Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Σελίδες ιστορίας

Ταξιδέψαμε πάνω από ακύμαντες 
θάλασσες...
Είχαμε χρόνια που καρτερούσαμε
στην ακτή ένα μήνυμα να μας φέρει 
το κύμα, ένα σημάδι από το βυθό
για να συμπληρωθεί το παζλ που
θέλει την αγάπη ακέραια και την
ιστορία αλώβητη. 
Εις μάτην. 

Κουραστήκαμε.
Πόνεσαν τα γόνατα από την πορεία 
μας στην υγρή άμμο. 
Τελείωσε και το νήμα στο κουβάρι 
που πλέκαμε τη χρυσοποίκιλτη εσάρπα.
Απογοητευτήκαμε.
Χάσαμε και τα λίγα χρήματα που
θα μας ταξίδευαν μακριά.

Πήραμε την απόφαση λοιπόν να 
σαλπάρουμε με μια παροπλισμένη 
σκούνα για τις υπερβόρειες χώρες 
μήπως και μας συμπαθήσουν οι 
άνθρωποι με τις πολύχρωμες 
στολές, τα λαμπρά χαμόγελα
και τους πλούσιους μύθους. 

Παιδευτήκαμε πολύ. 
Ενάντιοι άνεμοι.
Κύματα χαλαρά. 
Σαν φτάσαμε μετά από χρόνια δεκαπέντε 
είχαμε τραγικά αλλάξει. 
Ξεχάσαμε τους στίχους που αφιερώναμε 
στους Θεούς. 
Θρυμματίστηκαν τα αγγεία που βάζαμε 
τα αρώματα. 
Μπλέκαμε τα λόγια μας και η μνήμη 
μας ατόνισε εφιαλτικά. 

Στη αρχή μάλιστα μπερδεύαμε τα βήματα 
μιας και μας είχε χρόνια ξεχάσει η στεριά. 
Ανθρώπους δεν βρήκαμε εκεί, μόνο 
μια σπασμένη λύρα και κάποια 
ακατοίκητα σπίτια.
Πήραμε τη λύρα, κατοικήσαμε τα σπίτια 
κι αρχίσαμε τη μάχη με τη βιοπάλη 
Η λύρα μας έφερε ξανά πίσω 
τους ξεχασμένους στίχους. 
Οι Θεοί μας κοίταξαν πάλι με καλό μάτι. 
Είχαμε κερδίσει το στοίχημα στη 
λοταρία της ζωής, είχαμε απεμπολήσει 
τους βαριούς ίσκιους μακριά και νέα 
γυρίζαμε σελίδα με το λήμμα της ιστορίας 
μας διανθισμένο με τις ένδοξες νίκες μας. 

Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Τα ανήλικα αγάλματα

Οι στίχοι που γράψαμε πάνω στο
χνώτο που αφήνει η ανασα μας 
στο παγωμένο τζάμι θα αντέξουν 
στον αιώνα!
Δεν λαθέψαμε γνωρίζαμε σαφώς 
πόσο δυνατοί ήταν καθώς μιλούσαν 
για τα μαρτυρολόγια των εφήμερων 
ερώτων και κυριως γιατί πρίν από 
εμάς ένας άγγελος τους είχε ψιθυρίσει 
στο χωνάκι του κρίνου σαν αγγελτήριο
για τη μεγάλη έλευση. 

*
Η αγάπη τους ήταν πολύ μεγάλη 
και θα ήταν άδικο να θυσιαστεί 
στα σκαλοπάτια της λήθης. 
Πήραμε λοιπόν απόφαση να την
σκαλίσουμε πάνω στο άδειο 
καβούκι μιας υπεραιωνόβιας 
χελώνας αθάνατη να γενεί. 
Μας άρεσε η ιδέα πολύ, την 
πραγματοποιήσαμε, κουμπώσαμε 
ως απάνω τα πουκάμισα μας 
και απευθυνθήκαμε ύστερα στη
διεύθυνση αρχαιοτήτων, ξέραμε 
καλά πως η πιο σωστή θέση 
θα ήταν στις προθήκες των 
μουσείων ανάμεσα στα παιδικά 
ειδώλια και τις ασημένιες πόρπες. 

*
Τρελό λιοπύρι κι ο ζητιάνος 
του σταθμού φορούσε μάλλινη 
μπλούζα, αμπέχωνο, μπότες 
ως απάνω και χοντρή τραγιάσκα. 
Ο κόσμος τον κοιτούσε περίεργα. 
Δεν ήξερε πως η μοναξιά 
των χάλκινων κερμάτων θέλει 
πολλά περιτυλίγματα για να μην
φαίνεται η απονιά και η αδιαφορία
των καλοντυμένων κυρίων.

