Άγριοι και αδυσώπητοι χειμώνες
εγκαταστάθηκαν στις πύλες της
καρδιάς μας διώχνοντας μακριά
τα καλοκαίρια με τις μπλε θάλασσες.
Ρίχτηκαν στο πηγάδι οι ευχές
για μακροημέρευση κι ήρθαν
οι χειμώνες με τα τριμμένα
από τη χρήση υποδήματα και
τις πολλές αγκύλες με τα
παραγκωνισμένα νοήματα..
Λίγη μας έταξαν ζωή.
Λίγη μας παραχώρησαν ανάσα.
Λιγοστές μας προτάθηκαν χαρές.
Κλεῖσαν οι πόρτες μας κι ο βοριάς
με μανία μας έδειξε τα δόντια του.
Χάσαμε τις εικόνες με τους Άγιους
μας και μπροστά στη φουφού του
καστανά λειτουργούμε τωρα τα
πρόσφορα μας για τις ψυχές και
ψάλλουμε τα άγνωστα μέχρι χθες
κοντάκια.
Βαριές μας φόρεσαν κάπες και δεν
βρίσκουμε ούτε ένα άθραυστο τζάμι
για να ζητήσουμε λίγη ψίχα ψωμιού
και μια συγχώρεση.
Νηστικοί και διψασμένοι γυρνάμε
ασταμάτητα ανεβασμένοι στο καραζέλ
του χρόνου κι ούτε ένα παιδί δίπλα μας
να μας χαρίσει έναν ανεμόμυλο ή μια
ζωγραφιά με τα χρώματα του δειλινού.
Αναχωρητές γίναμε της ομορφιάς
καθώς μία πυκνή ομίχλη κάλυψε
όλα τα αγάλματα της πλατείας και
τώρα ποιος θα βρεθεί να μας λυπηθεί;
Χιόνια και καταιγίδες στο διάβα μας
κι η ομπρελοθήκη που άφηνε η κυρία
Ευτέρπη την ομπρέλα της έσπασε
στα δύο και οι κάτοχοι της είναι
καιρός πολύς που πέθαναν από το
κακό που τότε λέγανε σπυρί.
Πλημμύρισαν οι ποταμοί και μας
πήραν τα μποστάνια με τους γλυκούς
καρπούς.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά
στο τρίτο καμπανάκι χάσαμε και
τα σπίτια που μας υπόμεναν.
Αυτό είναι που μας πλήγωσε πιο πολύ.
Βλέπεις πως μέσα σε αυτά στη μυστική
καταπακτή είχαμε κρυμμένα τα πρώτα
της ποίησης σκαριφήματα μαζί με
εκείνα τα αθώα της νιότης μας χαμόγελα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου