Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Θαυματοποιός έρωτας



Θα βγω στους δρόμους τ' ουρανού απόγευμα Κυριακής
Τη θερινή ομπρέλα μου ανεμίζοντας στον νοτιά
Τα σύννεφα του δειλινού να συναντήσω
Αυτά που οι εραστές αρμαθιές -αρμαθιές παίρνουν
Και γνέθουν στου Σφεντόνη το σπήλιο κρυμμένοι
Με καρτερία να φτιάξουν ψιλοκλωστής κουβάρι
Με αυτό να υφάνουν σε δρύινους αργαλειούς
Σεντόνια λαγνείας του έρωτα τις έμπυρες φωλιές
Να βουλιάζει πάνω τους θηλυκωτά ο σπόρος της ζωής
Με ράμφη και ακρόνυχα αηδονιού να μελώνουν
Να φτερουγίζει στις πτυχές τους ο ροδομάγουλος τοξότης
Και κλεφτά της κόρης να αρπάζει και να σκίζει το μεσοφόρι
Γιατί είναι θαυματοποιός ο έρωτας μεγάλος
Και στήνει γιορτές βακχικές στης καρδιάς το ουράνιο σανίδι

Απόγευμα θα βγω με χρυσά στάχυα και πενάκι στο χέρι
Στα σύννεφα να πλεύσω με καράβι τρικάταρτο παριανό
Μου έχει περισσέψει ένα κομμάτι ονείρου απ' το αστρικό περιβόλι
Ένα καρβέλι γιορτής κεντητό απ' το χέρι της μάνας μου
Κι ένα πιατάκι ψίχουλα που τα περιστέρια δεν πρόλαβαν να φάνε
Γιατί τα σύννεφα του δειλινού ανέκαθεν ως γνωστόν
Πεινούν ομορφιά άρτο άζυμο κι έρωτα σκοτεινό
Τι κι αν τα κλείνουμε στις χρυσές κορνίζες της κάμαρας
Τι κι αν τα ξελογιάζουμε με της αλκυόνης τις αμυγδαλιές
Και σε παραθυρόφυλλα ξεφτισμένα απ' την αρμύρα τα ακουμπάμε
Τα σύννεφα εξακολουθούν να πεινούν έρωτα σκοτεινό
Αυτόν που κάποιος μάγος τον είδε με βαρκάκι να αράζει σε μιαν ξέρα
Κι απ' την γη ξάφνου φύτρωσαν του Απρίλη οι λευκές καμπανούλες

Είναι θαυματοποιός ο έρωτας και μέγας στιχοπλόκος
Ανοίγει της καρδιάς τα λεξικά παίρνει λέξεις ανάκατες
Και φτιάχνει με απέθαντο μελάνι τραγούδι αθάνατο
Μπαίνει σε καφενεία και συνομιλεί με τους φυγάδες
Της αρνησιάς την τέφρα ξεσκονίζει απ' το μανίκι τους
Γιατί είναι ζωοδότης ο έρωτας κι απ' το ποτό του ξεδιψούν οι εραστές
Ανακατεύει ροδόσταμο αίμα ερωδιού κλωνάρι μυρτιάς
Χυμούς από άγουρο καρπό και φτιάχνει φίλτρα μαγικά
Να μεγεθύνει την διάρκειά του να παίξει με τα μαύρα ματοτσίνορα
Κι όταν απ' τα σύννεφα κατέβει και στην γη έρθει γίνεται
Ακλόνητος σκοτεινός κι αμείλικτος
Αγκίστρια κρατά αντί για ρόδα
Με καρφιά σε σταυρώνει
Ανταρεύει το αίμα και την ρόγα του σταφυλιού κρουστή την κάνει
Γιατί είναι μέθυσος ο έρωτας και διονυσιακές τιμές ζητά
Ασυγκίνητος μένει αν σε δει σε μια σχεδία μεσοπέλαγα
Στους κυματισμούς να χάνεσαι
Γιατί είναι απόλυτος ο έρωτας με θηλιά θανάτου σε απειλεί
Παίρνει γύρη απ' τις ελατοκορφές την σκορπά ολούθε
Κι όποιος έναν μόνο κόκκο αγγίξει φωτοστέφανο
Στην κόμη του γίνεται κι η αθανασία το σώμα του ζηλεύει
Γιατί είναι θαυματοποιός ο έρωτας μεγάλος
Και στήνει γιορτές βακχικές στης καρδιάς το ουράνιο σανίδι