*
Τινάζαμε την καρυδιά να πέσουν 
τα καρύδια κι ήταν φθινόπωρο 
κι γη φορούσε διπλές στρώσεις 
από χαλκοκίτρινα χαλιά. 
Ψάχναμε με τα χέρια να βρούμε 
απεγνωσμένα τους καρπούς
τους κρυμμένους κάτω από τις 
φυλλωσιές. 
Ο επιστάτης φώναζε να κάνουμε 
πιο γρήγορα. 
Κανείς δεν του είχε πει πως το
ασυντόνιστο κυνήγι των καρπών 
μοιάζει με την πρώιμη ηδονή 
των ανήλικων αγαλμάτων και 
θέλει ιδρώτα και σπουδή μεγάλη. 

*
Σου είπε τα χαρτιά, σου διάβασε 
και τον καφέ. 
Η μάγισσα είχε φορεμένο ένα 
μακρύ μαύρο φόρεμα με βαθύ 
ντεκολτέ και διακοσμημένο με
πλήθος αστέρια και μισοφέγγαρα. 
Νόμιζες πως βρέθηκες εγκλωβισμένος 
σε μια απέραντη νύχτα χωρίς 
καμιά ελπίδα να αποδράσεις. 
Αφού τελείωσε και την ευχαρίστησες 
κίνησες να πας προς την πόρτα 
για να ξεφύγεις από το έρεβος. 
αδίκως όμως δεν μπορούσες 
να κάνεις ούτε ένα βήμα. 
Παραδίπλα σιγόκαιγε η φωτιά 
με το καζάνι και το δωμάτιο μύριζε 
λιωμένη ποτάσα. 

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

Το τρίτο καμπανάκι

Άγριοι και αδυσώπητοι χειμώνες 
εγκαταστάθηκαν στις πύλες της 
καρδιάς μας διώχνοντας μακριά 
τα καλοκαίρια με τις μπλε θάλασσες. 
Ρίχτηκαν στο πηγάδι οι ευχές 
για μακροημέρευση κι ήρθαν 
οι χειμώνες με τα τριμμένα 
από τη χρήση υποδήματα και
τις πολλές αγκύλες με τα
παραγκωνισμένα νοήματα..
Λίγη μας έταξαν ζωή. 
Λίγη μας παραχώρησαν ανάσα. 
Λιγοστές μας προτάθηκαν χαρές. 

Κλείσαν οι πόρτες μας κι ο βοριάς 
με μανία μας έδειξε τα δόντια του. 
Χάσαμε τις εικόνες με τους Άγιους 
μας και μπροστά στη φουφού του 
καστανά λειτουργούμε τωρα τα 
πρόσφορα μας για τις ψυχές και
ψάλλουμε τα άγνωστα μέχρι χθες 
κοντάκια. 
Βαριές μας φόρεσαν κάπες και δεν 
βρίσκουμε ούτε ένα άθραυστο τζάμι 
για να ζητήσουμε λίγη ψίχα ψωμιού
και μια συγχώρεση. 

Νηστικοί και διψασμένοι γυρνάμε 
ασταμάτητα ανεβασμένοι στο καραζέλ 
του χρόνου κι ούτε ένα παιδί δίπλα μας 
να μας χαρίσει έναν ανεμόμυλο ή μια 
ζωγραφιά με τα χρώματα του δειλινού. 
Αναχωρητές γίναμε της ομορφιάς 
καθώς μία πυκνή ομίχλη κάλυψε 
όλα τα αγάλματα της πλατείας και
τώρα ποιος θα βρεθεί να μας λυπηθεί;
Χιόνια και καταιγίδες στο διάβα μας
κι η ομπρελοθήκη που άφηνε η κυρία 
Ευτέρπη την ομπρέλα της έσπασε 
στα δύο και οι κάτοχοι της είναι 
καιρός πολύς που πέθαναν από το 
κακό που τότε λέγανε σπυρί. 

Πλημμύρισαν οι ποταμοί και μας
πήραν τα μποστάνια με τους γλυκούς 
καρπούς.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά 
στο τρίτο καμπανάκι χάσαμε και 
τα σπίτια που μας υπόμεναν. 
Αυτό είναι που μας πλήγωσε πιο πολύ. 
Είναι πως μέσα σε αυτά-στη μυστική 
καταπακτή- είχαμε κρυμμένα τα πρώτα 
της ποίησης σκαριφήματα μαζί με 
εκείνα τα αθώα της νιότης μας χαμόγελα. 

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Ο βίος των πουλιών

Όταν βλέπουν εφιάλτες τα πουλιά 
δονείται συνθέμελα η γη.
Έρχονται σεισμοί δυνατοί και
σωριάζεται το ετοιμόρροπο σπίτι 
που ο γέρος καντηλανάφτης έχει 
για αποκούμπι του, εκεί που ζει
ολομόναχος κι ακούραστα πλάθει 
τα κεριά της επόμενης λειτουργίας
με χέρια ροζιασμένα και μάτια στεγνά. 

*
Όταν ξενητεύονται τα πουλιά 
σταματούν οι καταρράκτες την
ασίγαστη ροη τους και τα νύχια 
των αετών μεγαλώνουν επικίνδυνα
τέσσερις πόντους φοβίζοντας τα ερίφια. 
Ηττημένα τα βουνά γέρνουν το 
κεφάλι τους και προετοιμάζονται 
για την επόμενη θυσία. 
Σπαρασσεται η φύση και το κόκκινο 
σκουφάκι της παπαρούνας -πριν ακόμα 
έρθει στη γη- βάφεται προς στιγμή μαύρο. 

*
Όταν κρυώνουν τα πουλιά σπάνε 
τα μάρμαρα των ναών σε χιλιάδες 
κομμάτια και εκτοξεύονται σε 
απόσταση πολλών χιλιομέτρων. 
Τα θραύσματα βρίσκουν μονάχα 
τους ταπεινούς στη ψυχή. 
Απειλητικό χαλάζι πέφτει καταμεσής 
του θέρους σε μέγεθος πορτοκαλιού. 
Οι σοδειές καταστρέφονται ολοσχερώς 
και άδειο από ψωμί παραμένει 
το ντουλάπι μα η καρδιά χορτάτη. 

*
Όταν κουρνιάζουν τα πουλιά 
μεγαλώνουν τα σιτηρά και παχαίνουν 
τα στάχυα στα διάσελα. 
Ζεστός αέρας παρασέρνει τα ευλύγιστα
σώματα τους σε χορό ρυθμικό. 
Ξεφλουδίζει σποράκι σποράκι τους
καρπούς η γιαγιά και ταΐζει το εγγόνι της
και είναι απόγευμα και το ασβεστωμένο 
πεζούλι είναι ακόμα ζεστό και πολύ 
φιλικό και προσμένει το δείλι για να 
ανάψουν οι φωτιές και παλι στα 
θεμέλια του.

*
Όταν ερωτεύονται τα πουλιά 
σπάνε οι άρπες στα χέρια των 
κοριτσιών και σεγόντο κρατάει 
ο μπάτης στον αμούστακο κιθαριστή.
Οι νότες ταξιδεύουν ανενόχλητες 
για τη γη του πυρός σκαρφαλωμένες 
στα φτερά των γερανών. 
Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη ακούγεται 
μουσική. 
Γαληνεύουν τα βλέμματα. 
Φτωχές οι μανάδες νοστιμίζουν 
τα παξιμάδια με νερό θαλασσινό
φωνάζοντας τα παιδιά στο σπίτι. 

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

Ανταπόδοση

Ο αδερφός ήταν ευθυτενής και όμορφος.
Είχε παράστημα καθώς λένε και
κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν παραστάτης, 
σημαιοφόρος κι ακόμα ακόμα φρουρός 
στον άγνωστο στρατιώτη αν είχε μάθει να
διαβάζει το αναγνωστικό του κάτω από την
λυχνία του φεγγαριού και να ψηλαφίζει με τα
μήλα των δακτύλων τους αριθμούς και τους
τονισμούς των λέξεων. 

Σκονισμένα τα βιβλία του στη σάκα
από τις τρίπλες με τη μπάλα στο γήπεδο
λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι. 
Ο αδερφός αγαπούσε τη δράση, το τραγούδι 
το ποδόσφαιρο και το κλάξον του ποδηλάτου. 
Τον έβρισκε το βράδυ στο δασάκι μαζί 
με τους φίλους να καπνίζουν τα αποτσίγαρα 
των τσοπάνων και να σκαρώνουν 
στίχους για τις ομορφονιές του χωριού. 

