Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Σάρκινο φιλί

Ο έρωτας κρυμμένος πίσω
από την συκομουριά έστελνε
τα καλογυαλισμένα βέλη του. 
Κανείς άλλος δεν τον κατάλαβε
εκτός από αυτούς.....
Κανείς δεν τον πρόσεξε όσο κι
αν ηχηρά βροντούσε από λαγνεία. 
Ουδείς δεν τον υπολόγισε, 
ψυχρή η καρδιά ενδύθηκε πέπλα βαριά. 
Μονάχα οι δυο εραστές 
τον γεύτηκαν. 
Αποκλειστικά δικός τους τρύπιος καμβάς 
για να ζωγραφίσουν πάνω του
τα πάθια της αγάπης. 

Παράνομος έρωτας και το σώμα
στην πρώτη του άνθιση
να εκλιπαρεί την σαρκική ένωση
που ποτέ όμως δεν ήρθε. 
Μεταμεσονύχτιο του πόθου φιλί
που δόθηκε κλεφτά ύστερα 
από έναν γλυκό, ολιγόωρο 
ύπνο δίπλα στις φλύαρες καλαμιές. 

Αποτραβιόταν το σώμα 
από τα γήινα κι έβαζε πλώρη 
για το υπερβατό. 
Ποιος να τους δει εκεί ψηλά
που πήγαν;
Το σπίτι της δεν την νοούσε 
και ποτέ δεν διάβασε τον δυσανάγνωστο 
κοχλία της για χρόνια. 
Είχε μαγκώσει σαν κλειδαριά 
που ποτέ δεν ανοίγει για να βγεις 
στο φως σαν εαρινό ξεφάντωμα. 

Χορεύτρια στα βήματα της ηδονής
αυτή κι ο εραστής της το ντέφι 
και οι εκρηκτικές κλακέτες. 
Ένα τους χαρίστηκε σάρκινο 
φιλί μόνο, πεινασμένοι εσαεί να το 
κουβαλάνε στις κλειστές τους
αποσκευές, μακριά από τα ήθη 
και τη μονότονη τριβή του κόσμου.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Ανταλλάξιμο είδος

Οβολός το φιλί σου που
τον ζητά ο βαρκάρης σαν ανταμοιβή
στα μαύρα περάσματα. 
Θάνατος που κουβαλάς
στο στήθος σαν μισοτελειωμένο
τατουάζ. 
Πονά η βελόνα. 
Πονά και σπαράζει η θύμηση. 
Το σώμα πυρπολημένο από φωτιές
άρπαγες τρέχει να σωθεί. 
Μαύρα τα νερά σαν βασάλτης 
ραγισμένος που πριν λίγο
τον εξόρυξαν. 
Το μάτι του βαρκάρη είναι
δίχρωμο σαν της κεραμιδογάτας
που την πάτησε πριν το λεωφορείο. 

Το νέον τυφλώνει τα μάτια. 
Στις αποβάθρες στριμώχθηκαν
φύλλα από ένα αόρατο δέντρο.
Μπούκωσαν οι ράγες ερημιά. 
Οι επιβάτες δυσαρεστημένοι
χτυπούν τα πόδια στα πλακάκια. 
Το τρένο που θα σε έφερνε
ακύρωσε το δρομολόγιο του. 
Μην ήρθες κι έλειπα;
Ρωτάω τους επιβάτες
δεν γνωρίζουν. 
Ο ζητιάνος μόνο μου έδειξε
το μισοάδειο τασάκι του απελπισμένος. 
Ένα δίδραχμο το φιλί σου
που θορυβεί ακόμα σαν χαλασμένο
κλάξον. 

Φεύγω σαστισμένη μήπως
και σε συναντήσω. 
Δεν σε βρίσκω. 
Γύρω μου οι άνθρωποι απορούν, 
κάποιοι βιάζονται. 
Βρέχει. 
Σφυρίζουν οι άνεμοι κι εγώ
κλαίω σαν ορφανό παιδί στο
πολύβουο σταυροδρόμι. 
Ακούω το τρένο να περνά. 
Τρέχω αδίκως.
Ο ζητιάνος με συμπονεί και
μου δίνει το κέρμα. 
Άδειο απομένει το τασάκι. 
Πήχτρα η καρδιά από την απουσία. 
Φεύγω. 
Βρέχει. 
Πετάω το κέρμα στον υπόνομο. 
Μικροποσό το φιλί σου και
μακάβριο ανταλλάξιμο είδος. 
Πάλι με γέλασες.

Πήρε μέρος στο 32ο Συμπόσιο Ποίησης που
διοργάνωσε η άοκνη πριγκιπέσσα μας.
https://princess-airis.blogspot.com/2024/12/32-1-11th-anniversary.html?m=1

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

Υπόλογος μιας επέλασης

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, 
κι η μάνα το ζηλεύει.

Ήσουν ο φυσιοδίφης κι ο
γητευτής των φιδιών.
Υπνώτιζες την δενδρογαλιά, την
φοβερή έχιδνα, τον πύθωνα και
τον ύπουλο αστρίτη. 
Με μαγικά χέρια και με λόγια
που είχες εκμυεύσει από
πανάρχαια λεξικά καθυπόταζες
τη φύση τους. 

Απ' όταν έφυγες γέμισαν
τα χωριά αλλά και οι πολιτείες
από τα φοβερά αυτά ερπετά. 
Συριγμοί ακούγονται παντού
και μια τεράστια ουρά
προσπαθεί να τυλίξει γύρω της
τα θαυμάσια σώματα των
αγαλμάτων και την προσιτή
φύση των ειδωλίων. 
Τρέμει η γη σαν κλαράκι φτελιάς
μπροστά στον γκρεμό. 

Τρέχει ο κόσμος να σωθεί
πανικόβλητος. 
Με κασμάδες και φτυάρια οι
άνδρες σκάβουν τα σπλάχνα
της γης κρύπτες να ανοίξουν
για να στεγάσουν τα γυναικόπαιδα. 
Αλαλαγμοί ακούγονται, κατάρες
εκτοξεύονται και προσευχές 
που είχαν ξεχαστεί βγαίνουν
από τα χείλη. 

Κάθε μετρό κι ένας νεκρός. 
Κάθε πόντος και μια σβησμένη
ανάσα. 
Μανάδες εγκαταλείπουν τα
μωρά τους έξαλλες. 
Οι ποιητές ξεχνούν τις ρίμες
τους πάνω στα πυρπολημένα 
από τον ήλιο αλώνια. 
Όποιος γλυτώσει. 

Μαινάδα εγώ κι αρχαία θεά
εκλιπαρώ να γυρίσεις πίσω. 
Δείχνω την φωτογραφία σου
στους αγγέλους να σε
γνωρίσουν κι εδώ να σε φέρουν. 
Μιλάω στο αυτί του Θεού να
μας σπλαχνιστεί. 
Χτυπάω τις καμπάνες πένθιμα
μήπως κι αλλάξεις γνώμη. 

Ανασηκώνεις το ματοτσίνορο
και μου ξεφεύγεις, τραγούδια
ερωτικά ψελλίζεις και τις
κλειστές θύρες επιθεωρείς. 
Άφαντος από τα γήινα τραβάς
τ' αψήλου και χάνεσαι πίσω
από τις δαντέλες των σύννεφων. 
Με έναν εγωισμό που οι νεκροί
μόνο κατέχουν απομακρύνεσαι. 

Με σεισμούς σε απειλώ με εσύ
πιο δυνατός από τον εγκέλαδο
μας προσπερνάς. 
Σε παίρνουν φαλάγγι ιερά
λείψανα, εξαπτέρυγα και 
μικροί ερωτιδείς μα εσύ μας
αποφεύγεις με τη μορφή σου
να θυμίζει κόλαση και σφαγείο. 
Αλύγιστος και με προμηθεϊκη
τόλμη μας αφήνεις άλλη μια
φορά να χαθούμε μέσα στον
ζόφο και στο δηλητήριο. 
Αχ! Τα φτερά γιατί στα έδωσα;

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

Εσύ είσαι...

