Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

οι δρομείς της θλίψης

Η θλίψη ένα ολοστρόγγυλο
λιπώδες μάτι με τις μαύρες σκιές
της εκπατρισμένης πείνας
Βουτηγμένο στο στεφάνι
του φεγγαριού στην αγχόνη του.
Είναι δύσκολο να αφαιρέσεις
τις μαύρες σκιές ...
Το θαλάσσιο συρματόπλεγμα
αποσώθηκε στο υδροχλώριο μάρμαρο.
Είναι μακριά και το φεγγάρι…

Τα εφήμερα υλικά ξέρεις δεν βοηθούν
Κρύβουν την αειπαθή παράνοια
των λικνιζόμενων μαινάδων
με τους ασταύρωτους σταυρούς
των ποταμιών στα χέρια τους
(σπογγαλιείς κρύου ιδρώτα της τρίτης πλάσης)
Αν δεν πιστεύεις κοίτα το φεγγάρι
Τι κι αν κουράστηκα
έμειναν τρία μαύρα στίγματα
Αδερφοποιτοί ομφαλοί ηφαιστείων
με σγουρούς πόθους στις όχθες τους
και φλέβες εξόριστης λυγαριάς
στον αυτοκρατορικό τους μανδύα.

Τρία μαύρα στίγματα…
με τις βαλσαμωμένες χορδές
των εξεγερμένων αηδονιών
στην ενόραση της σάρκας
Να συνθέτουν τον εναρκτήριο ύμνο
των αγώνων στη γη της Ολυμπίας!
Κακοφορμισμένες μελωδίες
οστών μες σε τυφλά στάδια
Τρία μαύρα στίγματα…τιμής ένεκεν
στη μαρμαρυγή των δορυφόρων.

Το σπασμένο ειδώλιο του άλτη
Τριταίου σου έφερε την είδηση
"Η αοιδός θλίψη κούτσαινε στον εφαλτήρα
της ζωής….λάμβανε μέρος στους αγώνες
(πριν οι αναστενάρηδες μολυνθούν από τον
καλογυαλισμένο πάγο της μικρής θεάς!)
Λογοκριμένες παραστάσεις ήττας
από βιαστικούς κουρασμένους
επόπτες άσπορης συνουσίας… "
Κι ένα άβουλο πλήθος επαιτών
με πλαστικούς βραχίονες
να ανεμίζει γούνινα γάντια συκής.

Τρία μαύρα στίγματα…φυλάξου!
Το ψαροκόκαλο της αλαβάστρινης
ράχης βορά στους αιλουροειδείς ιστούς
Στο διάδρομο τέσσερα ξεψύχησε ο κότινος
πάνω σε μαρκαρισμένα κύμβαλα μετάλλια
Ακουστά ίσως έχεις τον μαλλιαρό κόμπο
του δήμιου με το αφιονισμένο δηλητήριο
Έμειναν τρία μαύρα περιβραχιόνια
κι εκείνες οι σκληρές προκαδούρες
των δρομέων στο φεγγάρι.

Δεν τους ακούς;
Με την πετονιά και το αγκίστρι στο χέρι
κι ένα γαλακτερό δόλωμα
πανάρχαιου κάκτου.
Μην...μην τυφλώνεις το φεγγάρι
ένα γηραιό θυμόσοφο μάτι
περιπαίζει τους αλιείς!
Δες η παλίρροια μαγνητίζει
σφουγγάρια μαυροπίνακα
Έρχομαι....

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

λέξεις 2

Ξόδεψες μια ζωή
για σκέψου το λίγο
για να μάθεις μόνο το ωμέγα

Στο υπόγειο κρεβάτι
ερωτεύτηκες την περιέργεια
της απατημένης γρίλιας

Ξυπνώντας κάθε πρωί έπρεπε
να αφαιρέσεις ένα βέλος
από τους ρόζους της ανώνυμης δρυός

Έτρεφες αγριομηλιές με φίλους
που ποτέ δεν κατανόησαν
το νόστιμο γέλιο

Στα δάση στα χωρίς
λύκους και κοκκινοσκουφίτσες περιφέρονται
αλαζονικά κόκκινα φέρετρα

Τον ύπνο σου επισκέπτονταν
πλειάδες ποιητών
ακόμα δεν ξεχρέωσες το ψωμί;

Η στοχαστική πένα
κατεβάζει απαγορευμένο μελάνι
κατόπιν εντολής της γηραιάς σουπιάς

Ο έλατος δεν είναι μόνο περήφανος
κρατάει την ταπεινότητα
της άκαπνης ανηφόρας

Με μια δρασκελιά στο κωδωνοστάσιο
σιγουρεύτηκες για την διαταραγμένη
αρχιτεκτονική της αμαρτωλής καμπάνας

Θαλασσινές αποδράσεις κάνουν
μόνο οι στείροι βράχοι
με τα σκληρά κότσια

Το μυστήριο λύθηκε
τα δάκρυα της πεταλούδας τα φυλάς
στα επιδαύρεια θησαυροφυλάκια

Στα νεοκλασικά του μέλλοντος
θα κατοικούν χρυσόδετες
σοφές κουκουβάγιες

Αδιάκριτα μάτια περιπολούν
τα πράσινα γόνατα του έρωτα
μην σκάψεις!