Ο αδερφός ήταν ευθυτενής και όμορφος. 
Είχε δυο πράσινα ωραία μάτια που έλαμπαν 
σαν τη χλόη υπό την σκέπη των πρωινών
δροσοσταλίδων.
Έβλεπε μακριά ο αδερφός:
Το αδέρφι του τον Ταΰγετο.
Τον παραπονεμένο Ευρώτα.
Την ιστορική πολιτεία και τη θαλερή κοιλάδα. 
Είχε πάθος για τη ζωή κι αν λίγη του
χαρίστηκε να έχει, ξέρω καλά πως εκεί 
ψηλά που ζει ακόμα μεθάει με τα τραγούδια,
παίζει τρίπλες με το μαΐστρο, που
και που μασάει ένα κλωναράκι βασιλικό 
και ξελογιάζεται με τη φωνή της μάνας του
όταν σφιχτά τον παίρνει αγκαλιά. 

Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

Παινέματα

Αγριοφράουλες τα χείλη σου
μικρές συνεσταλμένες που 
φύονται στο καστανόχωμα,
σε έναν τόπο με ψηλό 
υψόμετρο και βαρύ παρελθόν. 

*
Κουπιά τα χέρια σου από μια 
αρμάδα πλοίων που έρχεται από 
εκστρατεία έχοντας βάψει 
μαύρα τα πανιά σαν την ελιά 
που στολίζει το μπράτσο σου.

*
Δάσος το στήθος σου ανεξερεύνητο.
Εδώ κανείς δεν φτάνει μόνο ο άνεμος 
εισχωρεί και με τραγουδίσματα πολλά 
μαέστρος γίνεται των κοτσυφιών.

*
Πλατεία η κοιλιά σου ενός ορεινού 
χωριού όπου τα κορίτσια και τα αγόρια 
χορεύουν καγκελάρι γύρω από τον
πλάτανο ανήμερα της Παναγίας 
και περιπαθή αλλάζουν βλέμματα. 

*
Κισσός τα μαλλιά σου που ανεβαίνει 
τον κορμό του έλατου και χυμούς, 
ρετσίνι και λεβεντιά απορροφά σταλιά 
σταλιά ξέροντας καλά πως με τα χρόνια 
θα το πνίξει κι απλώς τώρα
προσωρινή του δίνει χάρη. 

*
Κίονες τα πόδια σου ενός κατεστραμμένου
ναού που τα αναθήματα του τα σύλλησαν 
πειρατές και πρωτοκαπαιτανέοι
τα χρόνια εκείνα που η σκαπάνη 
έβγαζε στο φως πλήθος αγάλματα. 

*
Πέρλες τα νύχια σου που τα κοχύλια 
σφιχτά στη σάρκα τους κρατούν
κι οι αλιείς τα σέβονται και δεν 
τα ανοίγουν μιας και οι αρραβωνιάρες 
τους άβγαλτες είναι και δέν ξέρουν 
στο λεπίδι των κύματων να χορεύουν. 

*
Γεφύρι πέτρινο η μέση σου 
με πέντε τόξα, γυναίκες 
το διαβαίνουν με μαύρα τσεμπέρια 
και χρυσά δακτυλίδια κι η πιο
μικρή από αυτές κάποτε 
είχε χτιστεί στα θεμέλια του.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Σκοτεινός δρυμός

            στις απώλειες της ζωής 

Σφετεριστής ήσουν του έρωτα 
και της αγάπης. 
Ήρθες ασθμαίνοντας από ηδονή 
για να πάρεις μονάχα και να φύγεις 
σαν τον καβαλάρη που καταλύει δίπλα 
στην πηγή με το άλογο του 
τσαλαπατώντας τα ξερά χόρτα
χωρίς κανέναν δισταγμό
κι ας γνώριζε πως ήταν μαργαρίτες 
του  Απρίλη. 
Δεν ήθελες να δεις και δεν είδες. 
Δεν ήθελες να ακούσεις και δεν άκουσες. 

Να 'ξερες πόσα πολλά σου είχα ετοιμάσει!
Απορω αν καθόλου τα ειδες.
Ένα ανάκλιντρο στρωμένο 
με ρόδα για να σταθείς, να πιεις
και να δειπνήσεις. 
Έναν ίσκιο βαθύ και μία λεκάνη στη μέση 
με αρωματικό έλαια τα πόδια σου 
από τους δρόμους να ξεκουράσεις. 

