όταν οι άγγελοι σε κάλεσαν
κοντά τους.
Αλλιώς μιλούσες.
Αλλιώς γελούσες.
Αλλιώς αποπλανούσες τον έρωτα.
Αλλιώτικες φτερούγες
είχες τα παλάτια του
ουρανού να κατακτήσεις.
Στον μυθικό Δαίδαλο
δεν έμοιαζες.
Πελάγη το όνομα σου
δεν πήραν.
Της θάλασσας την αγκάλη
δεν καταδέχτηκες.
Στους βυθούς που
κοιμούνται τα βαπόρια
και οι γοργόνες τούς έχουν
για σπίτι τους δεν εισήλθες
ποτέ.
Εσύ το μέγα ύψος.
Εσύ η ουράνια πόρπη
που τη ζώνη συγκρατεί
Του Θεού.
Εσύ το πυροτέχνημα της
λέξης και το βαρύ λεξικό
που ποιήματα γεννά
αχειροποίητα.
Ποτέ δεν σε διάβασα.
Ποτέ δεν σε αποκωδικοποίησα.
Ποτέ στο μεγαλείο των
λόγων σου κλειδί δεν μου
έδωσες να μπω.
Απέξω ξενυχτάω.
Απέξω της Αρετούσας
τους δισταγμούς μαθαίνω.
Στην κάμερα σου που
χειμάζουν τα αηδόνια
κι οι κορυδαλλοί συντροφιά
σου ποτέ δεν με κάλεσες.
Τα γήινα για σένα άγνωστοι
τόποι ήταν.
Ξεμάκραινες από το χώμα,
από τις πηγές από τα πηγάδια
και τις ασημένιες ελιές.
Στους ουρανούς ταγμένος
ήσουν και προς τα εκεί
πάντα κινούσες.
Τους γνωστούς οβολούς
δεν κρατούσες στα χέρια.
Μόνος σου έκοβες χρυσά
νομίσματα στο αλώνι του
Ιουλίου.
Με αυτά τώρα παραπλανάς
μικρούς θεούς και στα τάγματα
τους μέσα ηγέτης τους γίνεσαι.
Μένω εδώ να εκλιπαρώ
κάποια να μου χαρίσεις δώρα.
Ένα ποίημα.
Ένα νόμισμα.
Ένα κλειδί.
Μία αυταπάτη μήπως και
στο αβέβαιο επιβιώσω.
Διακλάδωση δεν βρίσκω
που να βγάζει σε εσένα.
Το σύμπαν σου μακριά κι
εγώ στις εφιδρώσεις
των δρομέων θυσιάζομαι
και ακινητοποιούμαι.