Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Οι αποστολές των ουρανών

Οι δικοί μας νεκροί φορούν πάντα 
μαύρες μπροστοποδιές για να 
ετοιμάζουν τα βραδινά μας γεύματα.
Όσο κι αν είναι αποσταμένοι τους 
ζώντες φίλους δεν ξεχνούν κι αγόγγυστα 
παλεύουν να ανεβάσουν το μπόι τους ψηλά. 
Γεύματα καθημερινά επιμελούνται
και τα νοστιμίζουν με αλάτι της μνήμης. 
Αχνιστές σούπες, χλωροτύρι, σαλάτες 
εποχής κι εκείνον τον καλόσχημο άρτο
που άγγελοι τον φουρνίζουν με τις βαριές 
βλεφαρίδες τους χιονισμένες.
Ομοτράπεζοι γίνονται με εμάς 
και τα ψίχουλα σκορπούν στα παραλίμνια πτηνά

Οι δικοί μας νεκροί φορούν πάντα 
μακριά κασκόλ για να ζεσταίνουν
τους λαβωμένους λαιμούς μας.
Τις χορδές μας προσέχουν μη και 
λείψει το τραγούδι απ' τη γη
και τα αηδόνια σιωπήσουν στις ακακίες 
Στίχους μας γράφουν και τους μελοποιούν.
Μιλούν για τον Πρωτομάστορα,
την κυρά Φροσύνη, τον ποιητάρη 
Κωνσταντίνο και για τις Περδικομάτες 
κόρες που στα πανηγύρια με κόκκινα νήματα
πιάνουν την αγάπη απ' το φτερό.
Αοιδοί τους είναι οι άγγελοι που έχουν για μαέστρο 
τον νεαρό τσοπανάκο με την καλαμένια φλογέρα.

Οι δικοί μας νεκροί φορούν πάντα 
πτυχωτούς χιτώνες για να ομορφαίνουν 
τις βόλτες μας στις γειτονίες της πατρίδας.
Στις μάχες πέφτουν και ποτέ δεν 
υποδουλώνονται, οι δάφνες δεν ξεχνούν.
Εδώ το καρυοφίλι του Καραϊσκάκη, το βόλι
της Δημητσάνας, τα φυσεκλίκια του Άρη,
ο λόγος του Μακρυγιάννη και του Γέρου
το αρρενωπό μέτωπο.
Βιβλία κρατούν και παιχνίδια με τη γλώσσα
παίζουν, το ύψιλον λατρεύουν και θούριους 
με το κοντύλι τους γράφουν στο παλιό πινακάκι.
Αρχηγός τους ο ανώνυμος ήρωας 
που ποτέ κοράκι το σώμα του δεν μόλεψε. 
Βηματίζουν στον ύπνο μας,
τα εξάτομα μας δίνουν λεξικά κρατώντας 
σφιχτά της "καμπάνας το σχοινί".

Οι δικοί μας νεκροί φορούν πάντα 
πλουμιστά ενδύματα για να μας 
πηγαίνουν αλάργα στους ανθοφόρους κήπους.
Τα εαρινά αγαπούν ζευγαρώματα, τον 
έρωτα θεώνουν και τις αστραπές των ματιών 
για κοντάρια κρατούν.
Εδώ τα λιανοτράγουδα, η Αρετούσα, τα πάθη 
του Βέρθερου και το σκαστό φιλί στα χείλη .
Ερωτιδείς τους στολίζουν τα μάγουλα.
Σε εφτάκλειστες κρύπτες ζουν και 
τα μυστικά ονόματα δεν προδίδουν ποτέ.
Μπαίνουν στο χορό ανεμίζοντας 
λαχουράτα μαντήλια, τον ήλιο προσκαλούν 
στις δίπλες να μπει μπροστά.
Ποιήματα απαγγέλουν για φωτισμένες πέτρες 
και για δυσεύρετα κοχύλια. 
Αεί και τώρα μαχαίρια ακονίζουν, νερό
καθάριο φέρνουν και αίμα ζεστό μεταλαμβάνουν 
στην πύλη του σκληρού Απρίλη.
 

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Απόκοσμοι γόοι


Το παλιό μεγάλο τραπέζι
το κατεβάσαμε στο κατώι.
Είχε έρθει η εποχή να το αλλάξουμε.
Σαρακοφαγωμένο και στα δύο του
πόδια, χόλωνε σαν τον κουτσό που
ξέχασε την μαγκούρα του στο καφενείο
δίπλα στην μαντεμένια ξυλόσομπα και
τώρα αδυνατεί να περπατήσει πάνω
στον χαλικόδρομο και πώς να γυρίσει
πίσω που έπεσε αντάρα κι ομίχλη γύρω;

Το τραπέζι αυτό πόσες δεν γνώρισε δόξες.
Τραπεζώματα των Κυριακών, των γιορτών,
των πρωινών, των δραμάτων και άλλα 
ξεστρωμένα της ελεημοσύνης γεύματα.
Πάντα μια νηστική τσιγγάνα θα ερχόταν
την παλάμη να διαβάσει 
Πάντα ένας ωραίος τρελός θα έφτανε
με τα πριονισμένα ποιήματα να γευματίσει
πρόχειρα ουρανό.
Κι άλλοτε πάλι ένας λαχανιασμένος οδοιπόρος 
με άδειο το ντρίλινο του ταγάρι
Έβγαινε καλοσυνάτα το χοιρομέρι, οι σπαστές ελιές, 
το γίδινο τυρί και το
ζυμωμένο με δάκρυα και μόχθο ψωμί.

Προικιό της γιαγιάς ήταν μαζί με τις 
ψάθινες καρέκλες στο ίδιο σκούρο χρώμα.
Ξύλο βαρύ, καρυδένιο που το πλάνισμα
το φίλησε και λείανε τις ακίδες του.
Κράτησε στην πλάτη του γεγονότα πολλά
Είδε πολέμους, μισεμούς, νόστους, 
αρραβωνιάσματα και ξόδια μικράτων.
Άντεξε, σε πολλά μικρά και μεγάλα νέα.
Έσφιξε δόντια σε αποχωρισμούς.
Δεν λύγισε σε αποκοτιές κι αλισβερίσια.
Ώσπου από μέσα τραύματα ένιωσε πολλά
Άλλωστε γνωστό είναι πως από μέσα
πέφτει η πόλη πάντα.

Το σαράκι ύπουλα το ξεγέλασε κι άνοιξε
την κλειδαριά της καρδιάς του και μπήκε.
Το κατάφαγε όπως η γη τρώει το σώμα 
αργά συντριπτικά και σταθερά.
Νομίζω πως η γιαγιά θα θρηνεί στα 
περιβόλια που ζει κι αν δεν λαθεύουν τα
αφτιά μου ως εδώ φτάνει τις νύχτες
ο λυγμός της πνιχτός απ' τα δάκρυα.

Έλαβε μέρος στο 29ο Συμπόσιο ποίησης όπου 
παρουσιάστηκαν σπουδαία ποιήματα. Χίλιες 
ευχαριστίες στην Πυργοδέσποινα για την 
άρτια διοργάνωση! 

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Η πραγμάτωση του ονείρου

Ξύπνησε ξεκούραστη δυόμισι η ώρα το πρωί.
Δεν είχε χορτάσει ύπνο αλλά ένιωθε μια γλυκιά 
έξαψη να διαπερνά το κορμί και να την γεμίζει
ενέργεια και με ένα σφρίγος αλλιώτικο από ποτέ.
Στο όνειρό της είχε έρθει πάλι ο άντρας της που
για χρόνια εφτά τον είχε χάσει στα τρίστρατα του 
σκότους.
-Τακτικός στις επισκέψεις του όπως πάντα, διερρήγνυε
θαρρετά τον σκληρό υμένα της νύχτας κι έρχονταν
να την γαληνέψει με την παρουσία του.-
Ήταν όμορφος και λεβέντης κι είχε έρθει απόψε σιμά
της για να δώσει μια παραγγελιά όπου της μηνούσε
με λόγια ξεκάθαρα την πιθυμιά του καθισμένος δίπλα
σε έναν άγγελο. 
Οι εντολές των πεθαμένων είναι νόμος και πρέπει
να εκτελούνται πάραυτα σκέφτηκε καθώς το κορμί
της μούδιασε ολόκληρο παραδομένο ακόμα στα δίχτυα
του ενυπνίου.
Εκεί στον ουρανό που ζει του λείπουν τα αρώματα
και τα λουλούδια της έλεγε και χωρίς αυτά πεθαίνει
εκατό θανάτους μαρτυρικούς κάθε μέρα και κάτι 
πρέπει να κάνει αυτή άμεσα, του Προμηθέα για να μην 
περνά τα βάσανα.
Της γύρευε λοιπόν να φυτέψει ζουμπούλια και ζαμπάκια 
στον τάφο του απ' άκρη σε άκρη και να πετάξει επιτέλους
μακριά αυτήν την ταφόπλακα γιατί πολύ τον βάραινε.
Μάλιστα στα χέρια του κρατούσε μια χάρτινη σακούλα
γεμάτη βολβούς σκεπασμένους με άνθη γαζίας.
Πάρ' τους της είπες για να μην τρέχεις στα μαγαζιά
κι αργήσεις, ανυπομονώ στο άρωμα τους να βυθιστώ.
Σκούπισε τον ιδρώτα απ' το μέτωπο της και μπήκε
στην κουζίνα να ψήσει καφέ.
Επάνω στο τραπέζι δίπλα στη φρουτιέρα είδε μια
σακούλα χάρτινη, δεν θυμόταν αποσπερνού να είχε
αφήσει κάτι εκεί πάνω.
Ανατρίχιασε ολόκληρη, έχασε τον βηματισμό της
κι έπεσε στη γωνιακή ανθοστήλη χτυπώντας
ελαφρά το κεφάλι της.
Σηκώθηκε έστρωσε την ζακέτα της και κατευθύνθηκε
προς το τραπέζι με την περίεργη σακούλα.
Διαπίστωσε πως ήταν ίδια ακριβώς με αυτή
του ονείρου.
Ένα ματσάκι γαζίες από πάνω και μέσα καμιά
πενηνταριά βολβοί την περίμεναν.
Άκουσε έναν υπόκωφο ήχο και κάτι σαν ψαλμωδίες.
Χωρίς να χάσει χρόνο, αν και άγρια νύχτα ακόμα,
πήρε την σακούλα, μια αξίνα και κίνησε για το κοιμητήριο.
Ένα αεράκι φυσούσε και της ανακάτευε τα μαλλιά .
Έφτασε στην πόρτα τράβηξε το μάνταλο και μπήκε
στο χώρο άφοβα.
Που και που κάποια καντηλάκια έκαιγαν με το φως του
χαμηλωμένο σαν τις πυγολαμπίδες πάνω στο χορτάρι.
Έφτασε στον τάφο όπου την περίμενε μια μεγάλη έκπληξη.
Η ταφόπλακα έλειπε κι ήταν πεσμένη πάνω στους κισσούς
Το ξεσκέπαστο μνήμα ήταν τώρα γεμάτο από τα λουλούδια
του ονείρου, σάστισε και βαστήχτηκε από τον σταυρό
για να μην πέσει.
Δεν πίστευε στα μάτια της, τσιμπήθηκε για να δει αν
ήταν ξύπνια, η καρδιά της κλωτσούσε δυνατά.
Μην σάλεψε και έβλεπε ξωτικά και οράματα; 
Πλησίασε, ήταν όντως πραγματικά άνθη και ανάδυαν μια
γλυκιά, βαριά ευωδιά.
Κοίταξε τη σακούλα, οι βολβοί ήταν εκεί κι η γαζία το ίδιο.
Λύθηκε στους λυγμούς καθώς είδε μια σκιά να περνά τη μάντρα.
Δεν τον πρόλαβα ψιθύρισε ήρθε όπως πάντα πρώτος.  