(Αγέρωχος έτεινες το χέρι 
στο ακλάδευτο μου δέντρο. 
Ρουφήχτηκαν προς τα μέσα οι χυμοί μου
κι οι καρποί μου απέβαλαν
τη γλυκιά τους σάρκα και μαράθηκαν. 
Πένθιμη έγινα ελαιογραφία ενός 
δρυμού που ούτε τα πουλιά δεν τον 
καταδέχονται)

Για σένα είχα ανοίξει τα Ορφικά κείμενα 
για να μελετήσεις, τη σκόνη να
αποτινάξεις από το χείλος της ζωής. 
Απορώ αν καθόλου άκουσες.
Ωδικά σου είχα φέρει πτηνά τις
αισθαντικές να απολαύσεις μελωδίες. 
Πόσο μα πόσο λάθεψα. 
Ψαλίδι πήρες να αφαιρέσεις 
τα φτερά τους.
Μαχαιράκι πήρες για να αποκόψεις 
τα σπλάχνα τους.
Ανίκανα να γίνουν να μην μπορούν 
από κοντά σου να φύγουν. 
Έρμαιο σαν εμένα να καταμετρούν 
τις ήττες από τις ένδοξες μάχες 
καθως και τα σμήνη των νεκρών 
που για αιώνες σήπονται σε τάφους 
ομαδικούς. 

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Ιπτάμενες λέξεις

Δεν κοιμάμαι και γράφω ποιήματα. 
Ξενυχτάω και στήνω ξόβεργες 
όχι για να πιάσω κανένα ορτύκι 
ή καμιά ανύποπτη μπεκάτσα αλλά 
για να συλλάβω τις ιπτάμενες λέξεις 
που ξεφεύγουν από τα στόματα 
των αγγέλων σαν προσευχή πριν 
πέσουν για ύπνο. 

Αναστάσιμο άγγελμα

Το κωδωνοστάσιο απείχε τριάντα 
μέτρα περίπου από το τελευταίο σπίτι.
Κάθε απόγευμα στις τρεις ή ώρα 
ακριβώς έρχονταν ένας άγγελος 
ξυπόλητος και χτυπούσε τις καμπάνες
με φρενήρη ρυθμό. 
Ξεσηκώνονταν η πόλη , ξεσηκώνονταν 
η γειτονιά και τα γύρω προάστια. 

Έτρεχε έντρομος ο κόσμος
στις πλατείες, στις εκκλησίες, 
στα καφέ για να σωθεί. 
Μην ήταν σεισμός, μην ήταν φωτιά,
μην ήταν επιστράτευση και πόλεμος;
Μεγάλος χαλασμός και μια γενικότερη 
ανακατωσούρα έπλητε την περιοχή. 

Ο νεωκόρος τραβούσε τα μαλλιά του.
Αναθεμάτιζε τον βαθύ ύπνο που δεν 
τον άφησε να διώξει μακριά τον 
απρόσκλητο επισκέπτη. 
Με κεριά αναμμένα στα χέρια έκανε 
το σημείο του σταυρού προς τη μεριά 
της ανατολής. 
Δεν είναι άγγελος αυτός έλεγε αλλά 
καθαρά ο έξω από εδώ. 
Καλούσε την πόλη να προσευχηθεί. 
Καλούσε τον λαό να νηστέψει και να
ορκιστεί συνεργασία και πίστη. 

Κανείς δεν τον άκουγε. 
Η κλίμακα της φωνής του χάνονταν 
μέσα στον άλαλαγμό και στην υστερία
του πλήθους. 
Κάθε απόγευμα στις τρεις ακριβώς 
επαναλαμβάνονταν το ίδιο σκηνικό .
Ο νεωκόρος τρόχιζε μαχαίρια, έβαζε 
ξυπνητήρια, απειλούσε. 
Τίποτα όμως δεν έβγαινε, ο άγγελος 
έρχονταν ξυπόλητος πάντα και τάραζε 
τα νερά. 

Ώσπου μία μέρα ο άγγελος δεν φάνηκε. 
Ο νεωκόρος έτριβε με ικανοποίηση 
τα χέρια του κι ένα γελάκι ξέφευγε
από τα χείλη του .
Νικήθηκε το κακό αποφαίνονταν 
Η χαρά του όμως δέν κράτησε πολύ. 
Κατέφθασε η νύχτα αφέγγαρη και χωρίς 
ούτε ένα αστέρι. 
Ο κόσμος αλαλάζοντας σκόνταφτε στους 
θεοσκότεινους δρόμους. 
Οι μανάδες έκρυβαν αναστατωμένες 
τα παιδιά κάτω από τις ποδιές τους.
Το έρεβος κατοίκησε στις καρδιές. 

