Ι
Μιαν εσπέρα σαν και χθες θα ήτανε
Φορούσα κατάσαρκα το καλό μου ρούχο
Σκούρος ταφτάς με λεπτομέρειες σχεδίων στο τελείωμα:
Ανθάκια που σου άρεσαν κι άστρα μπλε φωτεινά
Μου είπες:
Λάμπεις κι ευωδιάζεις σαν γη
Λάμπεις κι ευωδιάζεις σαν ουρανός
Θα σε κατοικήσω
Σαν χθες θα ήτανε
Πάνε χρόνια
Το φόρεμα το κράτησα ανέπαφο στην κρύπτη της μνήμης
Τον λόγο σου τον φόρεσα στην καρδιά σαν προειδοποίηση
Δεν διαψεύστηκες
Η γη σε τύλιξε με αχλή ο ουρανός σε κράτησε στα σκαλοπάτια του
Από τότε βλέπω έναν ήλιο δεύτερο στα όνειρα μου
Σε θέλω
Δεν είναι που λείπεις δεν είναι που επιστρέφεις
Είναι που μεγαλώνει κάθε μέρα η απόσταση της αγκαλιάς μου
Δεν είμαι
Δεν χαράζω
Ενδοτικά αποφασίζω πως ζω στη σκευωρία του σκότους πιασμένη
Κι ηλίανθους καλλιεργώ συστηματικά στον κήπο
Αν θυμάμαι καλά ηλίανθοι ήτανε και τα ανθάκια στο φόρεμα εκείνο
Ηλίανθοι που τόσο πολύ σου άρεσε να φέρνεις....
ΙΙ
Μιαν εσπέρα σε ξεχασμένο χρόνο
Σημάδευα με λόγχες βροχής τα πανάρχαια μυστικά
Τα λάβωνα τα πονούσα μην έχοντας διαφυγή καμιά
Σε χρόνο ξεχασμένο
Άπλωνα σεντόνια κυματιστά
Να ζηλέψει το πικρό κοχύλι που δεν το στέριωσα
Στων κοριτσιών την πάλλουσα χαίτη
Ήταν τότε που κάθε γέρμα ξέπλενα το αίμα των ελαφιών
Σε πηγές καθαρτήριες
Και σε περίμενα
Αν πέρναγες από εκεί ίσως και να μην σε θυμόμουν
Αλλά στα σίγουρα θα σε διάβαζαν οι παλμοί μου
Καθώς καλπάζοντας με πήγαιναν
Θυσιασμένη στη χώρα σου
Στο τελευταίο σου σφίξιμο
Στην λυτρωτική άρνησή σου
Είχαν ανοίξει τα σύνορα
Αλλά εγώ φοβόμουν τους έκπτωτους αγγέλους
Μη τυχόν ζητήσουν τον προορισμό μου να μάθουν
Η θεοδικία καταστροφική σαν τη φωτιά στον πευκώνα
Έτσι απόμεινα μόνη πεντάγραμμα να χαράζω στους ουρανούς
Την μουσική των στίχων σου εκεί να κλείνω
ΙΙΙ
Μιαν εσπέρα σε ένα κόκκινο ημικύκλιο
Σχεδίαζα τόξα μικρά
Με κάκτου φαρμακερούς χυμούς τα επάλειφα
Ήθελα να πετύχω την καρδιά της λησμονιάς
Το ερπετό του οίκτου να πληγώσω
Μεθυσμένη από οργή να ψέξω
Το κορμί που χάθηκε στο άλλο μισό
Σε αλώνια και σε διάσελα πέτρες ξεκολλούσα
Μέσα στου ποταμού τη λεκάνη να ρίξω μιαν ευχή
Ανολοκλήρωτη μην μείνω
Τα βράδια να μην θρηνώ τις ηδονές
Πέπλα στου φεγγαριού το γέμισμα να μην φορώ
Ήμουν μικρή
Με ψυχή τρεμάμενη μέδουσας
Όταν αποφάσισα να ανέβω σε κάβο ξερό
Να μαζέψω δυο κορδέλες χάρτινες σε χρώμα ρουμπινί
-Στολίδι ύστερο να τις δέσω στο χέρι-
Πριν έρθει το κύμα και τις πάρει
Και μείνω μια σπασμένη ακτίνα αστίλβωτου τροχού
Στις αμμοθίνες του νου ένα βότσαλο
Που απέλπιδα θα σου φωνάζει γιατί και μήπως.