Έχασες την βέρα σου
στο αίμα του αχυρώνα
Ακυρώθηκε ο γάμος

Άνοιξαν οι ουρανοί να βάψουν
κόκκινα τα αερόστατα μάτια σου
πώς τους περίμενες!

Στα αρχαία θέατρα αριθμείς
κάθε βράδυ τις θέσεις
των επισήμων νεκρών

Κουβαλάς πανικό
που δεν αγαπάς
μην ανοίγεις το παράθυρο…

Μονότονα τα σαββατοκύριακα
ψάχνουν το ιδεώδες pin
της δεύτερης άνοιξης

Νοίκιασες ένα μικρό φωτεινό δωμάτιο
εκεί βρήκες τη γριά αράχνη
ανεκτίμητα τα γρόσια της!

Ξόδεψες μια ζωή
για σκέψου το λίγο
για να μάθεις μόνο το ωμέγα

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008

λέξεις 1

Είχε μιαν άεργη ζωή
ήταν εργάτης
στα μεταλλεία του χρυσού

Όταν ο Θεός μοίραζε τα βουνά
άφησε σε σένα έναν λόφο μικρό
το κουκούλι της φτωχής καρδιάς

Χόρεψες με το τακούνι της καλαμιάς
μόνο οι ψάθες
χειροκρότησαν

Στο ληξιαρχείο σου είπαν
πως εκτός από τα δυο παιδιά σου
είχες κι ένα άλλο ένα κόκκινο κοράλλι

Ντράπηκες τους νεκρούς
και ποτέ δεν συλλάβισες
το θήτα της ζωής τους

Όταν ρυτίδιαζε το πρόσωπο της σκάλας
έπαιρνες ασβέστη
από το ασπράδι του ήλιου

Στα πλεούμενα νοσοκομεία
νοσηλεύονται
μόνο οι ποιητές

Στο καρναβάλι κυκλοφορούσαν αθίγγανοι
με τα μωρά μουστάκια τους
στην αγκαλιά

Την αλληλογραφία μου δεν θα την παραδώσω
πνίγηκε στο αίμα
του διακορευμένου πετεινού

Χτύπησα την πόρτα
ποτέ δεν ήξερα αν είναι η σωστή
μου άνοιξε ο Αλέξανδρος

Το κρύο ξύλινο πόδι του καρχαρία
ανέβαζε δάκρυα
στα χωριά της Μάνης

Τα γάντια που έβαλες στην δεξίωση
δεν είχαν το πρέπον μαύρο χρώμα
τους έλειπε το δεξί χέρι

Στο καρουσέλ της νυχτοπεταλούδας
δεν έβγαζαν εισιτήριο
ζητούσαν πιστωτική κάρτα

Οι μάσκες καταριόνται το βρώμικο νερό
τα τρύπια μάτια τους θα γίνουν
κρουνοί των παιδιών του μέλλοντος

Ελαφροπατούσες στα χιονισμένα κύματα
είχες γεννηθεί
σε κρύους γαλάζιους διαδρόμους

Τα δυο σκαλοπάτια
είναι τα χείλη που έδωσες
στα παιδιά σου

Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

τα δώρα της λεμονιάς (μονόλογος)