Κι έπειτα ήρθε η μέρα και χιόνισε 
καταμεσής του θέρους. 
Όλοι σταυροκοπιούνταν και παρακαλούσαν 
να έρθει πίσω ο άγγελος. 
Ο νεωκόρος δεν προλάβαινε να ανάβει 
τις λαμπάδες. 
Εισακούστηκαν ύστερα από ένα μήνα. 
Ο άγγελος τους επέστρεψε. 
Κανείς δεν τον φοβόταν τώρα. 
Αντίθετα μάλιστα το χτύπημα της καμπάνας 
τους χαροποιούσε σαν αναστάσιμο άγγελμα 
Ο άγγελος δεν τους εγκατέλειψε ποτέ ξανά. 
Το κωδωνστάσιο στολίστηκε με βάγια. 
Μόνο ο νεωκόρος αλλαξοπίστησε γιατί 
πολύ φοβούνταν τους αγγέλους και τις
γραφές.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

Σαν όνειρο

Το φίδι ήταν κουλουριασμένο μπροστά 
απ' την αυλόπορτα.
Ξαπλωμένο κοιμόταν πάνω στις πλάκες 
της εισόδου. 
Στις πλάκες ήταν σχεδιασμένο με βότσαλα 
ένα ψηφιδωτό. 
Ένας ταύρος μαινόμενος που απ' τα ρουθούνια 
του έβγαινε -μέσα από δύο στήλες θυμού-
όλη η οργή του για τα ανθρώπινα τερτίπια. 
Οι ταύροι δεν αγαπούν ως γνωστόν 
καθόλου τα φίδια. 
Οι ταύροι τα μισούν όπως κσι το κόκκινο 
πανί της αρένας και τους ταυρομάχους. 
Ο δικός μας ταύρος σαν πήρε χαμπάρι το φίδι 
αντέδρασε αμέσως. 
Σήκωσε το αριστερό του πόδι  κι άρχισε 
να το κλωτσάει με μανία. 
Το φίδι εξακολουθούσε  να κοιμάται. 
Δεν σάλεψε, δεν πήγε παρακεί, δεν σύρθηκε 
να φύγει. 
Ο ταύρος επέμενε, μαίνονταν κι γη ταράζονταν. 
Δύο ψηφίδες αποκόπηκαν βίαια κι έφτασαν 
ως το απέναντι πεζοδρόμιο. 
Το φίδι επιτέλους σάλεψε αποχαιρετώντας 
τον μακάριο ύπνο.
Σύρθηκε κι έκανε να φύγει. 
Άλλη όμως ήταν η αιτία της αποχώρησης του.
Ακριβώς απέναντι στο παγκάκι του δρόμου 
μια μητέρα θήλαζε το μωρό της. 
Το φίδι πεινούσε πολύ. 
Ο ταύρος ρουθούνιζε ασταμάτητα. 
Η μητέρα απορροφημένη από τον θηλασμό 
δεν πρόσεξε το φίδι ούτε κι άκουσε τους 
προειδοποιητικούς βρυχηθμούς του ταύρου. 
Η μητέρα λες και ζούσε όνειρο.
Πήρε την ασφυκτική μέγγενη του φιδιού 
σαν το πλησίασμα του αντρός της.
Το μωρό δεν έκλαψε η μητέρα μόνο ούρλιαξε
δυνατά αποχαιρετώντας μας με μια κλίση 
του κεφαλιού προς τον ώμο. 

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Αναμέτρηση

Τα νύχια της συχνά ξεφλούδιζαν 
 κι έσπαγαν σαν τους φλοιούς 
ενός γέρικου δέντρου στο αντίκρυ 
πάρκο. 
Δεν ήταν πως της έλειπε κάποιο
συστατικό από το σώμα, ασβέστιο 
ή κάτι άλλο.
Ήταν που θρυμμάτιζε και συσσώρευε
κρυστάλλους αλατιού στο ορυχείο 
της μνήμης από νεαρή κιόλας ηλικία. 
Ο έρωτας καλά να μένει φυλαγμένος 
στο πάνω πάνω ράφι μαζί με τα πλούσια 
εκθέματα και σε περίοπτη πάντα θέση. 
Κανένας άνεμος λησμονιάς να μην τον
πλησιάσει κι οξειδωθεί υποκύπτοντας 
στην επιδρομική πορεία της λήθης 
που μεσα σε μιαν αρχέγονη πάλη 
θάνατο σπαρακτικό μπορεί να επιφέρει 
στις κλειδώσεις.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Ένα αέναο καλοκαίρι θα σου φέρω

Σου κρατάω μια γωνιά ζεστή 
για να έρχεσαι. 
Εσύ που αντιπαθούσες τους
χειμώνες και ποτέ κρύσταλλα 
δεν φύτρωσαν στις στέγες 
των χειλιών σου, εδώ να σταθείς 
για μακρινά ταξίδια να μιλάς
κι αδιάλειπτα να με αγαπάς
σαν όπως εσύ μοναδικά γνωρίζεις. 