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

Η τιμωρός της νύχτας

Έκλεισα την νύχτα σήμερα έξω από το σπίτι.
Διπλοαμπάρωσα πόρτες και παράθυρα κι εκείνο
το μικρό παραθύρι της σοφίτας δεν ξέχασα να κλείσω
καταθλιπτικά να μην εισέρχεται το σκότος.
Διπλές έβαλα κλειδαριές να μην αντικρύζω το
φόρεμα της νύχτας με τις χρυσές πιτσιλιές.
Άναψα τρία κεριά στο μπρούτζινο κηροπήγιο.
Μάκραιναν οι σκιές μες το δωμάτιο σαν θεόρατα χέρια
που ποθούν αγκαλιές και φιλιά.
Σε θύμιζαν κι η καρδιά έπαιρνε να χτυπάει δυνατά.
Τσιτσίριζαν οι φλόγες κι έσμιγαν με την φωνή
του γρύλου που αποβραδίς είχε φωλιάσει κάτω
από το σκρίνιο.

Έπιασα να γράψω ένα ποίημα για τις χάρες της μέρας,
για το λυτρωτικό φως του ήλιου.
Οι λέξεις μου αντιστέκονταν, δεν έβγαιναν.
Εγώ που με τους στίχους ήμουν φίλη από παλιά
παιδεύτηκα πολύ.
Μάχη έδωσα πραγματική με το σκοτεινό πέπλο
της νύχτας που ήθελε μόνο γι' αυτή να μιλώ.
Τα αστέρια γοητευτικές μου χάριζαν λάμψεις
προσπαθώντας να με μεταπείσουν.
Η πανσέληνος σαν παραφουσκωμένο μπαλόνι,
της λήθης μου έφερνε νερό και δύο ερωτικά
κρατούσε φιλιά στο τασάκι της.
Δεν λύγισα κι επιδιόρθωσα τις κλειδαριές
που τα όντα της νύχτας θέλησαν ξεδιάντροπα
να παραβιάσουν.
Κόπιασα, μου πήρε χρόνο μα το ποίημα έμεινε ημιτελές.
Άκουγα απελπισμένη τους θρήνους του τη σιγαλιά
του σπιτιού να κυκλώνουν.

Πέρασε η ώρα κι άρχισε να γλυκοχαράζει.
Οι πόρτες κλειστές ακόμη, φοβόμουν το
σκότος που απέρχονταν σημάδι μην με βάλει
ξανά και μου κλέψει τις χρυσές πλεξούδες της μέρας
Ακούστηκε ένα πετεινάρι και οι κελαηδισμοί
από τα πτηνά του πρωινού όρθρου.
Άνοιξα τις θύρες, λίγο μου αντιστάθηκε
η κλειδαριά του φωταγωγού, λάβωσα τον
αντίχειρα μα τα κατάφερα.
Μπήκε περιχαρής η μέρα και κατέλαβε
τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού και στο τέλος
πήγε και στρογγυλοκάθισε στο γραφείο.

Πήρα την πένα και με το χέρι της μέρας συνοδό
συνέχισα το ποίημα που είχα παρατήσει μόνο.
Αναθάρρησα καθώς το είδα να ζωντανεύει.
Άκουσα το γέλιο του, αφουγκράστηκα την ανασεμιά
του, ψηλάφησα τις φλέβες του.
Όμορφο βγήκε σαν το κεφάλι του ήλιου που
ανατέλλει απ' την θάλασσα φρεσκολουσμένο και με
βαμμένα άλικα τα κρόσσια του και σαν μυθική ηλιόπετρα.
Τώρα με τη βοήθεια του φωτός θα γράφω ποιήματα 
κι ερωτικούς θα σκαρώνω στίχους οι μουσικοί να τους 
παίρνουν τραγούδια να τους παίζουν στις καλοκαιρινές 
συναυλίες κάπου στην επαρχία.

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Ο μνηστήρας

Στα όνειρα μου μιλάω με τους νεκρούς μου.
Έρχονται όλοι σε μια σύναξη κάτω από
τους πορτοκαλεώνες και με περιμένουν.
Συμβουλές μου δίνουν και ποτέ δεν παραλείπουν
το φιλί και το θωπευτικό χάδι να δώσουν.
Είναι ωραίοι και πάντα νέοι και ρωμαλέοι
Μου ζητούν νερό, κρασί κι εκείνα τα τρίγωνα
γλυκά της μαμάς τα σιροπιασμένα με το δάκρυ της.

Κουβέντα ξεκινάμε κάτω από τα δέντρα.
Γύρω όλα λάμπουν κι ένας λαμπρός ήλιος
τους ραίνει με χρυσόσκονη απ' το πουγκί του.
Όμορφοι και λαμπεροί βγάζουν τότε κάτι
τεράστια μαντήλια κι αρχίζουν το χορό.
Λυγίζουν με χάρη τα σώματα τους και πάντα
άρχος του χορού είμαι εγώ.
Τους παρακαλώ να μου αλλάξουν θέση
μα ανένδοτοι αυτοί δεν παίρνουν κουβέντα.

Χαμογελούν και χτυπούν παλαμάκια
καθώς εγώ χορεύω, ένας μάλιστα κάνει υπόκλιση
μπροστά μου και μου χαρίζει ένα ολόχρυσο
δαχτυλίδι με πέτρες από καθαρό ρουμπίνι
και με ζητάει θερμά σε γάμο.
Δεν αρνούμαι τουναντίον θαυμάζω το δώρο.
Το περνώ στο μεσαίο δάχτυλο κι αυτός
μια αγκαλιά ζεστή μου ανοίγει, το σώμα
μου ερωτικά ξυπνάει, μεθύσι σωστό.
Έτσι ξεκινούν τα αρραβωνιάσματα και ένα
τρικούβερτο γλέντι με πολλά χάλκινα και έγχορδα
όργανα λαμβάνει χώρο.

Όταν ξυπνάω το πρωί ψαύω τα δάκτυλα και
βρίσκω το δακτυλίδι στην ίδια πάντα θέση.
Δεν είναι παράνοια αλλά μία πραγματικότητα
ισχυρή η δέσμευση μου με τον ωραίο νεκρό.
Έχω ακόμα την ζεστασιά στον ώμο μου από
το τυχαίο μας άγγιγμα.
Ανυπόμονη περιμένω να έρθει η νύχτα για να
τους συναντήσω, αρραβωνιαστικιά να μπω
στο χορό με ελεύθερα τα πέλματα.
Έτσι ζω μια δεύτερη ζωή λαμπερή κι έγχρωμη
γιατί οι νεκροί μου φορούν πάντα
ζωηρόχρωμα ρούχα σχεδιασμένα από διάσημους
μόδιστρους κι έχουν έναν δεύτερο δικό τους ήλιο
που ανάβει φωτιές του Αϊ - Γιαννιού στο πρόσωπο μου.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Οι ηττημένοι ποιητές

Κάθε που μεστώνουν τα αμύγδαλα
οι ποιητές στέκονται κάτω από το
δέντρο και ζητούν να δοκιμάσουν
τον καρπό τους.
Το πράσινο μέρος βγαίνει εύκολα
μα σαν φτάσουν προς τα μέσα ζητούν
τρόπους για να σπάσουν το σκληρό περίβλημα
τον τραγανό καρπό για να γευτούν.

Άλλοι χρησιμοποιούν μια θαλασσόπετρα
που πάντα έχουν στην κατοχή τους.
Άλλοι πάλι βολεύονται με μια ποταμίσια πέτρα
που από παιδιά ακόμα σέρνουν μαζί τους.
Και υπάρχουν κι οι τελευταίοι που με τα
δόντια προσπαθούν να σπάσουν το περίβλημα.
Αυτοί είναι οι ποιητές του μέλλοντος, οι
ηττημένοι ποιητές που σώμα θυσιάζουν.

Αφανείς, χωρίς ματαιοδοξία σταλιά, 
οι στίχοι τους, αλλοπαρμένους θα έχουν αναγνώστες.
Αυτούς η ιστορία θα τους ανταμείψει κι ένα
λογύδριο ή ένας ανδριάντας μέλλεται να
τους δοθεί όταν πλέον τα άσπρα κόκκαλα τους
στο οστεοφυλάκιο θα φυλάσσονται.
Οι υπόλοιποι σκοινί ικριώματος θα γίνουν,
προσάναμμα σε τζάκια φτωχικά 
κι ίσως θαρρώ βεντάλιες στις αυγουστιάτικες 
βόλτες πλάι στις προκυμαίες.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

Καρδιά στα σπάργανα


Εδώ ας σταθώ στην άκρη της πολιτείας,
εδώ που σταματά η κίνηση και η βουή
κόβει. Στα σκοτεινά να πάω δρομάκια της
να αποκοιμίσω την καρδιά μου.
Αδούλωτη καρδιά σκληρή απ' το στέμμα
των αγγέλων φωτισμένη και λαμπερή
σαν ήλιος καλοκαιρινός ασπρουλιάρης.
Θα κάτσω στα ασβεστωμένα σκαλοπάτια
της εκκλησίας χώρο να βρίσκει η ψυχή τα
ανομήματα της να μετρά και τα βαριά κρίματα
να απαριθμεί κλαίγοντας.
Φρέσκος ασβέστης και μια υποψία βασιλικού
να με τυλίγει σαν το τούλι που σκεπάζει την
φρεσκοψημένη μπομπότα του φτωχού αγωγιάτη
μετά απ' την μάχη του με τα κρόσσια της ελιάς.

Εδώ ας σταθώ στην άκρια των συναλλαγών
και των συνθλίψεων έτσι για να απαλύνονται
οι πόνοι που για κελί τους μόνιμο έχουν διαλέξει
το κορμί μου.
Ένας υπεραιωνόβιος μοναχός να γίνω που ξέχασε
να μετρά τα χρόνια του και με τρέμοντα χέρια
ξύνει το κερί απ' τα στασίδια ψέλνοντας κοντάκια
για την Οσία Ξένη με φωνή εγγαστρίμυθη.
Ξένη κι εγώ με ένα κουβάρι στα χέρια
πλεκτά να φτιάχνω ζακετάκια για να ζεσταθούν
κάποτε οι φαβέλες με τους ξηλωμένους τσίγκους
και τις χάρτινες υπάρξεις.

Απόκαμα σε βουερούς να γυρίζω δρόμους.
Με τρομάζει το πλήθος των αγνώστων.
Με αποσπά η νευρικότητα των αποστολών.
Με τρελαίνει κι αυτή η σειρήνα των ασθενοφόρων
και των γαμήλιων τελετών.
Το χέρι μου κουράστηκε σημεία να ψάχνει
μήπως και βρει κάπου την καρδιά να στεγάσει,
με σπάργανα Του μικρού Ιησού να την ντύσει.
Δεν με ακολουθούν τα πόδια γέρνει και
το κεφάλι, πόσο χαμηλά άλλο να πέσει;
Κούνια ζητάω να ρίξω σε πλάτανο σκιερό
για να παίξει το παιδί που μέσα μου κατοικεί.
Έχει λίγα ασθενικά δέντρα γύρω, μία μουριά,
μια κουτσουπιά, μια χαμοελιά κι ένα
αδύναμο πλατάνι.

Τι να διαλέξω που να μου κάνει;
Μην είδατε τον σταυρό μου;
Πολλά τα ανομήματα, βαριά η καρδιά,
τσιμέντο τα πόδια πώς να με βαστάξει το
κλαρί, λιανό που είναι τόσο;
Καιρός να πετάξω τα καμένα χαρτιά.
Καιρός να αποσπάσω το συρματόπλεγμα.
Επείγει να ελαφρώσει ο όγκος του αίματος.
Εδώ ας σταθώ ανάλαφρη με νέους ώμους γερούς
και ποιος ξέρει ίσως αντέξει το μίζερο δέντρο
την τρίκλωνη τριχιά,
Η νέα μου καρδιά τα πρώτα της να κάνει
βήματα και στον κόσμο των αθώων
χαμογέλιων να υψωθεί σαν γροθίτσα νεογνού.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

Σκιά μου είσαι

 Έλα να σου μάθω τους βηματισμούς 
που κάνει ο γλάρος πάνω στο κύμα
πριν εφορμήσει αδίστακτος στην πλέουσα  
λεία του.
Έλα να σου δείξω το συρτάκι που 
χορεύει ο πουνέντες ανάμεσα στις
καλαμιές θορυβώντας.
Στις όχθες να πάμε αγκαλιασμένοι
τα παραλίμνια να συλλέξουμε αρώματα.
Να μουδιάζουν τα μέλη μας ηδονικά
από την επαφή.

Έλα όπως παλιά σαν σκιά φροντισμένη.
Να βγει ο γρύλος από την κρύπτη του
τα άρματα του να κρεμάσει στης ζωής
μας το δέντρο.
Μπροστά στα πόδια μας να σταθεί
να του ζητήσουμε να βρει και να λύσει 
το πανάρχαιο αίνιγμα.
Καρτέρεψε την απάντηση με τα χείλη να 
συσπώνται ελαφρά μετά απ' το γόνιμο φιλί.

Έλα σαν τροβαδούρος σε κάστρο μεσαιωνικό.
Η ζωή μας ένα χαρτονόμισμα στα χέρια του μικρού 
Χρήστου που δε ξέρει πως να το ξοδέψει...
Η ζωή ένα ράμφος που δαγκάνει κι αν δεν
χορτάσει συνωμοτεί με τα μύρα των 
λουλουδιών της ακτής.
Έλα με το σύθαμπο τότε που ξυπνούν 
τα νυχτολούλουδα στις αυλές με το λεπτό 
γαρμπίλι.
Οι πατημασιές μας στην άμμο είναι οι
στερνές ανάσες των πεθαμένων μπρος
στα λυμένα πέδιλα του βαρκάρη.

Γραμμένο πριν δεκαπέντε χρόνια που σήμερα
ανακάλυψα σε ένα κιτρινισμένο χαρτί..

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Οι θάλαμοι των νοσοκομείων

Τα ερτζιανά μετέφεραν μπαλάντες
ερωτικές και ροκ κομμάτια μεταλλικά
σαν τα κουμπιά του νεκρού, τα διαβρωμένα 
απ' το αλάτι μιας αθέατης θάλασσας.
Όλα μιλούσαν για ένα ανεκπλήρωτο έρωτα
μυστικό και άρπαγα με στολή καψαλισμένη.
Καταμεσίς στη νεροδεσιά παρατεταγμένοι  
Άλλοι αργοπέθαιναν, άλλοι έκλαιγαν μουδιασμένοι
και οι πιο συνετοί σφύριζαν αδιάφοροι
σαν να ήταν αλήτες στα πρόθυρα της τρέλας.

Τα ερτζιανά καθήλωναν τα προαύλια
των απόμερων εκκλησιών.
Ο πληθυσμός αριθμούσε
έναν καντηλανάφτη, έναν γόη, μία
κυρία με μπικουτί με ροζ γάντια
κι έναν οξύθυμο άντρα που χτυπούσε
μια γιγάντια καμπάνα.
Παραδομένοι όλοι στην ακρόαση
της μουσική σαν το γκρίζο ψάρι στο καθήκον του
ανοιχτά του ωκεανού.
Εξαίρεση ο καντηλανάφτης που έφτυνε
σπόρους πασατέμπου στα γυαλοκοπημένα
σκαλιά.

Τα ερτζιανά αρκούντως έφταναν
στις περιστοιχισμένες αίθουσες των
νοσοκομείων, αρχές φθινοπώρου.
Έξω ξεντύνονταν τα δέντρα.
Έξω το χωνί του λελεκιού συνόδευε θαρρείς
το μουσικό πανδαιμόνιο.
Στους υγρούς θαλάμους η απουσία
φορούσε ένα σκοτεινό πρόσωπο, διαιρεμένο
Η μουσική διαπερνούσε ασφυκτικά
τα σώματα των πρωινών φύλλων και
τις λευκές μπλούζες των νοσοκόμων και
των ασθενών την τρύπια κλεψύδρα.
Κύματα αρχέγονης ηδονής χτυπούσαν
τα φρυγανισμένα φύλλα, τις λευκές μπλούζες
και των ασθενών τη μακρόχρονη λύπη
σε βαθμό υπερθετικό.