Έλαβε μέρος στο 2ο συμπόσιο ποίησης που διοργάνωσε 
η φίλη Αριστέα με υποδειγματικό τρόπο καταλαμβάνοντας 
την 2η θέση και ισοβαθμώντας με την φίλη Έλλη
Την πρωτιά κέρδισε η άστεγη καταληψίας Κλαυδία.
Διακριτό σημείο όλων των συμμετοχών ήταν η ποιότητα 
η ευρηματικότητα και το πλούσιο ύφος!



Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Ολιγόλεκτα IV (σε δυο κύκλους)



*
Σε βρήκα κρυμμένο
Πίσω από μια συστάδα βρύων
Χέρια πρασινωπά σαύρας
Σκελετός πύρινων δέντρων
Μάτια ευθύβολα του σκότους
Να με παρατηρούν!

Πίσω από τις λειχήνες ήσουν
Και κουβέντιαζες νοσταλγικά
Με το ασημένιο περίβλημα
Ενός τζιτζικιού που παιδί ακόμα
Έκλεισες -στο παιχνίδι σου απάνω
Ερμητικά μέσα σ' ένα σπιρτόκουτο!

*
Κάποια στιγμή
Σούρουπο ήταν αν δεν απατώμαι
Εμφανίστηκε στον ουρανό καταμεσής
Στεφανωμένη με φίδια κι ερπετά
Η μικρή Ευρυδίκη
Όμορφα δακρυσμένη να σε προσμένει!

Μην κοιτάξεις πίσω
Πάνω να θωρείς
Στρώσε στο αλώνι σου
Κιλίμι πλουμιστό
Κι όταν έρθει η νύχτα
Παίξε στην λύρα σου
Τον πιο εύθυμο σκοπό της καρδιάς
Όραμα ήταν και μια υπενθύμιση
Όταν εσύ την μνήμη σου βίαια απώλεσες και εχάθης!

*
Οι κροκάλες γυάλιζαν
Στον ήλιο κι έσβηναν την αρμύρα
Από τους πόρους του στήθους τους
Πήρες μία τυχαία πέτρα
Στρογγυλή λεία χωρίς τραχιές εσοχές
Αυτές που αιχμαλωτίζουν το φως και το εκτρέπουν!

Πάνω στην πέτρα είπες
Θα ζωγραφίσω ένα φεγγάρι ολόγιομο
Και δυο εφήβους
Με χάλκινους βοστρύχους
Να έρχονται οι κόρες το μεσονύκτιο
Στην παραλία τον έρωτα να ψάχνουν
Με μάτια αστραπής σαν προβολείς πλοίου
Ολόγιομο ένα φεγγάρι θα φτιάξω
Αυγουστιάτικο
Να μην σκοντάφτουν
Πάνω στα σκληρά χαλίκια οι νέοι και πονούν
Αυτοί που καρτερούν ένα ιστίο να φανεί
Και αντ' αυτού μες τη νύχτα αντικρίζουν
Τα πέλματα τους αδειανά και υπόλευκα σαν φέρετρα νηπίων!

*
Εξόκειλες αίφνης ώρα νυχτερινή
Σε άγνωστα λιμάνια
Τραβηγμένος κι αιχμάλωτος
Από οχτάπλοκα πλοκάμια εκδίκησης!

Είχες ξεχάσει ηθελημένα
Το κλεισμένο σε μπουκάλι φυσητό
Προειδοποιητικό μήνυμα
Πως η θάλασσα αμαρτάνει
Όταν οσμιστεί και γροικήσει το αίμα
Της μικρής φώκιας
Στον λιμενοβραχίονα
Της παράκτιας πόλη σου θυσιασμένο!

*
Απέκοπτες μίσχους και φυλλώματα
Χειμωνιάτικων λουλουδιών
Με δάκτυλα ψαλίδια τα νέκρωνες
Ανενδοίαστα χαμογελούσες
Αν και παιδί ακόμα
Επιτελώντας έτσι την χειρουργική σου άσκηση!

Μετά από χρόνια στην επαρχία
Στον ιδιωτικό σου χώρο
Μάζευες λογής λογής ανθογυάλια
Τα στόλιζες επιμελώς
Μόνο με αμάραντα πλαστικά άνθη
Τα αληθινά βρίσκονταν στην πρασιά
Έξω στον κήπο σου
Κι ο κηπουρός που ήξερε καλά
Τις συνήθειές σου
Με αγκαθωτό σύρμα τα περιέφραζε
Σε είχε τρακάρει
Γεναριάτικο δειλινό
Πάνω απ' τους τάφους των γονιών σου
Να σπάζεις τα μάρμαρα χίλια κομμάτια
Έχοντας για λοστό ένα μπουκέτο ολάνθιστες ανεμώνες!



Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Ολιγόλεκτα ΙΙΙ



*
Ξεκουράσου
Τώρα η γη βλασταίνει
Και το σώμα σου
Κηλίδα στο χώμα
Ψιθυρίζει έντρομο
Πως έρχεται η σπορά!

*
Ξήλωσες τις ράγες
Το τρένο που θα περάσει
Θα έχει συρμούς
Τα δυο σου χέρια!

*
Η Παναγία των ψαράδων
Ζει σ' ένα εικονοστάσι
Στην Τένεδο
Την είδα κάποιον Αύγουστο μήνα
Βουβή να ράβει τα δίχτυα
Και να δακρύζει!

*
Πως χρωμάτισε σκληρά
Η ηλικία το πρόσωπό σου
Και καμιά σταξιά δεν έσταξε
Στο νεανικό σου βλέμμα!

*
Φτερουγίσματα άκουσα
Στον ύπνο μου
Ανασήκωσα το μαξιλάρι
Κι είδα εκεί
Τα σαντάλια του Ερμή λασπωμένα
Τα φόρεσα και βάδισα
Τον δρόμο προς την θέωση!

*
Όταν σε βρήκα
Ήσουν απόκοσμος
Είχες για μάτια
Δυο φεγγάρια
Και απ' το στήθος
Κρατήρες ξεπηδούσαν
Σ' αγάπησα όμως παρότι υπήρξες
Ένας ετερόφωτος κι άνυδρος πλανήτης
Ήσουν εσύ!

*
Μυδράλια τα μάτια σου
Σημάδευαν ηλίανθους
Και του κισσού
Το ελικοειδές δίκτυο
Εραστής εσύ του Ήλιου
Ποτέ δεν αποδέχτηκες
Αντίζηλους κι ανταγωνιστές
Στον ηλιοτροπισμό σου!

*
Ακούστηκε σύρσιμο φιδιού
Έβγαλες το πουκάμισό
Να προφυλαχτείς
Ματαιοπονούσες
Ο παραδείσιος όφις
Ήταν αυτός που πρώτος
Διαχώρισε την θέση του
Απ' την αυτοκρατορία της γυμνότητας!

*
Αποσύρθηκες στο δωμάτιό σου
Να στιχουργήσεις
Δεν ήξερες πως οι στίχοι
Και τα αειθαλή όνειρα
Σκαλίζονται αρχέγονα
Στα παγωμένα παγκάκια
Των εφήμερων υποσχέσεων!

*
Χόρευες περιτριγυρισμένος
Από ειδώλια
Ξεχασμένων Θεών
Σε μια στροφή λεβέντικη
Του σώματος
Γλίστρησες κι ανασκολοπίστηκες
Πονεμένος τότε αντίκρισες
Την φύση γύρω
Σε μια παρατεταμένη στύση!

