Όλα μου τα ρούχα αποφόρια του φεγγαριού είναι.
Με αυτά βγαίνω στη πόλη.
Τα φορώ και στα καφέ ξεχνιέμαι
Στα πάρκα με τις νεραντζιές χέρι με χέρι βολτάρω
με συνοδό μου πάντα του έρωτα την μυτερή ακίδα.
Βαριά ρούχα, με πούλιες και κεντίδια βυζαντινά στολισμένα.
Το μάτι μου έκλεισε μια νύχτα η κρύα πανσέληνος
του Γενάρη και μου τα έστειλε.
Γενέθλιο δώρο καλοδεχούμενο κι αστραφτερό.
Σε σεντούκια οξιάς ήταν τοποθετημένα.
Δέκα τον αριθμό σαν την δεκάδα των φιλιών που μου χρωστάς.
Με διπλή κλειδαριά ήταν σφαλισμένα.
Το κλειδί το κρατούσα από χρόνια εγώ μέσα στην μπιζουτιέρα
με τα μαργαριτάρια, τους νεφρίτες και τα ρουμπίνια μου.
Βράδυ τα ανοίγω τις ώρες που η νύχτα χειροδέσμιο
κρύβει τον ήλιο κάτω από τα φαρδιά φουστάνια της.
Τα ξεδιπλώνω, τα φρεσκαρίζω και στο σκοινί της μουριάς
τα κρεμώ προσεχτικά κι άλλα πάλι τα μαντάρω.
Ο κήπος μου του φεγγαριού γίνεται στράτα ασημένια.
Οι γείτονες κάνουν πως δεν βλέπουν.
Φοβούνται τα μαγικά χέρια της σελήνης μην τους
αρπάξουν τα παιδιά ή μη τους κλέψει τα χαμόγελα από
τα γαλήνια απογεύματα τους.
Με ζηλεύουν, με φθονούν και στα όνειρα δύσκολα
μπαίνουν, στριφογυρίζουν στα ιδρωμένα σεντόνια απελπισμένα
και τα πόδια της αράχνης μελετούν στο ταβάνι.
Ξάγρυπνοι το πρωί με χαιρετούν με ένοχα πάντα βλέμματα.
Τα παιδιά τους μου ζητούν καραμέλες, τους δίνω και κορδέλες
τους φορώ στα μαλλιά απ' την πλούσια γκαρνταρόμπα μου.
Οι γονείς τα τραβούν βιαστικά στην αυλή τους.
Τα σταυρώνουν, τα νουθετούν τα ξεματιάζουν
και στο κεραμίδι καίνε λιβάνι και σμύρνα.
Δεν θυμώνω μαζί τους μόνο που αγαπώ τα παιδιά
και στα παιχνίδια τους θέλω να μπαίνω με τις βαριές φορεσιές μου.
Μόνο η Ιφιγένεια τους ξεγλιστρά κι έρχεται κοντά μου.
Της χαρίζω ένα ασημένιο κοντογούνι και στο λαιμό
της μια σειρά από φεγγαροαχτίδες περνώ.
Μαγεύεται και μειδιά σαν νέα Τζοκόντα μέσα
από τα τούλια και τα μετάξια.
Σε αυτήν κληρονομιά θα αφήσω όλα τα
υπάρχοντα μου όταν ταξίδι θα φύγω και στους ουρανούς
με το ποδήλατο μου βόλτες θα κόβω.