Κάποιος να γυρίσει αλλού το κουμπί οι
μπαλάντες να μην παθιάζουν άλλο
τα πλήθη που σατανικά μειδιούν μπροστά 
σε επάργυρους καθρέφτες.
Φέρε τρεις βεντάλιες να ακούσω τον ήχο
τους, κόψε μια μαργαρίτα να σε διαβάσω,
κρύψε μια αράχνη στο χέρι να αναρριχηθώ,
βάλε στο σακάκι την παραδαρμένη ψυχή 
και μάζεψε αυτές τις μελωδίες που
εμβολίζουν το σώμα και μεταβάλλουν
τις επιθυμίες σε εφιάλτη με μαύρες τις μπότες.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Τα διπλά κλειδιά

Ξημερώθηκα μπροστά στην ωραία
πύλη της αγάπης.
Δυο σπαθιά κρατούσα στα χέρια.
Ένα το δικό μου κι ένα το δικό σου.
Καλογυαλισμένα ήταν και με την λαβή
αιχμηρή και λαμπερή σαν το ψαλίδι της
αστραπής που πέφτει πάνω στο αιωνόβιο
δέντρο στην κραταιά γη του Ψηλορείτη
και του καψαλίζει τον κορμό αλλά αυτό αντέχει.

Το ένα από αυτά στην γαλανομάτα λήθη
έχει στήσει καρτέρι τον άσπρο της λαιμό
να πάρει άμποτε πλησιάσει τον ναό του έρωτα.
Ξέρω πως σε βαθιά πηγάδια ζει και με την
σελήνη συνομιλεί.
Τα μάγουλα της σκεπασμένα είναι
από αρμυρισμένα της δάκρυα και φαιά στάχτη.
Πάνω της στοιχηματίζει ο θάνατος με την
γκρίζα ομπρέλα του και τα μακρυμάνικα ρούχα.

Το άλλο σπαθί πόλεμο έχει ανοίξει με τις
αρχαίες σειρήνες.
Το τραγούδι τους εκκωφαντικό να μην ακουστεί
στα μέρη μας και την μπαλάντα του έρωτα
σκεπάσει με την απατηλά του κελεύσματα.
Πολλά έγραψα τραγούδια του έρωτα που
τον εξυμνούν σαν τους αρχαγγέλους των θρησκειών.
Τις χαραυγές τα τραγουδώ πάνω στα πλοιάριο
καταμεσίς του αφρισμένου πόντου.
Ακούν οι γλάροι κι έρχονται σιμά μου.
Ακούν τα δελφίνια και πιρουέτες στήνουν
στο κύμα με το λατρευτό τους σώμα.
Ακούς κι εσύ κι αγαπάς τις λέξεις με
τα πολλά φωνήεντα και τις ερωτικές
συνευρέσεις πάνω στα άλικα ρόδα των βουνών.

Δεν ξεχνώ, δεν αποστατώ κι εναργής πάντα
τα σπαθιά μου προτεταμένα κρατώ.
Βοηθοί μου οι φίλοι μου που αποβραδίς
ετοιμάζουν το στάρι με τα κουφέτα και
την λεπτή πούδρα της ζάχαρης.
Η μνήμη ποτέ να μην χάνει την ζαριά 
με αντίπαλο τον Αίολο άνεμο που πληγώνει 
τις ασπίδες των απόντων.
Δυνατά να βγαίνει στον κόσμο με πολλές
δέσμες ώριμων σταχυών στα μελανά απ' τα
λάγνα φιλιά χέρια.
Στην πύλη της αγάπης διπλές να φτιάχνει κλειδαριές
κανείς άλλος να μην εισέλθει.

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

Επὶ ματαίῳ

Αρτιμελές δεν έχω σώμα.
Ανάπηρη και πολυτραυματίας
τριγυρίζω σε ένα αχανές και
αδιέξοδο τούνελ με την ασθενική
μου φύση να φωνάζει και να διεγείρεται.
Από καιρούς έσκαψα στο χώμα την 
ολοφυρόμενη καρδιά μου να βρω.
Παντού στριφογυριστές ρίζες, στοές 
μερμηγκιών και λείψανα προϊστορικών
ζώων.
Τους χτύπους της άκουγα σιγανά.
Την πλησίαζα μα αυτή διαρκώς
απομακρύνονταν παίζοντας κρυφτό
με έναν τρόπο παιγνιώδη κι επίμονο.
Δεν κατάφερα ούτε ένα πόρο της
να ξαναφέρω πίσω, πόρπη στο στήθος
να τον βάλω.

Ευάλωτη και χωρίς μνήμη ύστερα 
στα βουνά κατέφυγα τις καψαλισμένες
φτερούγες μου να ψάξω, τα πλευρά
να μην πονούν με τον νοτιά.
Βράχια ακλόνητα τις έκρυβαν στα
στήθη τους.
Καλέμι πήρα, νύχια αντέτεινα μα μόνο
κάποια θρύψαλα γυαλιού και γούβες
στεγνού αλατιού μου παρουσιάστηκαν μπροστά.
Απουσίες με κύκλωσαν, άρπαγες αετοί
με κυνήγησαν κι ένας μαύρος καβαλάρης
με παρακολουθούσε
Ούτε ένα μικρό φτεράκι δεν πήρα μαζί μου.
Μόνο μια δροσιά ένιωσα στα πέλματα
απ' την επαφή με τις υγρές φτέρες και τα βρύα.

Αίολη κι αμφίσημη στα ποτάμια κατέληξα
την ψυχή μου να φέρω πίσω, τα βαθιά
της τραύματα να θεραπεύσω με τα
δάκρυα των νεράιδων.
Βότσαλα με έδιωξαν, ρουφήχτρες με
κατάπιαν κι οι δρόμοι της πέστροφας
κλειστοί ήταν.
Κύκλους έκανα στο νερό, πάγωνα και
τουρτούριζα με τα χέρια μου αδειανά
τις ραφές της ψυχής δεν ψηλάφησα.
Έτσι άμορφη και ατελής πορεύτηκα
ανάμεσα στις καλαμιές έχοντας κοντά 
μόνο την φωνή μου μικρά να φτιάχνω
τραγούδια με δύσκολα ρεφρέν.

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022

haibun

 Ο στολισμός

Ξύπνησε αχάραγα. Έβαλε την μάλλινη ζακέτα της και βγήκε στο μπαλκόνι. Κοίταξε γύρω, ενώ μια νιφάδα ήρθε και κάθισε περιπαικτικά στο αριστερό της φρύδι, όλα τα μπαλκόνια δεξιά αριστερά ήταν στολισμένα. Παραφωνία το δικό της. Χωρίς δεύτερη σκέψη ανέβηκε στο πατάρι κι έβγαλε την κούτα με τα λαμπιόνια. Γρήγορα τα κρέμασε. Έλαμψε η κουπαστή λες και πάνω της κάθισε μια πλειάδα από πεφταστέρια που αναβόσβηναν. 


Νιφάδες χιονιού

σπουργίτης τιτιβίζει-

χάντρα το μάτι.

Στο σαλόνι δέσποζε ένα γυμνό πανύψηλο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Χωρίς δεύτερη κουβέντα πήρε τις πολύχρωμες μπάλες, τις γιρλάντες και τα μικροσκοπικά φωτάκια κι άρχισε να το στολίζει. Δεν αφιέρωσε πολύ ώρα σε λίγο όλα γύρω της έλαμπαν λες και ήρθε κάποια μάγισσα και με το ραβδί της μεταμόρφωσε το σκηνικό. Στο αστέρι της κορφής έβαλε τα πιο πολλά φωτάκια έτσι που να λάμπει πιότερο και να δείχνει τον δρόμο προς την χαρά της γιορτής.


Άδειο παγκάκι

κρούστα λεπτή του πάγου -

τριγμοί στο χώμα.

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

haibun

 Χειμερινή επέλαση


Η μέρα ξημέρωσε συννεφιασμένη και μουντή. Μια πλειάδα από νέφη έκλειναν τον δρόμο του ήλιου. Έπαιρναν διάφορες μορφές. Κάποια έμοιαζαν με τεράστια χέρια ανοιχτά που ποθούσαν εφήμερες αγκαλιές και κάποια άλλα πάλι έφερναν σε μορφή τεράστιων αγαλμάτων που στέκονταν ορθά μπροστά σε ένα πλήθος περιηγητών που τα θαύμαζαν με το στόμα ανοιχτό.

Τσούζει το κρύο
χειμώνιασε στην πόλη-
χοντρά τα γάντια.

Κατά το μεσημέρι δεν άργησαν τα αραιά σύννεφα να πάρουν μια πιο πυκνή όψη και σιγά σιγά να γίνονται απειλητικά φορώντας ένα σκούρο μελανό χρώμα. Έφυγαν οι σχηματισμοί κι οι οι εφήμερες μορφές κι ο ουρανός κατέβηκε κάτω προς τη γη μοιάζοντας σαν χαμηλοτάβανο ανήλιαγο κατώι.

Ξέσπασε βροχή
κρυώνει ο καστανάς -
σβήνει η φουφού.

Μπουμπουνητά ακούστηκαν κι ένα δίχτυ αστραπών εμφανίστηκε στην σκούρα παλέτα του ουρανού. Ο βοριάς θύμωσε και φουσκώνοντας τα μάγουλα του ξεφυσούσε διαρκώς λυγίζοντας τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Δεν άργησε να έρθει η βροχή με τις πρώτες χοντρές σταγόνες της να ξυπνήσει το υπνωτισμένο χώμα.

Χοντρή η κάπα
χειμώνας παρελαύνει -
άστεγο πουλί.

