Η νύχτα προχωρούσε
το ίδιο και το φεγγάρι.
Δεν ακούγονταν καθόλου ήχος.
Φοράει τσόχινες μπότες
το φεγγάρι και δεν το ακούς.
Ψηλαφιστά πηγαίνει.
Νοιάζεται για τον ύπνο σου.
Νοιάζεται για τα μουτζουρωμένα
χαρτιά που έχεις αφήσει πάνω
στο γραφείο.
Κάθετες κι οριζόντιες γραμμές
κύκλοι και πολλά τετραγωνάκια
σαν παράθυρα φυλακών
ή σαν συρματοπλέγματα.
Κανένα αδειο περιθώριο
για να γραφτεί το ποίημα, ο ύμνος
ή έστω ένα τραγούδι.
Σηκώθηκες, λιμάρισες τα νύχια σου
κι ύστερα κάτω από τις μουτζούρες
διέκρινες έκπληκτη το πιο όμορφο ποίημα.
Ήταν μια ωδή για την πανσέληνο.
Το είχες γράψει ενόσω κοιμόσουν
και το φεγγάρι με τα χρυσά του χέρια
σε είχε αποτρέψει να το αφανίσεις.
Το έντυσες σταθερά με μεμβράνη
κι έφτιαξες μια βαρκούλα με αυτό.
Αύριο πρωί πρωί με την αμφιλύκη
θα πήγαινες και θα το άφηνες
στο μικρό λιμανάκι.
Να φύγει να φτάσει μαζί με το φιλί
στον αγαπημένο σου που είχε μισέψει
δώδεκα χρόνια τώρα.