Φαρμάκι ήπιε το ποίημα απόψε,
απ' ένα μικρό φιαλίδιο από φυσητό πράσινο γυαλί.
Διογκώθηκαν οι φλέβες του κι ασύστολα πάλλονταν.
Κιτρίνισε το πρόσωπό του σαν χλόη απότιστη από καιρό.
Το κουρασμένο βλέμμα του αιμάτινος έγινε χάρτης.
Βημάτισα στην απεραντοσύνη του κι άμαχους
βρήκα νεκρούς σε βάρκες στοιβαγμένους.
Το αφουγκράστηκα και κομμένες είδα αμαρυλλίδες
στο δρόμο παρατεταγμένες από χέρι νευρικό χωροφύλακα.
Βογκούσε το ποίημα κι ήταν το άκουσμα του σαν βρυχηθμός θανάτου,
σαν ουρλιαχτό μακρόσυρτο σε θάλαμο νοσηλείας.
Φοβήθηκα και βόμβοι ήρθαν στ' αυτιά μου.
Βόμβοι και δυο κηλίδες αίματος στα δάκτυλά μου ανάβλυσαν.
Πληγώθηκε το ποίημα, λυγούσε στην θέασή μου.
Κι εγώ το γνοιάστηκα σαν τον άνθρωπο που δεν έχει σφραγίδα στην καρδιά,
σαν τον ναυτίλο που έχασε το πρώτο του μπάρκο
Πού να το κρύψω έτσι που είναι φρενιασμένο;
Στους όγκους των βιβλίων δεν χωρά
Στους κλάδους της λεύκας γρατζουνίζεται.
Το πήρα στα χέρια μη μου λιποψυχήσει.
Χλωμό ήταν το σώμα του, άκαμπτο ήταν το χέρι του,
μια πένα προεξείχε με μελάνη πολυχρονισμένη.
Την πήρα στο χέρι μου κι άρχισα νότες να του γράφω.
Νότες και στίχους με άρωμα γιασεμιού.
Κι άρχισε το ποίημα να μιλά ν' αλλάζει όψη και μορφή.
Χρυσαφένιες είχε πλεξίδες και ρόδα στα χείλη κόκκινα.
Άσπρο είχε το λαιμό και διαυγές το βλέμμα ολογάλανο.
Με βαθιά νυχιά κατέστρεψε τους βυθισμένους χάρτες.
Με τεντωμένα τα χέρια χαιρέτησε τα αρπαχτικά που χαμηλοπετούσαν.
Στο πλάι του στάθηκα κι εφάμιλλη του έγινα τεχνίτρια.
Το αποχαιρέτησα κι είπαμε να βρισκόμαστε τις νύχτες στα όνειρα.
Μωβ θα φοράει φόρεμα κι εγώ μια εσάρπα λευκή.
Έτσι αγαπήσαμε τους πανσέδες, τις κουτσουπιές και τα κρίνα τ' Απρίλη.
Σύντροφοί γίναμε κι όλες τις νύχτες δεν αλλάζουμε πλευρό,
παρά ταξιδεύουμε γαλήνια με ούριους άνεμους
και μια τσιγγάνα δίπλα μας ρίχνει τα χαρτιά.