Εσύ είσαι που μπαίνεις
στη λάμψη της αστραπής
κι έρχεσαι εδώ καθώς
βρέχει. 
Κατακαίεις τη χλόη, τα κλαδιά
του σφενδάμου, την άμυαλη
αμυγδαλιά και την μικρή
πασχαλίτσα τσουρουφλίζεις. 
Δες την πως έχει γείρει
στο έδαφος και τινάζει
τα ποδαράκια της. 
Βοήθησε την να γυρίσει από
την καλή πλευρά. 
Νιώσε την αδυναμία της. 
Θα σε ανταμείψει με έναν
γύρω θανάτου κάτω απ' του
κεραυνού τη μουσική 
επένδυση να συνοδεύει 
το απεγνωσμένο της φευγιό. 
Πάρε την μαζί σου αγάπη. 
Εκεί ψηλά στα μέρη σου
που ανθούν τα χρυσάνθεμα
και οι έρωτες άφησε την 
να ζουζουνίζει. 
Θα είναι παρηγοριά στα
λουλούδια των απέραντων
κήπων σου και το κλειδί
της αιώνιας άνοιξης θα κρατά. 

*
Εσύ είσαι που δίνεις τροφή
στα τζιτζίκια και τις
παρτιτούρες τους μαθαίνεις
απέξω. 
Στο γλαυκό ζεις καλοκαίρι
και στα λιόδεντρα στήνεις
την αιώρα σου τις μεσημβρινές
ώρες για να σε βρει ο οίστρος
μαζί του να σε πάρει στης
ποίησης τα ακανθώδη
παρατηρητήρια. 
Ξέκλεψα κάποιους στίχους 
σου εχτές με λόγια να ντύσω
των πουλιών τα ορατόρια
και των τζιτζικιών τα
χαυνωτικά πρελούδια. 
Πάντα εσύ. 
Για όλα εσύ. 
Ο μαέστρος με την χρυσαφένια
μπαγκέτα. 

*
Εσύ είσαι το κολιμπρί που
πεταρίζει γύρω από ένα
ερμαφρόδιτο άνθος χωρίς
σταματημό. 
Έλα στη χούφτα μου και χωράς. 
Έλα στο κοχύλι του αυτιού μου
να στήσεις φωλιά. 
Έχουν ξεκινήσει οι ψύχρες 
και θα σου χρειαστεί λίγη
ζεστασιά να μην μαργώσουν
τα φτερά σου και χάσω την
παρέα σου. 

*
Εσύ είσαι που κατρακυλάς 
μαζί με τις χιονονιφάδες 
από δυσθεώρητα ύψη. 
Επικάθεσαι στις πυραμίδες
των βουνών σαν μυθικό
εντελβάις και στις πεδιάδες
εισχωρείς βαθιά στο χώμα
σαν πλατανόριζα πλάι στο
αλάλητο νερό. 
Κρύσταλλο τα χέρια σου. 
Γιορτή η προσευχή σου. 
Μεγάλη η νύχτα σου για
να αφήνονται στα ονείρατα
τα μικρά αγγελούδια. 
Σε ακούω όσο κι αν σιγείς. 
Σε βλέπω όσο κι αν κρύβεσαι. 
Λουλούδι κι άγγελος. 
Νερό και ρίζα. 
Χιόνι και πλησμονή. 
Όλα εσύ. 
Πανταχού παρών σε ό,τι
όμορφο και αειθαλές.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Μέθη

Σκαπανέας γίνεσαι τις
νύχτες κι έρχεσαι κοντά μου. 
Ρήγματα βαθιά προκαλείς
στο σώμα μου και με απότομες
χαράδρες με διαπερνάς. 
Το ναρκωμένο μου σώμα ξυπνάς. 
Δες με αναπνέω. 
Ανοιχτοί όλοι οι πόροι 
νέα παράταση μου δίνουν
ζωής. 
Ηδονικά βιώνω το θαύμα
της δικής σου επαφής
κι εξαρχής πςριεργάζομαι 
το ακαταμάχητο σου σθένος. 