Κοντά μου να σταθείς. 
Σαν παιδί να παρακαλάς 
να σου χαρίσω εκείνο το τρενάκι 
με τα εφτά βαγόνια πάνω στις 
ράγες του μαζί μου να κυλάς
χωρίς μηχανοδηγό παρά μονάχα 
με τις βουλές του μυαλού σου
και την πνοή από την απαλή ανασεμιά μας.

Συγχώρεσε με αν αργοπόρησα λίγο. 
Είναι που φτυάριζα της μοναξιάς 
το χιόνι από τα σταυροδρόμια 
που κάποτε σε περίμενα. 
Άλλαξαν οι καιροί αγάπη. 
Όλα για εσένα πλέον γυρίζουν. 
Βύθισα βαθιά μες στη γη 
τις κρύες κουπαστές εκεί 
που πάνω τους κατοικοεδρευαν 
το νυσταγμένο κοράκι και
το ματωμένο από τις μάχες 
δρεπάνι μιας απεχθούς 
γενιάς που σε εκδίωξε από 
τον κύκλο της ζωής πάνε χρόνια τώρα. 

Εδώ το καλοκαίρι και η ξεγνοιασιά. 
Εδώ η πικροδάφνη και τα βαριά αρώματα. 
Δεν έχεις τίποτα λοιπόν να φοβηθείς. 
Σε έναν μεγάλο ασκό έκρυψα 
τις παγωμένες βλεφαρίδες 
του χειμώνα ίσα να με κοιτάζεις 
χωρίς εμπόδια στά μάτια
και να με θέλεις με ένα πόθο 
πρωτόφαντο χωρίς το κρύο χνώτο 
του θανάτου να μας διχάζει. 

Συμμετέχει στο δρώμενο 
" Ένα ποιημα για το καλοκαίρι."

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Αντί τίτλου

Έρχεσαι πάντα νύχτα.
Κατράμι τα χέρια σου και πώς
θα βρω το μικρό σου δάκτυλο 
που σου πέρασα κάποτε 
το δακτυλίδι των αρραβώνων;
Κατράμι τα μάτια σου 
και πώς να αγγίξω τις λίμνες σου
που από μέσα τους αναδύονταν 
στοιχισμένες οι μικρές νεράιδες 
των παραμυθιών;
Κατράμι ο αυχένας σου
που πάνω του έβρισκαν χώρο άπλετο 
για να ξεκουράζονται οι πονεμένοι 
μου καρποί και τώρα πού να εφορμήσουν;
Κατράμι οι μηροί σου και με αφήνουν 
ανέραστη να παρακολουθώ 
την τρελή πορεία των οχημάτων 
σε εκείνη την λεωφόρο που
με πρωτοκοίταξες κάποιο 
μακρινό απόγευμα Κυριακής. 
Κατράμι ο θώρακας σου εκεί 
που πέρναγες τα φυσεκλίκια 
κι άναβαν στα βουνά του δειλινού 
οι φωτιές για να φωτογραφίζονται 
τα νεαρά ζευγάρια με ζωντανά 
χρώματα παρμένα απ' τις σπίθες τους.
Κατράμι τέλος η καρδιά σου 
που έβρισκαν φωλιά τα αηδόνια 
και οι κοκκινολαίμηδες κι απίθωναν 
εκεί τα αυγά τους έτσι που ο κόσμος 
να μπαίνει στο γλέντι ξανά 
και να κερδίζει πόντους η ομορφιά 
στη σκακιέρα της ζωής. 
Έρχεσαι πάντα νύχτα 
κι εγώ ξεχασμένη στην απέναντι όχθη 
ενός βουερού ποταμού πώς να
σε συναντήσω που έκοψες τα 
γεφύρια όλα με την ορμή 
των δακρύων σου;

Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

Λουλούδι υπόσχεσης

Ασπρίσαν τα γένια σου
τα μαλλιά σου ψαρά. 
Ανοίγεις το ψυγείο 
παίρνεις ένα φρούτο. 
Κρουστή η σάρκα του
τα κουκούτσια ανυπάκουα. 
Ισχνό το κορμί σου
και μου δίνεται. 
Χωράς να περνάς 
ανάμεσα από τα δάκτυλα μου
χωρίςνα πέφτεις. . 
Σαν άρπα εγώ σε κρατώ 
που ξέρει να παίζει 
ερωτικούς μόνο σκοπούς 
και βαθυγάλαζα τραγούδια. 