Όταν ήσουν μικρό παιδί πριν αποδημήσουν
οι πέρδικες με τις κυρτωμένες ράχες
φύτεψες στον κήπο σου
μια ατροφική λεμονιά.
Θυμάσαι επακριβώς χρονολογία, ημέρα και ώρα
Στο τρίτο στρατώνι την έβαλες
στο πεζούλι με τα αμφίσημα μανιτάρια
ίσα στο σύνορο που συγγένευε
με την κρύα πυραμίδα.
Μη κάνεις πάντα το ίδιο λάθος
δεν σου μιλώ για τις γνωστές πυραμίδες
Στο κουπί του Αη Λιά ορκίζομαι!
Την υιοθέτησες την λεμονιά
σαν απόδειξη κρατάς στο συρτάρι σου
τα παραστατικά με τις έγχρωμες σφραγίδες.
Επίσημα έγγραφα.
Γιατί λοιπόν διαρκώς επανεξετάζεις
στα δικαστήρια των ονείρων σου
κυριότητες, κεκτημένα, αποδοχές κληρονομιών…
Βιάζεις τους λεμονανθούς άθελά σου!
Το συρτάρι σου ποτέ ληστής δεν παραβίασε
το φρουρούν Ακρίτες άμισθοι δράκοντες...
Μεγάλωσε η λεμονιά, έριξε πλούσιο ανάστημα
Γεννήτορας.. Έφερε τρίφορους, τετράφορους
καρπούς και σε αυτό φρόντιζες μόνο εσύ.
Ήξερες να αριθμείς και να τρέφεις με ακρίβεια
λεμονανθούς!
Είχες τη σωστή δοσολογία, σπούδασες
με στερήσεις πολλές τη γεωπονική της
Όλα...τα έχεις καταγράψει
στο μοβ τετράδιο με λεπτομέρειες.
Πενθούσες
Και πάντα μιλούσες ακατάληπτα
Έλεγες μην σφάξετε τα κίτρινα μπαλόνια
τι θα χαρίσω στα παιδιά
την ημέρα των γενεθλίων της;
Τα κόκκινα κωνοειδή γλειφιτζούρια
του κυρ Βαγγέλη σάπισαν χωρίς οξυγόνο
Γιατί σωρεύεις άτακτο πόνο;
Τη λεμονιά δεν άφησες ποτέ
κανείς να τη τρυγήσει
την περιφρουρούσες δεν έκοβες καρπούς
ούτε σήπονταν, μετανάστευαν μόνο
τέσσερις φορές το χρόνο στις υπερκόσμιες
λαγήνες με το χοντρό αλάτι.
Τελικά μόνο οι άγγελοι γνωρίζουν τη νοστιμιά της γης!
Είναι καιρός λοιπόν να δώσεις εξιτήριο
στην βλαστήμια των αναμνήσεων.
Σκέψου...
Κάποια ανοιξιάτικα μεσημέρια που βοούσε
στα στήθια σου καθαρό αίμα
στον ίσκιο της λύγιζες το ζεματισμένο σπαθί
Πώς σκιρτούσες στο θρόισμά της ….Σου μιλούσε!
Τότε επέστρεφαν κι οι κυρτωμένες
πέρδικες με τους ατσαλάκωτους κεραυνούς
και πάνω στα φύλλα της έγραφαν μηνύματα
Τα ξέρεις
Τα κρατάς
Τίποτα δεν απώλεσες.
Στο αλωνάκι σου φυλάς σπόρια λεμονανθού
Κι οι πέρδικες πάλι θα σταθούν
στα ηλεκτροφόρα σύρματα
Περίμενε….
Η κόκκινη διχάλα στήνει παγανιά
στο σκουριασμένο μάνταλο
Είθε!

στην Δήμητρα

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008

τα μάρμαρα μου μίλησαν

Σε μια αποστροφή του λόγου σου
μου εξομολογήθηκες
με έναν ιριδίζοντα κομπασμό στα μάτια σου
πως στο κοντινό παρελθόν
υπήρξες ένας μεγάλος αυτοκράτορας
με άπειρες αποικίες στην κατοχή σου.
Έκανα πως δεν πρόσεξα
αλλά το κατέγραψα αυτό το φοβερό μυστικό
Ανέτρεξα σε βιβλιοθήκες, σε χρυσόβουλα
σε μοναστηριακά ιδιόγραφα κείμενα
στις χαράξεις της γης
Συγκόλλησα μελανόχρωμες κόρες του πουνέντε
κι επιτύμβιες πέτρες αναστήλωσα
για να μάθω….
Έχω μαζέψει αρκετό υλικό.
Στο τέλος άφησα τα μάρμαρα κι ένα πλατύ
γάργαρο χαμόγελο
Εσύ, όλο εκείνο το διάστημα έπλεκες
αχαμνούς ιστούς στην ιστορία
Επιβήτορας σε ένα σκάρτο χάρτη πάντα
Είναι ακλόνητα λοιπόν τα στοιχεία μου
δεν θα έχεις κανένα επιχείρημα να με διαψεύσεις
ούτε να αντιτείνεις λόγο κατοχής ή ιδιοκτησίας
Τα μάρμαρα λοιπόν μου μίλησαν!
Για κατηγορώ θα σου φέρω μόνο ένα κοχύλι
Εκεί ανάμεσα σε διθύραμβους και ύμνους
σε λόγια εξαίρετα κι αριθμούς
σε φιλοσοφίες αρχέγονες και σε μεγάλους
αναστεναγμούς.....
Κάτι πρέπει να ακούσεις
Είναι η φωνή κι ο λυγμός των μαρμάρων
(δεν γίνομαι λυρική…δεν μου το επιτρέπει
εκείνο το αστραφτερό χαμόγελο που σου προείπα)
Αυτό το κοχύλι θα στο φέρω να το ακούσεις
κάποια μέρα.
Φοβάμαι μόνο μην εγκλωβιστείς
και σε αποφράξουν οι διακλαδώσεις του
Αλλά δεν πειράζει
μόνος σου πήρες τον κακό τον δρόμο.
Στο χέρι σου είναι να λυτρωθείς
άλλη μία ευκαιρία…μην την χάσεις
Τα χειρόγραφα του κόσμου είναι μαζί μου
Θα νικήσω!
Το φιδάκι των ναών που πάνω του ασέλγησες
-στο μαύρο καλντερίμι του Αιγαίου-
σε μια φλούδα ήλιου
φουσκώνει το καρβέλι με το δηλητήριο!