Ακούω τη σκαπάνη σου
να χτυπάει και στου μυαλού
τους κύκλους αναπτερώνεται
η ελπίδα. 
Κάνω όνειρα μεγάλα. 
Ιπτάμενος γίνομαι και πετώ
με δυο τεράστια φτερά
πεταλούδας πάνω από δάση
και όρη απάτητα. 
Μεθυστικά βρίσκω άνθη
και τα τρυγάω. 
Ανώνυμες συναντώ πολιτείες
βυθισμένες και στην επιφάνεια
τις φέρνω και λαμπρά
τους δίνω ονόματα. 

Σαν ξυπνάω το πρωί όλα 
είναι στη θέση τακτοποιημένα. 
Πουθενά ίχνος από την
νυχτερινή σου έφοδο. 
Μόνο που μέσα στην καπελιέρα 
βρίσκω ένα ζευγάρι
αδύναμα φτερά κι ένα ποίημα
μακροσκελές. 
Τα δοκιμάζω, δεν μου κάνουν. 
Διαβάζω το ποίημα αναθαρρεύω
και σε καρτερώ. 
Εγώ μονάχα τις νύχτες μπορώ
να πετώ ψηλά μαζί σου
Αυτές μόνο επιθυμώ
διάρκεια να δίνουν στις ώρες
μου και ανασεμιές ζωής
στη μοναξιά μου. 

Το οχυρό

Κυματίζει ο σιτοβολώνας
στο κάδρο της κουζίνας
κι εσύ μου λείπεις. 
Μια αέναη κίνηση από το
βορά προς το νότο
κι εσύ ξέχασες να έρθεις
να πάρεις το σακάκι σου. 
Έχει κρύο πολύ κι οι 
χιονονιφάδες έχουν κηρύξει
ανένδοτο. 
Δεν έχεις που να σταθείς, 
κορμάκι να ζεσταθείς. 

Φώλιασε ο γκιώνης και δεν
ακούγεται κι εσύ κολυμπάς
μέσα στις περγαμηνές και
στους επαίνους. 
Στο οχυρό σου κανέναν
δεν δέχεσαι. 
Ψηλό οχυρό με τρεις σειρές
από πολεμίστρες. 
Ποιον μάχεσαι;
Ποιος δεν σε θέλει;

Για φρουρούς όρισες δυο
ύαινες. 
Χτες έμαθα πως κατασπάραξαν
έναν άμοιρο κυνηγό. 
Φοβάμαι τους κοπτήρες τους
μα πιο πολύ τρέμω τον
συριγμό της φωνής τους. 
Δεν παλιώνει η αγάπη όσο
το αίμα διψάει ακόμα θάνατο. 

Ατρόμητη θα έρθω να σε
βρω, το αποφάσισα. 
Δεν μου πρέπουν τα ίσως
και ο φόβος. 
Κι αν είναι να πληγώ θα είναι
από άκρατη λατρεία. 
Είναι γλυκά τα βέλη τα συνήθισα. 
Φτάνει να δω τα ματόκλαδα
σου να κινούνται όπως
ο σιτοβολώνας στο ξεφτισμένο
κάδρο της κουζίνας. 

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2024

Μια αγάπη του πολέμου

Αιχμαλώτισα την τελευταία
λάμψη των ματιών σου 
κι άναψα το χριστουγεννιάτικο
δέντρο. 
Στο κέντρο του δωματίου το
έβαλα να ξεχωρίζει απ' όλα μες
στο σπίτι. 
Στολίδια δεν πρόσθεσα, στολίδι
η καρδιά σου που κρυστάλλινη
τώρα έχει γίνει. 
Την ακούω να πάλλεται και
γρήγορα να χτυπάει. 

Μες στους ήχους της βυθίζομαι
όπως βυθίζεται η λόγχη που
αστοχεί στον κορμό του
ευκαλύπτου κι έτσι 
την τελευταία στιγμή
αλαλάζοντας 
ο στρατιώτης σωζεται. 

Είμαι ο στρατιώτης που
πεθυμά την αγαπημένη του
και σφίγγει το φυλακτό της
όταν οι σφαίρες σφυρίζουν
γύρω του. 
Είμαι η αγαπημένη σου που
αποξηραίνει τριαντάφυλλα
και γιασεμιά και στα στέλνει. 
Κι' εσύ το φωταγωγημένο έλατο
με την πιο δυνατή λάμψη
που σήμερα με κέρασε
το δυνατότερο αίσθημα.