Αγρίεψε η θάλασσα σήμερα και με κύματα
βουνά έβγαλε στοιβάδες φύκια στην ακτή.
Ανάμεσα στα φύκια καλά κρυμμένη μια μπουρού ήταν.
σ' αυτή.
Την πήρα στα χέρια κι ήταν σαν να διάβαζα απ' την
αρχή τα πάθια της θάλασσας.
Ιστορίες μου είπε πολλές.
Μια γοργόνα την είχε πριν στην κατοχή της λέει,
μια κυρά που για φουστάνι τα φύκια φορά.
Απελπισμένη ένιωθε και στο συρματόπλεγμα
των σπηλιών ήταν κρυμμένη, μάτι ζωντανού μην την δει.
Ερωτήσεις δεν έκανε πια.
Απαντήσεις δεν ζητούσε, η καρδιά για να βγάλει το αγκάθι.
Οι νέοι ναυτικοί στους μύθους πια δεν πιστεύουν.
Μόνο αναμμένη φροντίζουν να έχουν την πίπα τους,
αποφεύγουν τους βρόγχους και με τους παπαγάλους
πιάνουν κουβέντα.
Μέλημα της οι ναύτες που για τάφο
διάλεξαν την πλάκα της θάλασσας.
Αυτή τους κρατάει ανοιχτά τα μάτια.
Τους σφουγγίζει τα δάκρυα και την κορνίζα
της αγαπημένης ανασύρει.
Τους τρέφει και κακαβιά τους σερβίρει την ώρα
που ο ήλιος άλικος πέφτει στη θάλασσα
παιχνίδι να αρχίσει με τα δελφίνια.
Αυτοί βασίλισσα την έχουν και μητέρα τους.
Ακούνε τα λόγια της και δεν βαρυγκομούν.
Το αγκάθι απ' την γλώσσα της με βελόνα τραβούν.
Τώρα στα χέρια μου η μπουρού ήρθε.
Η γοργόνα παρότι βαρύ φορτίο βαστά,
χρεία μεγάλη δεν την έχει πιά.
Τους πνιγμένους στοργικά ξέρει να προσέχει.
(Φορές φορές ως εδώ φτάνουν οι λυγμοί της
όταν έναν νέο ναύτη θάλπει στον κοιτώνα της.)
Στο αυτί μου κολλώ την μπουρού.
Εκπλήσσομαι και στα σπλάχνα
της θάλασσας κατέρχομαι.
Τα χαρτιά μου γεμίζω με αινιγματικούς στίχους.
Εκεί οι απώλειες κι ανοιχτές πληγές.
Οι σκοτεινοί έρωτες κι οι φλοίσβοι.
Εκεί η πέτρα του θυμού και το πεθαμένο περιστέρι.
Ποιήματα έγραψα πολλά μα οι αναγνώστες μου
φυλλορρόησαν ένα βράδυ.
Δεν ενοχλούμε, δεν σταματώ την μυρωδιά του
γιασεμιού να έχω κι ελαφρωμένη νιώθω κατά
την μεγάλη ώρα της καταμέτρησης.
Την ψυχή μου ελεύθερη αφήνω να καλλωπίζεται.
Ραντεβού να πηγαίνει στα βάθη, κοράλλια να μαζέψει
και με τα κρόσσια του ήλιου να τα περάσει γύρω
απ' τον λαιμό και την κοιλιά ξέφρενο για να αρχίσει χορό.
Στην ομορφιά της στοιχηματίζουν παλικάρια.....μάθε το.