*
Μάζευες άγριες ορχιδέες
Σε μέρη απόκρημνα
Κι απάτητα
Τιμωρός εσύ της σκυτάλης
Απέκοπτες ακόμα και τους βολβούς
Να μένει η γη στεγνή
Από θησαυρίσματα
Κι εγώ λυτρωμένη παρακολούθησα
Την με καλύπτρες σταύρωση σου
Στον ζωογόνο κορμό της λατρείας!

*
Ξεκουράσου
Τώρα η γη βλασταίνει
Και το σώμα σου
Κηλίδα στο χώμα
Ψιθυρίζει έντρομο
Πως έρχεται η σπορά!




Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Ολιγόλεκτα II



*
Το σμαράγδι των ματιών σου
Είναι ρευστό
Γι αυτό δακρύζει τόσο 
Η προσωπογραφία σου!  

*
Απ' την κλειδαρότρυπα
Έμπαινε μια δέσμη φωτός
Είχες αφαιρέσει το κλειδί
Θέλοντας να αφήσεις λίγο φως
Να εισχωρεί κλεφτά στην φυλακή μου!

*
Το μεγάλο αυτό πουλί
Που κοιτάς τόσο επίμονα
Δεν είναι αργυροπελεκάνος
Είναι κόνδορας
Ήρθε από μέρη μακρινά
Κι εσύ του άλλαξες ταυτότητα
Δεν φοβήθηκες; 

*
Με το χρησιμοποιημένο μου κραγιόν
Ζωγράφισες έναν κύκλο
Στον καθρέφτη
Κι ύστερα αποσύρθηκες
Στον κοιτώνα των ξένων
Εκεί σε βρήκα κρεμασμένο! 

*

Στα οχυρά του Μαλεβού 
Έχω κρύψει γραμμένο σε πάπυρο
Ένα μυστικό
Ίσως το βρει η αργυρή σελήνη
Κι αποφασίσει μετανιωμένη
Να μην ανατείλει στο σώμα μου ξανά!

*
Αυγουστιάτικο δειλινό
Χτύπησαν οι καμπάνες
Δεν καλούσαν στη λειτουργία
Ήταν που οι θημωνιές
Άναψαν νυχτερινό πυροφάνι
Και ξεστράτισαν στο πέλαγος!

*
Στο δρόμο ψυχορραγούσε ένα σκυλί
Η γαρδένια που έμοιαζε με δέντρο
Μαράζωνε κίτρινη στο μπαλκόνι
Φόρεσες το καινούριο σου πουκάμισο
Να πας σινεμά
Έπαιζε μια ταινία εποχής
Με άμαξες και καραβάνια
Να γλιστρούν ξέπνοα στην σκόνη!

*

Η υγρασία διαπότισε τα τοιχία
Τράβηξε γραμμές οριζόντιες
Και κάθετες στην οροφή
Εκεί στήνουν τώρα το βασίλειο τους  
Γελαστά χελιδόνια
Και περήφανοι πελαργοί
Πριν αποδημήσουν φτερίζοντας 
Στους αμπελώνες των ονείρων μου!

*

Την κάμαρά σου είπες
Την φωτίζει μόνο ένα λυχνάρι 
Την περίοδο της Κατοχής 
Ένα λυχνάρι αρκούσε 
Να προδώσει τους συνδέσμους των Αγγέλων!

*
Η νύχτα έγερνε ερωτικά στο μπράτσο σου 
Της πρότεινες έναν χορό 
Βιάζονταν να φύγει 
Στου κάτω κόσμου το σαλόνι 
Αγρυπνούσαν οι φύλακες
Με τα κεχριμπαρένια κομπολόγια 
Να ακούσουν το άγγελμα των πρωινών ασμάτων
Απ' τα ραδιοκύματα του ουρανού!

*
 Αναχωρητής ήσουν
Δεν έμπαινες στο χωριό
Οι κοπέλες καρτερούσαν 
Με τα κάνιστρα στα χέρια 
Να σε κεράσουν μαύρα κεράσια 
Κι εκείνο το κόκκινο κρασί 
Την τέφρα της φυγής να απολησμονήσεις!