Αυλάκια σχηματίστηκαν στους δρόμους βγήκαν οι ομπρέλες και οι μπότες απ' τις ντουλάπες για να αναλάβουν δράση. Κάποια παιδιά μαγεμένα απ' την βροχή βγήκαν στα σοκάκια. Φώναζαν οι μανάδες κι έτρεχαν να τους δώσουν αδιάβροχα. Ανυπάκουα αυτά έκαναν του κεφαλιού τους. Δεν τα πείραζε που είχαν βραχεί ως το κόκκαλο και αρέσκονταν να πλατσουρίζουν στις λακκούβες με ιαχές κι ασταμάτητα γέλια.

Λάμψη αστραπής
βάρυναν τα σύννεφα-
έρχεται μπόρα.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

Χωρίς περίσκεψη

Θέλησα να μπω στον κόσμο σου τον εαυτό μου 
να συναρμολογήσω και τα λάγνα να βρω φιλιά που 
μαζί σου κάποτε πήρες.
Μακρύς ο δρόμος ως εκεί.
Πολλά συνάντησα εμπόδια και δρόμοι
αχάρακτοι με περίμεναν.
Στην παλαίστρα μπήκα του φόβου με καρδιά 
τρέμουσα και με γάντια φθαρμένα.
Πέτρες με κυνήγησαν αιχμηρές σαν μαχαίρια.
Ιστοί αράχνης με έπνιξαν και μου έφραζαν τα μάτια.
Κάποια σκάρτα ποιήματα μου αφαίρεσαν τη φωνή.
Αέρηδες με παλιά χοντροπάπουτσα με έβγαζαν εκτός
πορείας και στην θάλασσα με οδηγούσαν μες την
αρμύρα των κυμάτων να πνιγώ.
Τους ξεγέλασα ξόρκια προφέροντας κι οδηγίες της γης.

Αναμαλλιασμένη σε τρίστρατα άγνωστα έφτασα.
Οδηγό είχα το ένστικτό και την βαριά μυρωδιά σου 
που κάποτε θελκτική μού ήταν.
Μακριά από τα γήινα σε βρήκα, κιθαρωδός
απέλπις μουσικές καταχθόνιες να παίζεις.
Για φρουρούς είχες βάλει στην πύλη σου 
δυο αφηνιασμένα και μακρύτριχα σκυλιά.
Υλακές με κυνήγησαν και με φόβισαν.
Νύχια μου κατέσχισαν τα πόδια και δόντια 
κοφτερά μου άρπαξαν τον άγιο άρτο και 
τον σφαγμένο κόκορα κι έμεινα νηστική 
με το ταγάρι άδειο και τρύπιο.

Χαμένη έψαξα την άλλη είσοδο να βρω 
μπροστά σου για να αναμετρηθώ. 
Σε βρήκα με το στόμα ξεραμένο και στιφό
απ' την φενάκη.
Ταμπουρωμένος σε πέτρινο πύργο κρυβόσουν.
Βρισιές εξαπέλυες με παρατεταμένα τα φωνήεντα,
ειδικά τα άλφα και το ύψιλον. 
Ποιήματα ανομοιοκατάληκτα πρόφερες σαστισμένος
που ποτέ δεν είχα ξανακούσει.
Δεν έκανα πίσω και τις πληγές μου έδεσα πρόχειρα 
με γάζες ποτισμένες στο χλωροφόρμιο. 

Ήρθα κοντά σου υπό των ήχων των υλακών.
Με υποδέχτηκες με λυτά τα μακριά σου μαλλιά,
με σπασμένα γόνατα και μάτι αγριεμένο για τσιγάρο.
Το σώμα μου είχες αλώσει και νήματα 
μπερδεμένα εξείχαν από τις στιγμές μας που 
άλλοτε με ερωτικά χάδια τις έντυνες.
Θέλησα να βρω την άκρη και δυο μεγάλα 
πλεκτά να φτιάξω λίγο να ζεστάνω τα πέλματα.
Αδίκως όμως μέσα τους μπλέχτηκα σαν έντομο που
ανίδεο πέφτει στους αδιόρατους ιστούς μιας γριας αράχνης.

Εκλιπαρούσα να με σώσεις. 
Τα φιλιά ζητούσα πίσω και τα τρωτά μου μέλη 
να μου επιστρέψεις αλώβητα.
Απαθής με κοιτούσες.
Υπεροπτικά με ανέλυες μετρώντας στα δάκτυλα
τις τυχόν προδοσίες μου.
Τότε κατάλαβα πως μια κρύα προ καιρού μου είχες 
χτίσει φυλακή.
Αλυσοδεμένη μέσα της κλείστηκα χωρίς ανάσα και μιλιά.
Οι πληγές αφόρμισαν και τρέχουν. 
Ποτίστηκαν με αίμα οι γάζες. 
Αργά αργά σε έναν εγκλεισμό επώδυνο και φρικτό
με ξοδεύεις, θυσία ενός έρωτα σκοτεινού.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

Δισυπόστατη φύση

Στα δαιδαλώδη μονοπάτια του νου μου
έχτισα έναν άνθρωπο απόψε.
Χρεία τον είχα μεγάλη, το άλλο μου
μισό ήθελα να γενεί, τις πληγές να γιατρέψει.
Ανολοκλήρωτη καθώς ήμουν στρώσεις
στρώσεις ψυχή και υπόσταση του έδωσα.
Γκρίζα του διάλεξα μάτια.
Πλατύ του χάρισα στέρνο.
Μυώδη άκρα του βρήκα και για καρδιά
ένα ροδοπέταλο απ' την τριανταφυλλιά
του κήπου μου με δυο δροσοσταλίδες
επάνω σκέφτηκα να του δώσω, όμορφα
να πάλλεται στα αριστερά του κόσμου μου.

Δύσκολο μου φάνηκε έργο.
Παιδεύτηκα άρωμα ζωής να του εμφυσήσω.
Τα κατάφερα τελικά χάνοντας πολλές
ρανίδες αίματος κι ανάσες μα δεν
παράτησα ούτε μια στιγμή την
δημιουργία μου.
Σαν τον γλύπτη που δαμάζει το
μάρμαρο τον κούρο για να πλάσει ένιωσα.

Τώρα αυτάρκης και δυνατή καλό
συνομιλητή τον έχω και σύντροφό μου.
Μου διαλέγει την τροφή μου, τα ρούχα μου
τα μαγικά του έρωτα λόγια και
τους δρόμους που φτάνουν στην καρδιά
μου ανοίγει για να τους διαβώ περήφανη.
Τον προσέχω κι αυτός μου δίνεται
αμαχητί μέχρι το τελευταίο του κύτταρο.

Μέσα στο σώμα μου τον έκλεισα και
μεγαλοπρεπής αισθάνθηκα δημιουργός.
Αυτός γράφει τα ποιήματα μου.
Αυτός χορεύει γύρω από την φωτιά.
Αυτός ξεσηκώνει της νύχτας τον καμβά
και σε αστρικά με πάει ταξίδια.
Άτρωτος είναι και ωραίος σαν την ίριδα
με τα χυμώδη άνθη.
Δεν θα τον σπαταλήσω στης καθημερινότητας
την ανίερη πλήξη και σε κανένα δεν θα τον
γνωρίσω, εντός μου θα ζει ολοκληρωμένος
και ομοτράπεζος του έρωτα τον βωμό
να υπηρετεί και τη θράκα των οδυνών αεί
να συντηρεί. 

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Άγνωρος τόπος

Σε μια κρύπτη ψηλά στα βουνά κοιμόσουν.
Εκεί το φρούριο σου.
Εκεί ο απόρθητος χώρος σου.
Εκεί το περιφραγμένο υποστατικό σου.
Λευκά λινά σεντόνια σε σκέπαζαν και
πότε πότε κρουστά φτερά σου τα έκανες
και ταξίδευες στα αλπικά τοπία μαζί
με τους χρυσαετούς και τις γερακίνες.
Φιλιά απλόχερα χάριζες στις κορφές
κάθε που χάραζε κι αιμάτινες άπλωνες
γάζες ο κόσμος να ομορφαίνει σαν την
κόρη που κοκκινογάλαζα έχει μάγουλα
και χίλιους καθρέπτες στην τσέπη ο ήλιος
εκεί να λούζεται παίρνοντας μύρα απ' τα μαλλιά της.

Σε νερομάνες βουνίσιες έπλενες τα ρούχα σου.
Επιμελώς έβραζες την στάχτη καθάριος
κι όμορφος να βγαίνεις στα τρίστρατα.
Απόκοσμος σαν τους ωραίους νεκρούς
ψηλά ζούσες και λίθινη είχες πόρτα ληστές
ή βάρβαροι μην σου κλέψουν το φως που διαφέντευες.
Ολόκληρος μέσα στις λάμψεις και στης αστραπής
τις δέσμες έκοβες το ψωμί πάνω στην πέτρα
και το σκληρό κατσικίσιο κρέας για να γευματίσεις.
Αρωματικά είχες βότανα και με νερό
γάργαρο που έφερνες από τους καταρράκτες
έψηνες το ρόφημα σου.
Ζήλευαν οι αετοί κι εσύ τους απωθούσες
με τις σταυρωτές λόγχες των ελάτων.

Στους κάμπους δεν καταδεχόσουν να πας.
Εκεί τα έλη, τα τραυματισμένα ποιήματα,
τα γλυφά νερά και οι αθετημένες
υποσχέσεις.
Παρότι εσύ μακριά από τα ανθρώπινα
ζούσες εγώ με χάρτες μαγικούς
στο χέρι σε ξαναβρήκα περιχαρής.
Εύκολα εντόπισα την αναπνοή σου.
Εύκολα μυρίστηκα το αίμα σου.
Εύκολα λούστηκα το ανέσπερο φως σου.
Εδώ θα μείνω και των άστρων το βιλαέτι
θα εγκαταλείψω επηρμένη απ' τη δόξα
του έρωτα.
Οι αετοί σου με γνώρισαν κι οι γερακίνες
δρόμους στρωτούς μου άνοιξαν.
Μόνοι εμείς θα χτυπάμε τα σήμαντρα
του Αη Λια και στο πανηγύρι μαζί με
τις Ναϊάδες θα μαθαίνουμε καθαρά πως
λύνονται τα ξόρκια του αθάνατου νερού.

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Το φιλί

Είδα τα κρασάτα μάτια σου στον
ύπνο μου, διαπεραστικό είχες βλέμμα
κι έλαμπε σαν τα φινιστρίνια ενός
καραβιού που στο λιμάνι μπαίνει κατάφωτο
και με επιβάτες μόνο εμένα κι εσένα.
Απομυζούσα γλυκόπιοτο οίνο
από αυτά και σε ένα νοερό έμπαινα κόσμο.
Δεν μεθούσα όση ποσότητα
κι αν έπινα μόνο σε μια στριφογυριστή 
ανέβαινα σκάλα
με γεμάτα τα χέρια μου με οπώρες
του θέρους.

Στράγγιξα τον οίνο όλο κι η καρδιά
ευφράνθηκε και ολόδροση πότιζε
το δέντρο του έρωτα που φύονταν
εντός της.
Ρίζες βαθιές έριχνε πανώριο να μοιάζει.
Έβγαιναν τα κλαριά του στο στήθος, στα
χέρια και στα πέλματα μου.
Αειθαλές ήταν, ένα του πόθου δέντρο
με κορμό δυο αγκαλιές απλωμένες.

Διακλαδίστηκε στο σώμα μου και
πυκνόφυτο έγινα δάσος με ανοιχτά
τα μονοπάτια, γλυκόλαλα πουλιά
και με ένα ζευγάρι ελαφιών που 
πηγή αμόλυντη βρίσκει για να ξεδιψάσει.
Χώρο ασφαλή από τις αστραπές
σου κράτησα κι απ΄ τα ζιζάνια τα
πολλά το καθάρισα.

Με λόγια της καρδιά να έρθεις κι εγώ
ίσκιο θα σου κρατώ και τους οπώρες
μου θα στους χαρίσω όλους,
Μέστωσαν και σε καρτερούν.
Χυμούς πλημμύρισαν και σε θέλουν.
Ο περιβολάρης είναι ζωντανός.
Ο κυνηγός πέταξε τα φυσίγγια.
Ο αγροφύλακας φύτεψε τρεις ελιές
σε πολύ ψηλό υψόμετρο.
Μην φοβάσαι θα καρπίσουν, έλα.
Συμφωνία υπέγραψα με την γη
με όρους καλούς και αποδεκτούς
Μην τρομάζεις όλα ξύπνησαν για
σένα και σε καρτερούν.
Έλα όπως είσαι σε φέτες έκοψα
το καρπούζι για να ξεδιψάσεις και
με ζαχαρωμένο φιλί να με πάρεις, 
έλα.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

Ο ασκητής του έρωτα

Σε μια αγροικία μέσα στο δάσος
ζούσες.
Κάθε πρωί έβγαινες να
μαζέψεις μανιτάρια και
βέργες από σκίνους στεφάνια
για να φτιάξεις.
Σε Θεούς δεν πίστευες, θυσίες
δεν πρόσφερες στους ουρανούς.
Έκαιγε στο κεραμίδι η σμύρνα
και το λιβάνι για τον κρυφό έρωτα.
Σύμμαχοι σου κιι άγιοι σου
τα ελάφια, οι σκίουροι, οι λευκές
αρκούδες και οι νεράιδες του
ποταμού.
Με τα πουλιά συνομιλούσες και
απ' τις πέρδικες έκλεβες την
ομορφιά ωραίος να περιφέρεσαι
στα μονοπάτια με τα βρύα.

Κλάδους έκοβες από τα έλατα
και λάσπη της βροχής τις διαιρέσεις
να επεκτείνεις της καρδιάς.
Άπλωνες εκεί τους θησαυρούς
του κόσμου και τους βαλσάμωνες.
Ένα φτερό αετού.
Ένα πέταλο αλόγου.
Μια γούνινη ουρά αλεπούς.
Χαμογελούσες σαν παιδί που
του χάρισαν δυο μπίλιες στην
αλάνα με τις μαργαρίτες και τα
χαμομήλια.
Επισκέψεις δεν είχες μόνο
στα όνειρα σου συντρόφευες με
τους ανθρώπους.
Αποκομμένος θαύμαζες την
πρωινή πάχνη κι απ' τις δροσοσταλίδες
έπινες νερό, ολιγαρκής σε όλα.

Πάνω σε πλάκες από το βουνό
έγραφες ποιήματα και ξόρκια
για το κακό, ολόκληρα κατεβατά.
Με νύχι αετού τα σκάλιζες και
στη γη τα έθαβες να μην τα βρουν
οι επιδρομείς και διαβάσουν τη
σκέψη σου.
Σκληρός σαν το βουνό ανέβαινες
τα σκαλοπάτια της ζωής και
τις εσπερινές ώρες παρέα με
το λαγούτο χορό έσερνες στα
ακρορίζια των δρυών.
Ήσουν όμορφος και ταγμένος
στην μοναξιά του πάθους.
Ένας τρελός ασκητής που
ακροβατεί μεταξύ ζωής και
θανάτου και μάχες δίνει με
τις γερακίνες την περηφάνια
τους να υποδουλώσει μέσα
στη θήκη με τα θησαυρίσματα
και τα φαρμακερά τόξα.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

Αέναο παιχνίδι

Καθάρισα τα ερμάρια της ψυχής σου 
απόψε για να σε βλέπω καθαρά.
Σκόνη δεν είχαν καθόλου, μόνο στρώσεις 
πολλές γύρης είχαν πάνω.
Θα φταίνε φαίνεται τα δυο μπουκέτα 
εκατόφυλλα τριαντάφυλλα που μου 
χάρισες χρόνια πριν σε μια εκδρομή.
Ποτισμένα με άρωμα είναι ακόμα και 
μοσχομυρίζουν.
Μεθυστικό άρωμα σαν τα φιλιά που 
ξέχασες να δώσεις μα ακόμα καλά κρατάς.
Μέλισσες τα περιτριγυρίζουν καθηλωμένες
από τα αρώματα.
Το μέλι τους παχύρευστο και ευώδες είναι
η μόνη τροφή που με θρέφει ως σήμερα.

Εαρινός κήπος η ψυχή σου και μια 
εφτάχρωμη πεταλούδα σε γυροφέρνει.
Στραφταλίζουν στον ήλιο τα φτερά της 
και με φως μεσημβρινό σε ντύνουν
Λάμπε η ψυχή σου σαν το σπασμένο 
γυαλάκι ανάμεσα στις πευκοβελόνες
που ο ήλιος το χτυπά στο κοντινό μας 
δάσος που σε βρήκα πεινασμένο και
απ' τον πόθο ανάστατο. .

Πάντα αγαπούσες τυφλά τα δέντρα και 
συνομιλούσες μαζί τους.
Λόγια αγάπης έλεγες στις λεύκες και 
δυο κυπαρισσόμηλα είχες στην τσέπη,
βόλους να παίζεις με τα παιδιά στην 
αλάνα μεσημέρι Κυριακής.
Πως κατάφερνες πάντα να τα κερδίζεις
ποτέ δεν έμαθα.
Τους αποσπούσες βόλους γυαλιστερούς 
και σε μπουκάλι τους έβαζες, εκεί που 
κάποτε οι ποιητές έκλειναν τα ποιήματα.
Χαμογελούσες ευχαριστημένος και 
καμάρωνες για την λεία σου.

Αυτό το πολύχρωμο μπουκάλι τώρα 
εγώ το κρατώ.
Στην αλάνα βγαίνω μα τα παιδιά με αποφεύγουν.
Κρύβουν τους βόλους σφιχτά στην παλάμη.
Ζητούν τους βόλους τους πίσω, δεν τους δίνω.
Ζητούν εσένα, το παιχνίδι να τους μάθεις.
Ζητούν τα δυο κυπαρισσόμηλα που με 
αυτά τους κέρδισες κάποτε.
Όλος μες στα χρώματα και στα αρώματα
τους ξεφεύγεις κι από εμένα γλιστράς.
Έλα τουλάχιστον με την καθαρή ψυχή σου 
πάλι μαζί τους για να παίξεις.
Τα μουσικά στέκια άφησε, στενεύει ο χρόνος
το παιχνίδι έμεινε στην μέση.
Εγώ σε περιμένω στην άκρη της αλάνας 
ανάμεσα στο παιδομάνι με δυο κυπαρισσόμηλα
για σκουλαρίκια.
Στο μεθυστικό σου περβόλι ανέγγιχτη να μπω 
ταγμένη του έρωτα και με δώρα στο χέρι ακριβά.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

Το δέντρο του έρωτα ή η ακάνθινη ευφόρμπια

Φορούσες στο κεφάλι ακάνθινο στεφάνι
κι αιμορραγούσες.
Αγκάθι του Χριστού μου είπαν πως ήταν.
Αιχμηρά είχε αγκάθια και μικρά κόκκινα
αμάραντα λουλούδια στην περιφέρεια του.
Πονούσες, λαβώνονταν το μέτωπο σου, οι
κρόταφοι σου, τα μελένια μάτια σου.
Για χρόνους πολλούς αυτήν μόνο έφερνες εικόνα.
Βιαστικά περνούσαν μπροστά σου τα πλήθη.
Δεν έβλεπαν.
Δεν συμπονούσαν.
Δεν αποφόρτιζαν τον πόνο σου.
Μόνο ένα μικρό παιδί σε καταλάβαινε.
Πάθια είχε πολλά, ορφανό ήταν, μάγισσα το γέννησε
και τις νύχτες έγραφε την Οδύσσεια του σε παπύρους
από τάφους αρχαίους συλημένους.
Πριν χρόνια τρία θέλησε να σε βοηθήσει.
Πώς να σταθεί μπροστά στον πόνο που με μικρό
θάνατο έμοιαζε;
Αδυνατούσε το ακάνθινο να σου βγάλει στέμμα.
Αδυνατούσε αθάνατο να σου φέρει νερό.
Περιφέρονταν μπροστά στα πόδια σου, το ύψος σου
δεν έφτανε.
Τα πλήθη αδιάφορα κυνηγούσαν περιστέρια
και λέπια πολλά κάλυπταν το σώμα τους.
Κάποιοι μάλιστα κρατούσαν καλαθούνες με παστά
ψάρια κι αποξηραμένα χταπόδια.
Δεν έβλεπαν.
Δεν συμπονούσαν.
Δεν αποφόρτιζαν τον πόνο σου.
Ο μικρός Ιάσωνας εκλιπαρούσε αδίκως να σε προσέξουν.
Έτσι σε βρήκα κρατώντας την εικόνα σου καθαρή
μέσα στα χέρια μου και με μια καρδιά μπεσαλίδικη,
δική σου, ευθύς τότε σου δόθηκα.
Το ύψος σου έφτασα το ακάνθινο να σου αφαιρέσω
πλέγμα, έτρεμες.
Σμίξανε τα αίματα μας.
Συντρόφεψαν τα δάκρυά μας.
Ρίγησαν τα σώματα κι οι παλμοί αλόγου ήταν τρεχαλητό.
Πήρα το στέμμα, χαμογέλασες (ένα λουλούδι
στόλιζε τα χείλη σου από αυτά τα αμάραντα.)
Το κράτησα στην αγκαλιά μου και ο κόρφος μου μάτωσε.
Στα δύο το χώρισα και ο πόνος με ακρίβεια μοιράστηκε.
Το παιδί έκανε χαρές και χαμογελούσε.
Ήρθε κοντά μας και μια λυτρωτική έκανε κίνηση.
Φωτιά μεγάλη άναψε τα στέμματα να κάψει.
Φουρφούριζε η φωτιά, ανέβαινε, μα πανέτοιμο το
παιδί και τολμηρό νερό απ' την κρήνη έφερε
την ένταση να κάμψει.
Ντιβάνι ετοίμασε έπειτα με λευκά σεντόνια
τα κορμιά να γείρουν.
Ελεύθεροι βαδίζουμε τώρα σε στέπες και σε ξεροπόταμα
με χρυσάφι μπόλικο στο μπράτσο και στα χέρια.
Καθάριο πίνουμε νερό που το παιδί μας φέρνει.
Ακόρεστα τα σώματα μας στην πανάρχαια υπακούνε
συνταγή και στην οδηγία πιστεύουν.
Του έρωτα κλαδεύουμε το δέντρο και τα κλαδιά
φυτεύουμε στη γη ρίζες να πετάξουν και να θεριέψουν.
Ίσκιο να βρίσκουν οι εραστές κι οι δραγουμάνοι.
Ίσκιο να βρίσκουμε κι εμείς και κλαδί γερό να κρεμάμε
τα αγκομαχητά της αγάπης μας και τα θυμητάρια.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

Τάνκα

Τάνκα (με τη μορφή 5/7/5/7/7 συλλαβών και με ζητούμενο θέμα τις ορχιδέες)


Στενό περβάζι
άνθος της ορχιδέας
χείλη ανοιχτά
υγράνθηκαν τα μάτια
η ομορφιά παιδεύει.

*
Μπλε ανθογυάλι
ρίζες της ορχιδέας
λευκά τα άνθη
δώμα μικρό στολίζουν
αρχοντική ομορφιά.

*
Λυγερή κόρη
χτυπάνε οι καμπάνες
γεφύρια φρύδια
λουλούδια ορχιδέας
κοσμούν λεπτό μαντήλι.

*
Κήπος ανοιχτός
σειρά οι ορχιδέες
λαμπρά χρώματα
κοιτούν μάτια θαυμάζουν
λεπτοφυή τα άνθη.

*
Λευκό το πέπλο
μπουκέτο ορχιδεών
ριχτά τα μαλλιά
η τελετή αρχίζει
ενώνει το ζευγάρι.

*
Πάνω στο σκρίνιο
γλαστράκια ορχιδεών
διάσπαρτες ρίζες
λιλά έχουν λουλούδια
πολιορκούν τα μάτια.

*
Άνθη ζωηρά
αποζητούν νεράκι
ευθύς ο κορμός
μετρώ τρεις ορχιδέες
ταξιανθίες πλέκουν.

*
Στολίζουν σπίτια
δίχρωμες ορχιδέες
φύλλα εύρωστα
σκύβω να τις μυρίσω
αρκεί η ομορφιά τους.

*
Μέσα στη γλάστρα
μπουμπούκια ορχιδεών
αργή άνθιση
κορίτσι αναμένει
άνθη λαμπρά ν' αγγίξει.

*
Λαμπρός στολισμός
η τελετή αρχίζει
ουρά νυφικού
μαλλιά χυτά τους ώμους
υγρές οι ορχιδέες.

*
Άνθη φλογερά
σπάνιες ορχιδέες
άρωμα σκορπούν
σκόρπιες λόφους στολίζουν
μέλισσες τις αγγίζουν

*
Χρώμα κίτρινο
της φύσης ορχιδέες
άνθη άγρια
σπαθωτά έχουν φύλλα
σκύβω άρωμα κλέβω.

*
Ροζ ορχιδέες
κατάσπαρτοι οι λόφοι
χαλί υφαντό
άφωνη μπρος τους μένω
άρωμα μέθης βγάζουν.

*
Σάλες στολίζουν
ζαφείρια έχουν άνθη
οι ορχιδέες
καθρέπτες τις θαυμάζουν
γόησσες ξεπροβάλλουν.

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

Αιχμαλωσία

Έζησα σε μια άγνωστη, αφιλόξενη νήσο 
στ' απόμακρα του κόσμου.
Έρημος τόπος, άνυδρος με κυρίαρχη την πέτρα. 
Παντού καχεκτικές ελιές, φραγκοσυκιές και σπάνια 
βότανα που δεν ονομάστηκαν ποτέ από κανένα. 
Πέτρινα σπίτια χαμηλόροφα, πέτρινοι όγκοι,
βουνά αρσενικά, κρύπτες των αετών απλώνονταν
απειλητικά γύρω.
Με λίγους ανθρώπους μίζερους συνδιαλλάχτηκα και 
με τα πουλιά μιλούσα σε δάση απολιθωμένα.
Αγάπη δεν πήρα μολεμένη η καρδιά δεν σκιρτούσε
στα ξαφνιάσματα.

Μελαγχολικοί άνθρωποι μπροστά σε ιατρεία 
ζητούσαν απελπισμένοι την γιατρειά.
Ουρές σχημάτιζαν κυματιστές σαν ρυάκια με αίμα.
Οι γιατροί φορούσαν άσπρες μπλούζες γεμάτες 
με αιμάτινα σημάδια.
Χειρουργούσαν σε υπόγεια δίπλα σε περιττώματα
ποντικών και σε φωλιές νυχτερίδων.
Παντού η μυρωδιά της φορμόλης να διατρυπά τα 
ρουθούνια και να αποκοιμίζει τη φαντασία. 

Ιερείς έκαναν διαρκώς τρισάγια διαταράσσοντας
τον ύπνο των νεκρών.
Θυμωμένοι οι νεκροί άνοιγαν τα μνήματα, 
έβγαιναν στο φως για να τους νουθετήσουν.
Οι ιερείς φορούσαν βιαστικά τα μαύρα γυαλιά κι 
έφευγαν έντρομοι. 
Τους έπεφταν τα κομποσκοίνια, οι ιερές γραφές, 
τα ιερατικά σκεύη.
Αλλόφρονες έτρεχαν κι οι νεκροί τους έπαιρναν 
στο κατόπι, τους απειλούσαν με τα τεράστια 
σαν αρπαχτικών νύχια. 
Τους έφταναν και νερό της λήθης τους πρόσφεραν.
Κλείνονταν στα σπίτια φοβισμένοι μέρες τρεις.  
Διπλοκλείδωναν κι άλυσο έβαζαν. 

Αμνήμονες οι ιερείς έκαναν κηρύγματα από 
σαρακοφαγωμένους άμβωνες χωρίς κανείς να τους 
ακούει ή να τους παρακολουθεί.
Το κουταλάκι της μετάληψης ξύλινο ήταν, σκαλιστό
στην λαβή με σχέδια αποτροπιαστικά.
Κανείς δεν μεταλάμβανε και τα παιδιά σκορπούσαν 
τα αντίδωρα στις πάπιες της λίμνης.
Τα μαύρα ράσα παρήλαυναν στους δρόμους
και δεν έκαναν χώρο για να περάσει κανείς.

