Απ' το γενέθλιο τόπο
τρία στρέμματα γης πήρα.
Ελιές φυτρώνουν εκεί,
καμμιά εικοσαριά ρίζες,
επίσης σπαραγγιές, βάτα, σκίνα,
αγριάδες, γκορτσιές
κι ένας μεγαλοπρεπής
αθάνατος.
Αφρόντιστος μένει εδώ
και χρόνια ο τόπος αυτός.
Δεν κλαδεύτηκε,
δεν ξεχερσώθηκε,
δεν σκάφτηκε,
δεν λιπάστηκε,
δεν ποτίστηκε κι άφησε
την άγρια φύση ελεύθερα
να οργιάζει και να εξαπλώνεται
σαν λόγος ρητορικός
και φορές-φορές ακατάληπτος.
Κάποτε ο πατέρας, σε χρονιά
σοδειάς έβγαζε δεκαπέντε
τσουβάλια καρπό ελιάς.
Δεν με λυπεί το γεγονός αυτό
καθ' αυτό, καθώς ασύμφορο
είναι να καλλιεργηθεί αλλά
κι ίσως να είναι προτιμότερο
να παραιτηθεί και να γίνει
λόγγος.
Να αφηνιάσει η φύση και
να εκτραχυνθεί πάνω στο
σαρκίο του σαν γητεύτρα
θεά.
Αχ αυτή η μαγεία της
παραίτησης πόσο με θέλγει!
Τον αγαπώ μέσα από τις
αναμνήσεις αυτόν τον τόπο.
Εκτός από τις ελιές που
αγιασμένες είναι, ξεχωρίζω
τον γλαυκοπράσινο αθάνατο.
Έχει φυτρώσει στο σύνορο
του χωραφιού κι έχει
οριοθετήσει τον τόπο.
Σκληρό φυτό που στη γη
σαρκώνεται και ζητά με τα
άνθη του στον ουρανό να
αναρριχηθεί.
Ατίθασο φυτό με πολλαπλές
παραφυάδες που αναγεννάται
συνεχώς.
Θάνατο ολοκληρωτικό
δεν γνωρίζει, άπαξ και
ανθίσει πεθαίνει μα έχει
στρατιά πίσω να συνεχίσει
τον κύκλο της ζωής.
Αυτές οι παραφυάδες πόση
ιεροσύνη κρύβουν!
Με κάνουν να σιωπώ μπρος
στην μεγαλοσύνη τους
και τη σοφή διάρκεια τους.
Υποσκάπτουν την παροδικότητα
και με απλωμένα χέρια
υμνούν τον ουρανό.