*
Έσπασε ο αμφορέας 
κι από την κοιλιά του
ξεχύθηκε ρυάκι το χρυσάφι. 
Πήρα να σου φτιάξω στολίδια 
δεν τα θελήσεις. 
Κάτι σαν αργότερα 
είπες με το στόμα κλειστό. 
Αποξεχαστηκα να σε κοιτάζω. 
Μέτρησα την αξία σου 
και τρόμαξα. 
Ένα ολόκληρο μουσείο 
με αμφορείς δεν θα μου έφτανε. 

*
Περπατώ στους δρόμους 
την ώρα που ησυχάζουν 
οι λεωφόροι κι ελάχιστοι 
είναι οι πεζοί που 
αναμετριούνται 
με τη νύχτα κρατώντας 
ένα λουλούδι υπόσχεσης. 
Δεν το παίρνω γιατί 
πάντα στη πρώτη γωνία 
βρίσκω ξεπαγιασμένο 
τον καστανά με σβηστή 
τη φουφού του και εγώ 
θα πρέπει να τον ξυπνήσω 
χτυπώντας δυνατά 
παλαμάκια. 
Δυο χέρια έχω άλλωστε
και πώς να τα καταφέρω;. 

*
Δεν αγαπάω την εποχή 
που μισεύουν τα χελιδόνια. 
Κουράστηκα με τους
αποχαιρετισμούς
Από παιδί όλο και κάτι 
θα μου έφευγε...
Πότε ένας πόντος στην κάλτσα,
πότε ένα μη προγραμματισμένο 
τρένο. 
Μισώ τα φθινόπωρα  
που σε έφεραν εδώ. 
Πένητας που εκλιπαρεί 
για ένα φιλί αξόδευτο. 

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Μια υπερκόσμια ήσουν λάμψη

Μια καταιγίδα από αστέρια 
έπεσε απόψε στη γη.
Αδιαφορούσα, έκανα πως
δεν έβλεπα κρυμμένη πίσω 
από τα δίχρωμα φύλλα της λεύκας. 
Ώσπου ένα από αυτά ήρθε 
και στάθηκε μέσα στην υγρή μου
παλάμη δικαιώνοντας την τρελή 
του πορεία και την απόφαση του
για ένα μη προβλέψιμο τέλος. 

Το κράτησα σφιχτά κι έλαμψαν 
τα δάκτυλα μου όπως κεριά 
αναστάσιμα σε χούφτα χωρικού. 
Ένα αστέρι διαφορετικό 
υπέρλαμπρο που έμελλε να με
φέρει πάλι πίσω στη ζωή. 
Έσταξε πνοές πάνω στα ξεψυχισμένα
μου όνειρα και ανταύγειες χρυσές 
πάνω στα ερεβώδη μονοπάτια 
της καρδιάς μου. 

Άρχισα να σφυρίζω ένα ξεχασμένο 
σκοπό κι ένιωσα καλά.
Παλλονταν η σκέψη μου 
σαν τα φύλλα της δρυός σε 
ένα τόπο με αρχαίες κολώνες 
και μαρμάρινα διαζώματα. 
Ένα αστέρι ήρθε και με βρήκε 
πυρπολώντας τη μοναξιά μου 
που αν το ονοματιζα θα του έδινα 
δίχως άλλο το δικό σου όνομά.
Ξεθαρρεψα και βγήκα 
στη σκηνή του κόσμου τις 
συλλαβές από το όνομά σου
να φωνάζω δυνατά. 

Ήσουν εδώ μέσα στη χούφτα μου
να σπαρταράς σαν ένα πουλάκι 
στην καμπή του βοριά που κι αν
και κρυώνει δεν αφήνει το τραγούδι
ούτε λεπτό. 
Ήσουν το αστέρι μου που βρήκε 
ανάπαυση ανάμεσα στα σκαμμένα 
από τα χρόνια χέρια μου και τις 
επουλωμένες μου πληγές. 
Ήσουν ο υπαίτιος μιας λάμψης 
υπερκόσμιας καθώς επίσης 
και το καντήλι που μένει αναμμένο 
ένα ολόκληρο σαρανταήμερο
μπροστά από ενα ανέφελο ενσταντανέ.