*
Το σμαράγδι των ματιών σου
Είναι ρευστό
Γι αυτό δακρύζει τόσο 
Η προσωπογραφία σου!  



Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Στην αγκαλιά σου πόθησα γαλήνια να μείνω



Έχει γαλήνη κι είναι άλκιμο το γυμνό σου σώμα
-Αν και εξουθενωμένο απ τη πυρά της λαγνείας
Και απ' το ατίθασο άτι της ηδονής λαχανιασμένο-
Παύει να διακοντίζεται με το αγρίμι του πάθους
Ημερεύει και μερώνει σαν ηφαίστειο νήσου ανενεργό
Έχει γαλήνης φτερωσιά και όγκου στερείται
Όταν μετά τον έρωτα κατέρχεται άυλο σχεδόν
Σαν φωνή μελωδού σε ύμνου παύση
Στους λειμώνες του μεταξιού και της μελάνης
Ικανοποιημένο και θεϊκό να αποθησαυρίσει
Σαρκώδη όνειρα -της νύχτας οξύτονους φθόγγους!

Κι εγώ μόνη στο πλάι σου ξαναμμένη χτυπώ
Οργιαστικά το χρυσό ντέφι της νύχτας
Αποσκοπώντας ενδόμυχα σαν κρυφός κυνηγός
Να αποσπάσω έστω κι ένα
Μπακιρένιο λάφυρο κι ας ειν' καρφί
Απ' του Έρωτά σου την ανισοσκελή σκαλωσιά
Απαντοχή να πλουτίσω και καρτερία να οπλιστώ στα ύψη!

Στην αγκαλιά σου πόθησα γαλήνια να μείνω
Κι ας φουρτουνιάζει πίσω απ' τις κουρτίνες μου
Ο διττός ωκεανός της αμφιβολίας
Άγκυρα να ρίξω στου στέρνου σου τον όρμο
Να πιαστώ αιχμάλωτη σαν πάνω σε ιστίο
Από τα μυώδη μπράτσα σου
Περιπλανήθηκα πολύ στην μοναξιά
Κρύωσα στους πόλους γυμνή
Εφτάψυχη έγινα κι αμαρτωλή ακροπατώντας στα πεδία της θλίψης
Σήμα κινδύνου εκπέμπω τώρα
Φωτιά ιθαγενών προσανάβω με δρυς
Λαχούρι τυχερό περνώ στον ώμο
Να σε έχω πάλι δίπλα μου έστω σαν σκιά
Και σαν οργαντίνα της γιορτής στην κάμαρά μου να διεισδύσεις
Βεντέτα να μην στήνω με της γαλήνης τα νούφαρα και τα μαραίνω!

Χτυπώ το ντέφι ξαναμμένη μην φύγεις
Χαρτωσιά τσιγγάνικη ρίχνω μην αφανιστείς
Παλάμες εξερευνώ τις χαμένες πατρίδες σου
Στην επιφάνεια να ανεβάσω ξανά με της ψυχής την παλίρροια
Σείεται η κουρτίνα χωρίς ριπή ανέμου
Φοβάμαι αναριγώ στο κενό γραπώνομαι
Λεβάντες μην γίνω και στο άγνωρο χαθώ
Το κηροπήγιο φλογίζεται χωρίς σπινθήρα
Κρύβομαι σε αράχνης γκρίζους ιστούς
Αποκαΐδι μην γίνω -στάχτη φτηνή σε μαγκάλι ψυχρό
Στην αγκαλιά σου πόθησα γαλήνια να προσαράξω
Να μην βλέπω τεμαχισμένη την εικόνα μου
Στα κάτοπτρα του κύματος και στου αφρού την δαντέλα
Η Αρμύρα ξέρεις με έχει διαποτίσει από παιδί
Και ήρθε ο καιρός γλυκόπιοτα να πιω το νέκταρ
Στο ραγισμένο απ' την λήθη κρασοπότηρο
Να γαληνέψει πια ο άνεμος της ψυχής
Γκρεμούς να μην βλέπω κι ύφαλους στις γκρίζες κόρες των ματιών σου!