Υφάρπαξα σταγόνες
από τα δάκρυα σου
κι έφτιαξα διαμαντόπετρα
Έλαμπε σαν το βλέμμα
των ποιητών όταν
μετά από αγώνα
συλλαμβάνουν το άτι
της έμπνευσης και
το ζεύουν στο άρμα τους.
Ύστερα παραφύλαξα
να κοιμηθείς κι έκοψα
μια χρυσή μπούκλα
απ' τα μαλλιά σου την
ταίριαξα στην πέτρα
κι έφτιαξα δακτυλίδι
ολόχρυσο σαν τα στάχυα
του Βαν Γκογκ δίπλα
στις γυναίκες με τα
κοφτερά δρεπάνια.
Στο φόρεσα στον αντίχειρα
έκπληκτη χαμογέλασες.
Αχ πως σου ταίριαξε!
Αχ πως σου πήγαινε!
Σου είπα ότι είναι από
τα χέρια μου καμωμένο
και στο χαρίζω.
Πήρες και το έριξες
στην λίμνη θυμωμένη.
Δεν διαπραγματευόσουν
την ανεξαρτησία σου ούτε
εξαγοραζόσουν
μου φώναξες.
Φουρτούνιασαν τα νερά
και το έβγαλαν στην όχθη.
Απελπισμένος το μάζεψα.
Το καθάρισα από τις λειχήνες
και τις λάσπες.
Ήρθες κοντά μου.
Δεν ήταν πως με αγάπησες.
Ήταν πως ζήλεψες τη λάμψη του.
Συνεπαρμένη το πέρασες
στο δάκτυλο σου κι έλαμψαν
όλες οι καλαμιές και
τα νούφαρα.
Έφυγες τρέχοντας.
Από τα βάθη της λίμνης
ήρθε μια φωνή.
"Οι μαγιοπούλες δεν θέλουν
για δώρο μόνο δακτυλίδι,
έρωτα θέλουν κι όρκους
αγάπης αιώνιους."
Έτρεξα και σε βρήκα κάτω
από μια συκαμιά να κλαις
απαρηγόρητα.
Έβγαλα το δακτυλίδι και σε
αγκάλιασα.
Καυτό σου έδωσα φιλί κι
υπόσχεση αγάπης παντοτινής.
Φεύγοντας πέταξα το δακτυλίδι
στα νερά, να τρέφεται
το πνεύμα της λίμνης
από τη σάρκα του έρωτα μας
κι από τα δάκρυα σου να ξεδιψά.
Μου έφτανε ο έρωτας σου
και τα γυμνά σου δάκτυλα
γύρω από τον λαιμό μου
σφιχτά δεμένα
σαν κρεμάλα.