στον Μ

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

ποιήματα 3

Το γλυπτό στη πλατεία
λυπήθηκε
το αόμματο δάφνινο στεφάνι

Δες ο ηλίανθος πως χλόμιασε
τη στιγμή που στην άμμο
κοσκινίζανε πόνο

Το καράβι χάθηκε
μες στο πράσινο ήλιο
που χαλίκια εκτόξευες

Στο ντεμπούτο της Άνοιξης
σκέφτηκες να χτυπήσεις
το ντέφι του γρύλου

Το ποτάμι του νου σου στέρεψε
μόλις έπεσε
στο πνιγμένο καράβι

Το νετρόνιο στα χέρια σου έλαμψε
όταν μέτρησες
του ήλιου τις χτένες

Η μικρή πασχαλίτσα
σου έστειλε
το χρησμό των μεγάλων κυκλώνων

Οι νεράιδες χορεύουν στο κάμπο
όταν φύεται
το άγουρο ρύζι

Στο παζάρι ο κισσός ξεπουλάει τη
πραμάτεια
του νάνου χειμώνα

Τις κορφές πυρπολείς με τη λόγχη σου
γιατί χόρεψες
της ζωής το πυρρίχιο

Δύο δίδυμοι ναύτες στον τοίχο
αφουγκράζονται
τον μπάλο του Πάτροκλου

Νωρίς έφυγες, δεν ήξερες ότι απόψε
ανάβουν τα νυχτέρια τους
οι αχινοί

Το μαντήλι που στο λαιμό σου έφερες
στο χαρίσαν
πειρατές μασκοφόροι

Το σκληρό το πετράδι υπηρέτησες
τη βραδιά
που εξωθούνταν ηφαίστεια

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008

ποιήματα 2

Το κλειστό στόμιο του πηγαδιού
είναι η μαύρη φτερούγα
των αγγέλων της κόλασης

Αν εσύ αγαπάς το κόκκινο
περιέγραψέ μου
την αλχημεία της παπαρούνας

Η φωτογραφία που έβαλες στο κάδρο
αιχμαλώτισε
τριάντα χρόνια ζωής

Τα καλάμια του Αχέροντα σείονται
τη στιγμή που εσύ πυρπολείς
το υγρό φθινόπωρο

Στο λαιμό σου κρεμόταν ο αμέθυστος
μια ανεμώνη μοβ
στο αυτί σου

Μια φορά εμφανίσθη στον ύπνο σου
ένα κίτρινο όξινο
λεμόνι

Όταν βρίθουν οι αχτίνες στα αστέρια
κουβαλάς ένα δεμάτι
με πυράκανθους

Στα βουνά κατοικούνε τα όνειρα
που πεθύμησαν
την ιώδια αρμύρα

Το στραγάλι της σφυρίχτρας στο τσίρκο
είναι το μήλο του Αδάμ
του νεογέννητου

Οι βλαστοί του κονδύλου
που απέκοψες
συνουσιάζονται κάθε βράδυ με το σκότος

Κι αν τα μάρμαρα από την μνήμη σου
έφυγαν
τα στεγάζουν οι γυρίνοι της λίμνης

Η μπουρού κι αν ξεψύχησε σήμερα
σου ετοίμασε
το νέο πορτραίτο

Τις τουλίπες τις μαύρες φοβήθηκες
γιατί φόραγες
άλκιμο χιόνι

Εκεί ψηλά που έστησες την αιώρα σου
την χτυπούσαν
φτερά πεταλούδας

στην Γιούλη και στον Βαγγέλη