Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Ο δεύτερος ήλιος

Παχύς ο ίσκιος σου σαν την προβολή πλατάνου 

πάνω στο πλακόστρωτο δρομάκι ώρα δειλινού 

που διαβάτες δέχεται.

Κορμός δυο αγκαλιές, κλαδιά δασιά, χώρο 

να δίνουν στα τζιτζίκια, στα αηδόνια 

και στους πετροκότσυφες.

Δίπλα του μια βρυσομάνα γάργαρο να τρέχει το νερό 

σαν το αίμα στις δικές σου φλέβες 

την ώρα των στεναγμών.


Αγαπώ την δροσιά του κορμιού σου 

και το δισάκι μου δένω πάνω στο κλαρί 

των δακτύλων σου, καλούδια γεμάτο.

Μέσα του το προσφάι μου, το κομποσκοίνι 

τις προσευχές μην ξεχνώ, 

το κρίθινο καρβέλι του ήλιου και τα σανδάλια μου

καθώς ανυπόδητη προχωρώ στην ζωή.


Ερωτικό το σώμα σου σαν τον κορμό του δέντρου 

που χαράξαμε μια ημέρα τα σύμβολα της αγάπης.

Προχωρώ και σε βρίσκω.

Σε αγκαλιάζω και χάνεσαι.

Ανυποχώρητη σκάβω τις ρίζες σου, 

εδώ η πέτρα της βασκανίας, 

εδώ το πρώτο σου κλάμα 

κι εκείνο το αρχαίο περιδέραιο με τις μέλισσες.


Είχες πει πως θα μου το χάριζες, δεν το έπραξες.

Γυμνός έμεινε ο λαιμός μου σαν το αλώνι της πατρίδας

κατάντικρυ στον ήλιο μετά τον θερισμό.

Ασθμαίνω, διψάω, ιδρώνω, πληγώνονται τα

πέλματα μου, σε ακολουθώ.

Τυμβωρύχος γίνομαι και τις προθήκες σου αδειάζω.

Αντιστέκεσαι, σε παρακάμπτω, δεν σου μιλώ, κρύβομαι.


Παίρνω βουρτσάκι αφαιρώ με προσοχή το χώμα.

Στην επιφάνεια σε φέρνω.

Παίρνω το γαλάζιο της χάντρας και κόρη στα μάτια το φορώ, 

ομορφαίνω.

Το κλάμα σου σέβομαι, στον χείμαρρο το ρίχνω.  

Μένω με το περιδέραιο, η μια μέλισσα με τσιμπά, 

δεν υποχωρώ στον λαιμό μου το δένω, 

ένας κόμπος ιδρώτα κλείνει την πληγή.


Όμορφη σεργιανώ στα αλώνια, 

οι θεριστές με καλοδέχονται, τους ψιθυρίζω το μυστικό μου, 

γελούν και με κρύβουν στις θημωνιές.

Τα άλογα ρουθουνίζουν, ζεσταίνομαι, 

στην χαίτη τους καταλύω, 

αμαζόνα γίνομαι και στο κυνήγι σε παίρνω.

Σε φτάνω μου γλιστράς.

Σε γεννάω με αποκρούεις.

Σε πολιορκώ κάστρο γίνεσαι.

Σε πυρπολώ στα χέρια μου πέφτεις.


Γνωρίζω ξανά τους ιστούς σου, τα οστά σου 

κι εκείνη την φλέβα του δεξιού σου ποδιού

που πάλλονταν τις νύχτες. 

'Έμβρυο γίνεσαι σε κυοφορώ.

Δύσκολη κύηση, παλίνδρομο γίνεσαι σώμα.

Ο πλακούντας ο τάφος σου και η φάτνη σου.

Σε θρέφω, μορφή παίρνεις.

Βαραίνει το σώμα μου, σε μαθαίνω, 

διοργανώνω τελετές και σε καλώ.

Μεθάς, βρίζεις, ερωτεύεσαι, στην λήθη 

προσκρούεις την μάχεσαι, 

νικηφόρος μπαίνεις στις πόλεις μου  

με τρόπαια στα χέρια και στις άμαξες.


Εφτά χρόνια στην μήτρα μου κατοικείς,

δεν κουράζομαι, τις οδύνες περιμένω.

Όταν σε γεννήσω δυο μέλισσες θα έχεις για χέρια,

το στόμα σου ένα ρύγχος το νέκταρ να τρυγάς, 

φτερά τα πόδια σου κοντά μου να έρχεσαι, 

γλυκούς χυμούς στο σώμα μου να αφήνεις.

Ξεκλέβω κερί και κερήθρα σου φτιάχνω μέσα στα κύτταρά μου.

Σε εμπεριέχω.

Το αίμα μου μέλι, 

ζαχαρωτό από μια παλιά εκδρομή.

Σε γεύομαι, σε ποθώ, με ανασταίνεις.


Ψηλώνω, βρίσκω τους χαμένους μου πόντους.

Ηλίανθος γίνομαι κι εσύ ο δεύτερος μου ήλιος.

Ανέφελος ο ουρανός μου, φρένο τραβάει και τον χρόνο

σταματά στην πιο μεγάλη του ηλιοστάσιου μέρα. 

Λαμπρός να βγαίνεις στον κόσμο και γλυκύς

σαν τα άλκιμά μου κύτταρα που τις νύχτες σεργιάνι

με πάνε στων ηδονών τις ατραπούς.