Ήρθε η νύχτα στα όνειρά μου και μου
χάρισε ένα ζευγάρι μακριά μαύρα γάντια.
Έφταναν πάνω από τον αγκώνα κι είχαν
μια μαλακή μεταξένια υφή.
Πάνω τους ήταν καρφιτσωμένα μια σειρά
από άστρα και μια χαριτωμένη ημισέληνος
που γελούσε έχοντας στην καμπύλη της
ένα βρέφος που το ταχτάριζε γλυκά.
Φόρεσα χαρούμενη τα γάντια και φωταψίες
ισχυρές διαπέρασαν σχεδόν όλη την ύπαρξή μου.
Να η πούλια πρώτη με τα εφτά παιδιά της
πανηγυρίστρα ξεπουλούσε το χρυσάφι της.
Κόσμος πολύς πλούτιζε ξαφνικά κι είχε
στο τάσι του μικρούς ράβδους χρυσού και μαλάματα.
Γέμιζε το πιάτο στο σπίτι τους αχνιστό κρέας
και πλιγούρι θρεπτικό σταριού.
Γελούσε η μάνα, χαίρονταν τα παιδιά
πετώντας στον αέρα αερόστατα και πυροτεχνήματα.
Η νύχτα σαν καλόβολη μάγισσα μου χάρισε
κι άλλα πολλά δώρα αφειδώς.
Να ο κρόνος με τους δακτύλιούς του που ήρθε
κι απόθεσε στα χέρια μου πλατινένια βραχιόλια
και στο λαιμό μου περίσσια όλο πέτρες ακριβές
στολίδια.
Πλάταινε το στέρνο και ζωηρές εξέπεμπε
λάμψεις.
Έρχονταν κι ο αγαπημένος με τον τριμμένο μανδύα
και με θαύμαζε λες και ήμουν Θεά.
Χαιρετούσε την πούλια, τον κρόνο, την σελήνη
κι έμπαινε στον κήπο μου με τα φιλιά του έρωτα,
τα τρυφερά χάδια και τα αιμάτινα καλέσματα για
να με συναρπάσει.
Ζούσαμε μαγικά και σε λεωφόρους αστραφτερές
βαδίζαμε χέρι χέρι πιασμένοι.
Ένας στρατός από χρυσά ανθρωπάκια μας ακολουθούσε
και μας ανέβαζε σε ένα μπρούτζινο βάθρο βασιλείς
να μας ορίσει και χορηγούς της αγάπης.
Έρχονταν και δυο περήφανοι αετοί κι ανέβαιναν
στο βάθρο καθάριο αίμα σταλάζοντας στις φλέβες μας.
Δυνατοί κι ωραίοι γινόμασταν και για έγγραφα είχαμε
συλλογές ποιημάτων και παραμυθιών.
Τα απαγγέλαμε κι οι άνθρωποι εκστασιασμένοι μας
έραιναν με ροδοπέταλα κι αγριοβιολέτες.
Σαν ξύπνησα το πρωί ρινίσματα χρυσού είχα στο σώμα
και ένα χρυσόδετο βιβλίο ποιημάτων με περίμενε.
Ο αγαπημένος παρότι είχε φύγει, ήταν παρών.
Ασημένιο μανδύα φορούσε στους ώμους.
Χιλιάδες φιλιά κρατούσε στο δισάκι του.
Θερμές αγκαλιές μου χάριζε να ζεσταίνομαι απ' την αύρα του
Αυτά τα φιλιά με κρατούν στη ζωή και με αυτά πορεύομαι
μέσα στα όνειρα της νύχτας.
Πάντα ένα ζευγάρι γάντια άφθαρτα κρατώ
τον πλούτο να μοιράζω στον κόσμο ολάκερο και
ένα βαθύ πιάτο με ζεστή σούπα για τις φαμίλιες που
ζουν στα παραπήγματα του κόσμου να φέρνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου