Ήταν μαβιά τα μάτια σου
σαν τις μαβιές ίριδες που φυτρώνουν
στις όχθες της πατρίδας παραμονές
του Πάσχα.
Απρίλη έβγαιναν πάντα, πάνω
στο τρελό μεθύσι του έρωτα.
Καμαρωτές και με λιγωτικά
αρώματα ξάφνιαζαν τα κορίτσια
που κινούσαν να πάνε
στις εκκλησίες για να ακούσουν
τα τροπάρια και τους ύμνους
του Μεγαλοβδόμαδου.
Έτσι και τα δικά σου μάτια
ακόμα και σήμερα
μικρά κοριτσόπουλα παιδεύουν
κι ας έχει έρθει η ώρα
να αγναντεύσουν τον κόσμο μέσα
από βάρκες που κινάνε για τις χώρες
του βυθού εκεί που οι ίριδες
είναι άγνωστο ακόμα είδος.
Οι ευαίσθητες ίριδες δεν μένουν
για πολύ στη γη, κάνουν ανάσταση
μαζί μας και με του Μαγιού
το ξάφνιασμα φεύγουν μακριά.
Παίρνουν τα αρώματα, φοράνε
τα κρινολίνα τους και βαστώντας
τα λευκά ομπρελίνα τους αποχωρούν.
Μην τις κατσαδιάσεις που
μας απαρνιούνται και μόνους
μας αφήνουν να λιώνουμε με κόπο
το κάρβουνο απ' τα χείλη
των μονάδων.
Στους πλανήτες που πάνε έχουν
κατοίκους με καρδιές γλυκιές
σαν το μήλο και σαν το λωτό.
Ευγενικούς ανθρώπους που
τις αγαπούν με πάθος τόσο
για τα χρώματα τους κι όσο κυρίως
για την αποστολή τους που δεν
είναι άλλη παρά η διαρκής ανάσταση
χωρίς πάθη, δάκρυα και ξύλινους
σταυρούς παρά μονάχα με χαρμόσυνα
συμβάντα και κωδωνοκρουσίες.