Επειδή οι μέρες είναι πονηρές
Τα μαύρα πουλιά κατέβηκαν
στη χώρα αρχές του χρόνου.
Έκατσαν στα ηλεκτροφόρα
σύρματα πάνω από την πλατεία.
Μαύρισε η πλατεία κι ο κόσμος
σκόρπισε στα τέσσερα σημεία
υποψιασμένος.
Τα μαύρα πουλιά δεν έφερναν
κανένα προμάντεμα χαράς.
Αντιθέτως έσπειραν τρόμο
και φόβο στους κατοίκους
της μικρής πολίχνης.
Σαρκοβόρα, ανθρωποφάγα
κι αιμοχαρή άρχισαν τις χαμηλές
πτήσεις.
Έτρεχε αλλόφρον το πλήθος
για να σωθεί, κλείνονταν στα
σπίτια μα κι εκεί ο κίνδυνος
δεν αποσοβούσε.
Τα πουλιά έσπαγαν τα τζάμια
με τα ατσάλινα ράμφη τους,
μετακυλούσαν πέτρες και
χοντρές λαμαρίνες με τα γαμψά
τους νύχια.
Κατέσχιζαν σάρκες, μόλευαν
αγκαλιές, ξεδιψούσαν με αίμα.
Μεγάλοι σεισμοί και της γης
αναταράξεις συνόδευσαν την
κάθοδο τους στη χώρα.
Κανείς, ούτε καν οι αρχηγοί
κατάφεραν να τα σταματήσουν.
Βγήκαν οι πανοπλίες από τα
σεντούκια, βγήκαν τα όπλα,
τα σπαθιά κι εκείνα τα
κουμπούρια των προγόνων.
Μάχονταν οι κάτοικοι μέχρι
θανάτου μα ανίκητα τα μαύρα
πουλιά συνέχιζαν τις επελάσεις.
Μαυροντυμένες οι γυναίκες
έφτιαχναν σπερνά κι έκρυβαν
τα παιδιά κάτω από τις φούστες
τους, ίσως το μέλλον να ήταν
φωτεινότερο.
Ο όλεθρος επέχαιρε κι έτριβε
με ικανοποίηση τα χέρια του.
Τα μαύρα πουλιά τα είχε
ξεράσει ο δράκος της λίμνης
που κανένας γενναίος δεν
τόλμησε να πάρει κοντάρι
να τον εξοντώσει.
Γη των Ψαρών έγινε η μικρή
τους κοινότητα κι η δόξα
κανένα στεφάνι δεν κρατούσε.