Ο έρωτας σου αργόκαυτο
κάρβουνο που στα χέρια
μου κρατώ.
Δεν το πετώ.
Δεν καίγομαι.
Δεν αποτραβιέμαι.
Το τρέφω με την ανάσα μου.
Γιατί τί θα ήταν ο έρωτας
χωρίς την πυρά του;
Ένα ολομόναχο δέντρο
στην καταιγίδα.
Τη γραμμή της ζωής μου
επιτείνει και μεγαλώνει.
Κι όταν κάποτε αργοσβήσει,
το σχήμα της καρδιάς
σου θα πάρει κι αγάπη
θα το ονομάσω και θα
την καλοδεχτώ όπως
μια πανσπερμία άστρων
σε μια αφέγγαρη νύχτα
να με φωτίσει.
Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024
Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024
Ολιγόλεκτα
Τα ατρόμητα μάτια σου
τζαμάκι από φινιστρίνι
καραβιού που βουλιάζει
κι ο ναύτης δεν το
εγκατέλειψε ακόμα.
*
Τα σαρκώδη χείλη σου
πόρτα δίφυλλη ανοιγμένη
στο νοτιά που σαράκι δεν
την απειλεί και μόνο η
αλμύρα αφήνει πάνω της
το κέντημα να πέφτει.
*
Τα δουλεμένα χέρια σου
μπατανίες του τοίχου που
αντιστέκονται στον σκώρο
και να οδοιπορήσουν
ονειρεύονται στο επέκεινα
με οδηγό τα σκυλιά και
τους κυνηγούς.
τζαμάκι από φινιστρίνι
καραβιού που βουλιάζει
κι ο ναύτης δεν το
εγκατέλειψε ακόμα.
*
Τα σαρκώδη χείλη σου
πόρτα δίφυλλη ανοιγμένη
στο νοτιά που σαράκι δεν
την απειλεί και μόνο η
αλμύρα αφήνει πάνω της
το κέντημα να πέφτει.
*
Τα δουλεμένα χέρια σου
μπατανίες του τοίχου που
αντιστέκονται στον σκώρο
και να οδοιπορήσουν
ονειρεύονται στο επέκεινα
με οδηγό τα σκυλιά και
τους κυνηγούς.
*
Τα μολυβένια πόδια σου
κοντάκια όπλων που
πάνω τους ο ιδιοκτήτης
τους χάραξε στίχους
έτσι που τα πουλιά να μην
φοβούνται και οι αυτόχειρες
να μην δειλιάζουν μπρος
στο στερνό αντίο.
Νυχτερινή έφοδος
Νυχτερινή έφοδος
Φυσάει πολύ δυνατά απόψε
στα μέρη που αγάπησες,
δεν θα χρειαστείς τα καψαλισμένα
σου φτερά για να έρθεις.
Φόρεσε τα σκαρπίνια
του βοριά κι έλα να με βρεις.
Σου ετοίμασα πόλεις μαγικές
και χωριά πετρόκτιστα
για να κατοικήσεις.
Μόνο παιδιά ζουν σε αυτά
με τις μουσικές τους μπάντες.
Το παραμύθι με τον
αλαφροΐσκιωτο γίγαντα
έλα να τους πεις.
Ξαγρυπνούν για σένα.
Μουσικά σου φτιάχνουν
πεντάγραμμα τις νότες
να απλώσεις.
Κοκοράκια σου αγοράζουν
να γλυκαθείς.
Απίκραντα τα χείλη σου
πρόσφερε, φιλιά να σκορπούν
και με τραγούδια να γεμίζουν
τις κάτω ρούγες.
Κοίτα πώς οι καμινάδες
καπνίζουν ασταμάτητα.
Έλα να ζεσταθείς.
Πρόσεξε πώς τα παιδικά
αυτοκινητάκια βγήκαν
στους δρόμους.
Τα ταξίδια σου έλα και κάνε.
Δες πώς τα δέντρα αμέτρητες
κούνιες έριξαν το πηγαινέλα
της αγάπης να ασπαστείς.
Τα τραγούδια σου αμόλησε,
το χειροκρότημα για να εισπράξεις
απ' τις ανοικτές στον άνεμο
παιδικές παλάμες.
Σε αυτά τα μέρη τα νεόκτιστα
για σένα ήρθα.
Πλάι στα παιδιά εκτινάχθηκα
και ζω τιμωρώντας
τη μοναξιά των ποιημάτων.
Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς
εδώ.
Ουράνια της φαντασίας τόξα
ζωγράφισα να μην βραχείς.
Χρώματα της δύσης έκλεψα
να με αναγνωρίσεις.
Το άλογο του πατέρα
έζεψα για να καβαλικέψεις
πάνω στα μεγάλα γεναριάτικα
όνειρα μου.
Γενέθλιο κάνε με τόπο
κι εγώ ζεστή θα σου κρατάω
αγκαλιά σαν την φωλιά
του πελαργού που αψηφά
τους πανάρχαιους νόμους
και δεν εγκαταλείπει.
Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024
Εξαρχής η ζωή
Εδώ και πολλά χρόνια
ένα δέντρο της χαράς
φύτρωνε στο χώμα
της καρδιάς μου.
Οπωροφόρο ήταν είδος
και σε κανένα δεν έμοιαζε
άλλο δέντρο που η γη
στα σπλάχνα της τρέφει.
Νόστιμους και θρεπτικούς
μου έδινε καρπούς με
γλυκόξινη γεύση.
Αυτό με μεγάλωνε
και καμιά χρεία δεν
είχα άλλη για να ζήσω.
Τα κύτταρα μου πολλαπλασίαζε,
στις φλέβες μου έμπαινε
και στο πρόσωπο μου
ζωγράφιζε χαμόγελα.
Απαιτητικό δεν ήταν
μόνο λίγο αφράτεμα
που και που
οι ρίζες του ζητούσαν
και δροσιά πρωινή
για να ομορφαίνει
με τα κλαδιά του τα στήθη μου.
Χέρια άλλα δεν το άγγιζαν.
Πνοές άλλες δεν το θώπευαν.
Μάτια εχθρικά δεν το θωρούσαν.
Σμιχτά χείλη ποτέ
δεν το φίλησαν.
Αποκλειστικά για μένα
μόνο ζούσε και της φαντασίας
μου ανακάτευε την
ζωοδότρα πυρά.
Ανέγγιχτο, ωραίο, δυνατό
με αγκάλιαζε και με συντηρούσε.
Τα κουκούτσια του φύλαγα
στην τσέπη μου, κάποτε
στη γη το χαρμόσυνο
να φέρω μήνυμα.
Ώσπου μια μέρα ήρθες
εσύ και το βάτεψες και
το ξερίζωσες καθώς
λανθασμένα κλειδούχο
της καρδιάς μου σε όρισα.
Πέταξε μακριά η χαρά.
Λύγισαν τα γόνατα.
Στάχτη έγινε η πυρά
κι η φαντασία σαν αμνός
της γιορτής σφαγιάστηκε.
Χωρίς σκιά και μέθη έμεινα
να ακροπατώ στα κάστρα.
Όλα τα κατέλυσες μόνο
τα κουκούτσια δεν βρήκες.
Με αυτά στο μέλλον
θα ξανανθίσω και θα βγάλω
καρπούς και στέρεες ρίζες.
Στα παιδιά θα προσφύγω
το πλατύ να φέρουν χαμόγελο.
Στους ποιητές θα αποτανθώ
να σε στείλουν πάλι πίσω
στο έρεβος και στη λήθη.
Τριγμούς ακούω.
Σε νίκησα.
Το δέντρο αναγεννάται
σαν πυρπολημένος φοίνικας
και μακριά σε διώχνει
με των σπαθιών του
ένα δέντρο της χαράς
φύτρωνε στο χώμα
της καρδιάς μου.
Οπωροφόρο ήταν είδος
και σε κανένα δεν έμοιαζε
άλλο δέντρο που η γη
στα σπλάχνα της τρέφει.
Νόστιμους και θρεπτικούς
μου έδινε καρπούς με
γλυκόξινη γεύση.
Αυτό με μεγάλωνε
και καμιά χρεία δεν
είχα άλλη για να ζήσω.
Τα κύτταρα μου πολλαπλασίαζε,
στις φλέβες μου έμπαινε
και στο πρόσωπο μου
ζωγράφιζε χαμόγελα.
Απαιτητικό δεν ήταν
μόνο λίγο αφράτεμα
που και που
οι ρίζες του ζητούσαν
και δροσιά πρωινή
για να ομορφαίνει
με τα κλαδιά του τα στήθη μου.
Χέρια άλλα δεν το άγγιζαν.
Πνοές άλλες δεν το θώπευαν.
Μάτια εχθρικά δεν το θωρούσαν.
Σμιχτά χείλη ποτέ
δεν το φίλησαν.
Αποκλειστικά για μένα
μόνο ζούσε και της φαντασίας
μου ανακάτευε την
ζωοδότρα πυρά.
Ανέγγιχτο, ωραίο, δυνατό
με αγκάλιαζε και με συντηρούσε.
Τα κουκούτσια του φύλαγα
στην τσέπη μου, κάποτε
στη γη το χαρμόσυνο
να φέρω μήνυμα.
Ώσπου μια μέρα ήρθες
εσύ και το βάτεψες και
το ξερίζωσες καθώς
λανθασμένα κλειδούχο
της καρδιάς μου σε όρισα.
Πέταξε μακριά η χαρά.
Λύγισαν τα γόνατα.
Στάχτη έγινε η πυρά
κι η φαντασία σαν αμνός
της γιορτής σφαγιάστηκε.
Χωρίς σκιά και μέθη έμεινα
να ακροπατώ στα κάστρα.
Όλα τα κατέλυσες μόνο
τα κουκούτσια δεν βρήκες.
Με αυτά στο μέλλον
θα ξανανθίσω και θα βγάλω
καρπούς και στέρεες ρίζες.
Στα παιδιά θα προσφύγω
το πλατύ να φέρουν χαμόγελο.
Στους ποιητές θα αποτανθώ
να σε στείλουν πάλι πίσω
στο έρεβος και στη λήθη.
Τριγμούς ακούω.
Σε νίκησα.
Το δέντρο αναγεννάται
σαν πυρπολημένος φοίνικας
και μακριά σε διώχνει
με των σπαθιών του
την κόψη.
Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024
Πορεία προς το άγνωστο
Είναι αφρόντιστα τα
τραγούδια μου σαν ένα
παλιό ξεχαρβαλωμένο
τρένο που πάνω στις
ράγες της φυγής κινείται.
Για οδηγό έχει έναν
παράξενο υπερήλικα
που από γεροντική άνια
πάσχει.
Στα πόδια του κοντά συνηθίζει
να έχει δυο κλουβιά
με καναρίνια και κορυδαλλούς.
Δεν είναι λίγες οι φορές
που συνοδεύει το κελάηδισμα
τους και ποτέ δεν παραλείπει
να τα ψυχώνει με σπόρους
που κρατά στην κωλότσεπη.
Για επιβάτες έχει τελευταία
αποκλειστικά νεαρούς
που ακόμα δεν τρίχωσε
το πάνω τους χείλος.
Θορυβούν, εξαγριώνονται
για ψύλλου πήδημα,
φωνάζουν, ζαλίζονται, πίνουν
ακατάπαυστα και ξεχνούν
να κατέβουν στην επιλεγμένη
τους στάση.
Όταν αργά το καταλάβουν
σηκώνονται όρθιοι, αφήνουν
στην άκρη τα πειράγματα τους
κι αποφασίζουν να δράσουν.
Μέμφονται τον οδηγό
λες κι αυτός φταίει,
χτυπούν κουδούνια
εις μάτην όμως
καθώς αυτός είναι βαρήκοος
και δεν ακούει σχεδόν καθόλου.
Κάποιοι γενναίοι μάλιστα
καταλήγουν να σπάσουν τα τζάμια.
Πρέπει απαραιτήτως
να βγουν έξω στο φως.
Τα θραύσματα πληγώνουν
τα χέρια τους, τα κορμιά τους.
Αιμορραγούν και τότε
βρίσκουν τα τραγούδια
ευκαιρία στις μέσα κηλίδες τους
να φωλιάσουν.
Οι νεαροί καταλαβαίνουν.
Ο οδηγός όμως προσπερνά
τις στάσεις καθώς οι μηχανισμοί
του τρένου έχουν
σαραβαλιαστεί απ' τους
βανδαλισμούς.
Αυτό το τρένο πλέον τώρα
κινείται χωρίς αφετηρία,
κατάληξη και προορισμό.
Ο περίλυπος οδηγός,
οι νεαροί επιβάτες, τα πτηνά,
τα αφρόντιστα τραγούδια
είναι μέρος ενός πανάρχαιου
άσματος που ποτέ δεν τελειώνει.
Σημειωτέο ότι αυτό το τρένο
δεν καταναλώνει καύσιμα
ποτέ παρά μόνο αθώο αίμα.
Δεν θα σε πάρει μαζί του
όσο κι αν επιμένεις.
Φοβάται τα λευκά
μακριά μαλλιά σου και τις
αυλακιές που σαν ράγες
διαπερνούν το μέτωπο σου
μην και το εκτρέψουν από
τραγούδια μου σαν ένα
παλιό ξεχαρβαλωμένο
τρένο που πάνω στις
ράγες της φυγής κινείται.
Για οδηγό έχει έναν
παράξενο υπερήλικα
που από γεροντική άνια
πάσχει.
Στα πόδια του κοντά συνηθίζει
να έχει δυο κλουβιά
με καναρίνια και κορυδαλλούς.
Δεν είναι λίγες οι φορές
που συνοδεύει το κελάηδισμα
τους και ποτέ δεν παραλείπει
να τα ψυχώνει με σπόρους
που κρατά στην κωλότσεπη.
Για επιβάτες έχει τελευταία
αποκλειστικά νεαρούς
που ακόμα δεν τρίχωσε
το πάνω τους χείλος.
Θορυβούν, εξαγριώνονται
για ψύλλου πήδημα,
φωνάζουν, ζαλίζονται, πίνουν
ακατάπαυστα και ξεχνούν
να κατέβουν στην επιλεγμένη
τους στάση.
Όταν αργά το καταλάβουν
σηκώνονται όρθιοι, αφήνουν
στην άκρη τα πειράγματα τους
κι αποφασίζουν να δράσουν.
Μέμφονται τον οδηγό
λες κι αυτός φταίει,
χτυπούν κουδούνια
εις μάτην όμως
καθώς αυτός είναι βαρήκοος
και δεν ακούει σχεδόν καθόλου.
Κάποιοι γενναίοι μάλιστα
καταλήγουν να σπάσουν τα τζάμια.
Πρέπει απαραιτήτως
να βγουν έξω στο φως.
Τα θραύσματα πληγώνουν
τα χέρια τους, τα κορμιά τους.
Αιμορραγούν και τότε
βρίσκουν τα τραγούδια
ευκαιρία στις μέσα κηλίδες τους
να φωλιάσουν.
Οι νεαροί καταλαβαίνουν.
Ο οδηγός όμως προσπερνά
τις στάσεις καθώς οι μηχανισμοί
του τρένου έχουν
σαραβαλιαστεί απ' τους
βανδαλισμούς.
Αυτό το τρένο πλέον τώρα
κινείται χωρίς αφετηρία,
κατάληξη και προορισμό.
Ο περίλυπος οδηγός,
οι νεαροί επιβάτες, τα πτηνά,
τα αφρόντιστα τραγούδια
είναι μέρος ενός πανάρχαιου
άσματος που ποτέ δεν τελειώνει.
Σημειωτέο ότι αυτό το τρένο
δεν καταναλώνει καύσιμα
ποτέ παρά μόνο αθώο αίμα.
Δεν θα σε πάρει μαζί του
όσο κι αν επιμένεις.
Φοβάται τα λευκά
μακριά μαλλιά σου και τις
αυλακιές που σαν ράγες
διαπερνούν το μέτωπο σου
μην και το εκτρέψουν από
την πορεία προς το άγνωστο.
Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024
haibun
Ο πίνακας
Μπήκε σε ένα κάπως σαραβαλιασμένο λεωφορείο και διάλεξε κάθισμα από την μεριά της θάλασσας. Ο οδηγός κάθισε στη θέση του και ξεκίνησε. Είχε ένα παχύ μαύρο μουστάκι και μάσαγε σπόρους. Η διαδρομή ήταν ειδυλλιακή. Ασημένιες ελιές, που και που πεύκα και οι γαλάζιες γάζες της θάλασσας σου έκοβαν την ανάσα.
Μηχανότρατα-
σπαρταράνε τα ψάρια
βόλοι χαλαζιού.
Έφτασε στην πόλη το σούρουπο. Όλα γύρω ήταν στολισμένα κι από τα μεγάφωνα ακούγονταν στη διαπασών γιορτινή μουσική. Κατευθύνθηκε προς την γκαλερί που ήταν στο κέντρο της παλιάς πόλης. Ο τοπικός σύλλογος είχε διοργανώσει μια έκθεση προς τιμή των τριάντα χρόνων της στα εικαστικά δρώμενα της χώρας. Χάρηκε πολύ σαν είδε την αίθουσα να σφύζει από κόσμο.
Έξω χιονίζει
τριγμούς κάνει το τζάκι-
λαμπάκια παίζουν.
Την υποδέχτηκαν με χαρά και χειροκροτήματα. Έλαμπε το πρόσωπο της όταν την πλησίασε ένας νεαρός και της ζήτησε να αγοράσει το πίνακα με θέμα το φιλί. Δίπλα του είχε την αγαπημένη του. Σφιχταγκαλιασμένοι προχώρησαν προς το έργο. Τους ακολούθησε. Σαν έφτασε μπροστά έκπληκτη παρατήρησε πόσο πολύ έμοιαζαν οι φιγούρες τους με αυτές του πίνακα. Τον έδωσε σε τιμή κόστους και τους έκλεισε ραντεβού στο ατελιέ της για να ζωγραφίσει δωρεάν το πορτρέτο τους.
Αστραπόβροντα
λάμπει η τζαμαρία-
η νύχτα ψυχρή.
Μπήκε σε ένα κάπως σαραβαλιασμένο λεωφορείο και διάλεξε κάθισμα από την μεριά της θάλασσας. Ο οδηγός κάθισε στη θέση του και ξεκίνησε. Είχε ένα παχύ μαύρο μουστάκι και μάσαγε σπόρους. Η διαδρομή ήταν ειδυλλιακή. Ασημένιες ελιές, που και που πεύκα και οι γαλάζιες γάζες της θάλασσας σου έκοβαν την ανάσα.
Μηχανότρατα-
σπαρταράνε τα ψάρια
βόλοι χαλαζιού.
Έφτασε στην πόλη το σούρουπο. Όλα γύρω ήταν στολισμένα κι από τα μεγάφωνα ακούγονταν στη διαπασών γιορτινή μουσική. Κατευθύνθηκε προς την γκαλερί που ήταν στο κέντρο της παλιάς πόλης. Ο τοπικός σύλλογος είχε διοργανώσει μια έκθεση προς τιμή των τριάντα χρόνων της στα εικαστικά δρώμενα της χώρας. Χάρηκε πολύ σαν είδε την αίθουσα να σφύζει από κόσμο.
Έξω χιονίζει
τριγμούς κάνει το τζάκι-
λαμπάκια παίζουν.
Την υποδέχτηκαν με χαρά και χειροκροτήματα. Έλαμπε το πρόσωπο της όταν την πλησίασε ένας νεαρός και της ζήτησε να αγοράσει το πίνακα με θέμα το φιλί. Δίπλα του είχε την αγαπημένη του. Σφιχταγκαλιασμένοι προχώρησαν προς το έργο. Τους ακολούθησε. Σαν έφτασε μπροστά έκπληκτη παρατήρησε πόσο πολύ έμοιαζαν οι φιγούρες τους με αυτές του πίνακα. Τον έδωσε σε τιμή κόστους και τους έκλεισε ραντεβού στο ατελιέ της για να ζωγραφίσει δωρεάν το πορτρέτο τους.
Αστραπόβροντα
λάμπει η τζαμαρία-
η νύχτα ψυχρή.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)