Πολλές φορές αισθάνομαι πως είμαι
μια μαριονέτα κι εσύ από ψηλά κινείς
τα νήματα.
Χάνω την αυτοτέλεια μου και σου
παραδίδομαι όπως ο ασθενής στον
χειρουργό του.
Αμαχητί και χωρίς εξηγήσεις.
Ο νους ζει επίσης τότε μια παροιμιώδη
ενάργεια.
Διάφανη σαν γυαλί νιώθω και φοβάμαι
μην σπάσω στα δυο.
Για να το αποφύγω γράφω ποιήματα,
συνθέτω στίχους, σκιτσάρω πρόσωπα
πάνω στον πάγο.
Περιοδικά οδηγούμε στη φάση της
νωχελικότητας.
Όλα γύρω ακινητοποιούνται.
Αδρανής σαν πέτρα θέλω να παραδωθώ
στον βαρκάρη που με το τσιγκελωτό
μουστάκι με καλεί στην ακτή.
Μόνο που με θέλει ολόγυμνη χωρίς
ποιήματα, σκίτσα και μουσικές.
Είναι λέει μικρή η βάρκα, οι πόνοι
μεγάλοι που κουβαλάει και δεν χωράνε
πολυτέλειες.
Τον απορρίπτω.
Ανυπομονώ να φτάσω πάλι στη φάση
της κίνησης.
Και τώρα σε ρωτώ.
Αν σου γράψω το καλύτερο ποίημα,
το ωραιότερο θα κόψεις τα σκοινιά
που με θέλουν δέσμια σου;
Εσύ άλλωστε αγαπούσες τα ποιήματα
και δη τα ερωτικά και τα γευόσουν
με ένα τρόπο μοναδικό με τη δίψα
του περιπατητή.