρο είπα 
να σε συναντήσω λίγο. 
Έψαξα και σε βρήκα. 
Άλλοτε στις θαλασσοσπηλιές
αψιμαχίες να στήνεις
με τους γλάρους
κι άλλοτε σε εκατόχρονα
σφραγισμένα πηγάδια
τους θείους βοστρύχους σου
να λούζεις. 
Δεν με κοιτούσες, 
μονάχα το βλέμμα σου
πάντα σταθερά το κάρφωνες
στις μερμηγκοφωλιές. 
Πέρα από τα ανθρώπινα και
πέρα από τα διαυγή μάτια
όλες οι επιλογές σου ως τώρα. 

Ήσουν όμορφος και από χρόνια
πολλά πλασμένος για τον
επέκεινα.
Στα χείλη μου είχα σμιλεμένα
τα τραγούδια σου. 
Γιατί σιωπάς;
Στη σκέψη μου είχαν
διπλά καρφωθεί οι ατάκες σου. 
Γιατί ξεμακραίνεις;
Φτερά στις φτέρνες μου
και σε φτάνω. 
Οι ανάσες μου δέκτες ραδιοφώνων
και σε παρακολουθώ. 
Τα χέρια μου κουπιά 
που στα υδάτινα μονοπάτια
σου με βγάζουν. 
Τι δεν βρίσκω εκεί! 
Το καπέλο σου, η εφημερίδα σου, 
το μπρελόκ σου, το σημειωματάριο σου
και εκείνο το σκαλισμένο
κουτάκι με τις ψεύτικες πέρλες. 

Άοπλη έρχομαι ως εκεί. 
Εσύ, ίδιος πάνοπλος αστακός
μέσα στα κοράλλια κρύβεσαι
και ένα πουκάμισο θαλασσί
σκεπάζει το στέρνο σου. 
Δεν με ξεγελάς. 
Άτι κάτασπρο η καρδιά μου
τους λαγόνες σου αιχμαλωτίζει. 
Αγαλματίδια σου φέρνω 
και πόρπες ασημένιες
τους θεούς να εξαγοράζεις. 
Έχουμε πολλά να πούμε
μα κυρίως πολλά να ξεχάσουμε
που σαν βελόνες διαπερνούν 
τις όποιες αιτιάσεις μας. 
Το βιβλίο που διάβαζες 
εκείνο το Σάββατο
έμεινε στην προτελευταία σελίδα
και σε περιμένει. 
Σελίδα 152,τσαλακωμένη ελαφρά.