Τα βουνά φορούσαν μαύρους τσόχινους σκούφους  
Δεν χιονίζονταν, δεν ανθούσαν, ρίζες δεν έριχναν.
Άκαρπες οι καρδιές χωρίς αντικλείδια έβαλλαν 
με πείσμα εναντίον τους
Απόρθητα ήταν. 
Δεν τα κατάφερναν, κρυψώνες αναζητούσαν σε 
σώματα ετοιμοθάνατα.
Κρύος ιδρώτας, σπασμοί πυρετού, ακατάσχετες 
αιμορραγίες κι ο τόπος της πέτρας να γεμίζει 
σκοτωμένα όνειρα χαμένων δεκαετιών.
Εκεί έζησα χρόνια πολλά κουβαλώντας ταφόπλακες
με σβησμένα τα ονόματα.
Ο εφιάλτης με πρόδιδε συνεχώς στους εισβολείς. 
Όλες τις μάχες τις έχανα ζωντανή νεκρή 
στο τέλος αιχμάλωτη κατέληγα στα χέρια τους
εγκιβωτισμένη.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

Τα πάθια της νύχτας

Η νύχτα χρυσοποίκιλτο φορά φόρεμα κι έρχεται
δώρα να αφήσει στα πόδια σου.
Χρυσάφι ατόφιο η μνήμη να τροφοδοτείται.
Μαύρα μαργαριτάρια αλιευμένα από το άλλο 
μισό του φεγγαριού για να ξεστρατίζεις από τα επίγεια.
Μπαρούτι εύφλεκτο τους στασιαστές του έρωτα να χτυπά
και να τους αποθέτει δέσμιους στου αναστοχασμού το περιβόλι. 
Έχει επίλεκτους εραστές η νύχτα και συμμαχεί μαζί τους.
Τα άγια των αγίων βγάζει στις πύλες της στο τέταρτο 
κάθε ώρας για να μεταλαμβάνουν τα κατάστικτα σώματα.

Καλλονή η νύχτα μαθητεύει δίπλα στα παιδιά, 
στους τρελούς και τους αλαφροΐσκιωτους 
Αυτοί μετρούν τα αστέρια της και πάντα βγάζουν 
λάθος αποτέλεσμα μα αυτή δεν πικραίνεται, ξέρει να 
συγχωρά και λαδάκι να τους βάζει στο μέτωπο.
Αδέρφια τους βαφτίζει και ατελείωτους πιάνει 
διάλογους μαζί τους, για φονικά μεγάλα, για άπαρτα 
κάστρα και για ταμπουρωμένες καρδιές που με νεράκι
απ' τις σεληνιακές πηγές ξεδιψούν και ποτέ δεν 
χάνουν το ραντεβού με τον σάρκινο εισβολέα.

Η νύχτα ξαγρυπνά πλάι σε τρίστρατα και σε λευκές 
κλίνες αειπάρθενες.
Το δρόμο που θα πάρεις ποτέ δεν σου ορίζει.
Εσύ ο διαβάτης που ταγάρι βαστάς γεμάτο χάρτες.
Εσύ ο πυρπολητής που τα όνειρα φυγαδεύεις σε 
πηγάδια τσιμενταρισμένα.
Εσύ ο αμαρτωλός που στο μεσιανό κατάρτι έχεις
δεθεί με πενάκι στο χέρι και αχειροποίητα ποιήματα
στην μπαλωμένη τσέπη.

Ξελογιάστρα η νύχτα σε παλάτια ερέβους ζει.
Στρώνει παχιά χαλιά κι απ' τα χέρι σε τραβά στον 
χορό να σε μπάσει.
Αγαπά τα μπλουζ και τα ιδρωμένα σώματα.
Μαζί τους χορεύει.
Μαζί τους αθάνατο τους κερνά νερό.
Μαζί τους παρασκευάζει μαγικά φίλτρα και τον 
έρωτα απ' την μέση πιάνει και στου γλεντιού την χώρα 
τον οδηγεί.

Αναψοκοκκινισμένη η νύχτα τα αιμάτινα φορά πέπλα 
της ηδονής και του πάθους.
Το κρεβάτι της, αφράτη κοιλιά εφηβική είναι.
Εκεί το φιλί, εκεί το χάδι, εκεί το σπασμένο αριθμητήριο.
Άγρυπνη μένει και παραισθησιογόνα σε βελούδινες
θήκες ερμητικά κλείνει. 
Ξέρει να χαρίζεται χωρίς να χρεώνει λογαριασμό.
Ξέρει ανοίγει νέες πληγές που ράμματα δεν παίρνουν.
Ξέρει να μεθά με το κρασί των ολύμπιων ανάμεικτο με αίμα.
Τροβαδούρος της είμαι και υπασπιστής της πρόθυμος.
Αγαπητικιά μου την κάνω και στο καντήλι της ημισελήνου 
αγνό λάδι δεν ξεχνώ να βάζω.
Δρόμους στον γαλαξία ανοίγω με φτυαριές βαθιές 
για να υποδεχτώ εκεί τους παράνομους και τους ξελογιασμένους
ακολούθους της να τους ορίσω και απόστολους πάνω στη γη.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

Βίου ανάγνωσμα

Στο φως του ήλιου δόθηκα και στου νερού τη ροή
τάχτηκα πριν ζήσω.
Ένα ποτάμι το κρεβάτι των ωδίνων κι η μητέρα 
μαύρο είχε το νύχι του αντίχειρα.
Διπλός ο πόνος, σφάδαζε.
Στην θάλασσα χαρίστηκα πρωτίστως προτού στην 
αγκαλιά της με πάρει και το πρωτόγαλα βυζάξω 
απ' τα πέτρινα στήθη της.
Το μελάνι των μαλάκιων άδραξα πριν κραυγή ζωής 
βγάλω και αναπνεύσω.
Με αυτό εμπότισα το αίμα μου, τον εγκέφαλο και 
τους μυώνες ποιήματα για να γράφω για την ένδοξη 
νύχτα και τους αθάνατους παγετώνες.
Πάντα και αεί αυτό νεογνό ακόμα με σφράγισε.

Η μητέρα παρακολουθούσε βουβή το σκηνικό.
Το φουστάνι της σκισμένο.
Το μαντήλι είχε υποχωρήσει απ' το λαιμό της.
Λύθηκε ο κόμπος κι ανυπεράσπιστες οι καρωτίδες 
της πάλλονταν σε εξωφρενικό ρυθμό.
Η μαμή της έδωσε ένα ποτήρι κρύο νερό.
Ζεμάταγε το κορμί της.
Ερυθρές οι παρειές.
Τρίζανε τα δόντια της.
Αποκαμωμένη η μητέρα ζουλούσε την κοιλιά της,
μια τούφα μαλλιών έφτανε ως εκεί.
Ζεσταινόμουν κι οι μοίρες που συνάχτηκαν γύρω μου 
μαύρα κολλούσαν χαρτιά στο ζαρωμένο μου κορμί.

Έξω ο χειμώνας το μαύρο φορούσε σκούφο 
των ναυτικών που άνεργοι τριγυρίζουν στα λιμάνια 
με τις νεαρές πόρνες και τους κουφούς εραστές.
Η μητέρα χαλάζι μασούσε και οκτάγωνες χιονονιφάδες.
Δεν ήξερε να μετράει.
Δεν γνώριζε τα ιδεογράμματα των τρελών.
Μόνο νανουρίσματα ήξερε και δυσεπίλυτα αινίγματα
εύκολα να λύνει.
Ντρεπόταν, αναχάραζε στίχους, σκέφτονταν την ξύλινη 
σκάλα που ξέχασε να πάρει απ' την γέρικη ελιά.
Δεν μαζεύτηκε ο καρπός ποτέ  κι άδεια θα έμεναν τα κιούπια.

Η μητέρα πριν ακόμα γεννηθώ καθάριζε κάθε απόγευμα 
τα λαμπατέρ κι έδιωχνε τις αράχνες απ' τις γωνίες.
Στο εικόνισμα πάντα ένα σαμιαμίδι με κομμένη την ουρά 
επισκίαζε το σπίτι, το ευλογούσε.
Στην μήτρα της εγώ ακόμα τα πράσινα λαχταρούσα μάτια 
της να δω, τα κύτταρά της να διαβάσω.
Βιαζόμουν μα αυτή τυλιγμένη σε ένα σμαραγδί σάλι
γυρνούσε στα δωμάτια με τους Αγίους κι απ' τα πάθη 
τους στράγγιζε αίμα κοχλαστό και μου το έδινε.
Αγίαζα, ανακούρκουδα καθόμουν, αφηρημένη εξέταζα 
τους βίους των φτωχών και συνεπαρμένη σκοτεινά 
ζωγράφιζα φεγγάρια στο περικάρπιο του κόσμου.

Ήρθα στον κόσμο με μαστίγια στα χέρια σαν φίδια
φαρμακερά μού έμοιαζαν.
Πόλεμο δεν κήρυξα σε κανέναν.
Πόνο δεν προκάλεσα και τα μαστίγια έκαψα προληπτικά 
στου τζακιού την φωτιά.
Μάζεψα την στάχτη και την έβαλα στο σπιρτόκουτο 
με τα τζιτζίκια και τους μπούμπουρες.
-Γελούσσα με έλεγε η γειτόνισσα και στο κατακάθι 
του καφέ λαμπρό μου έταζε μέλλον.-
Ευτύχησα από μικρή να μιλάω με τους νεκρούς κι 
απ' τα αηδόνια να κλέβω την λαλιά.
Στα ύστερα μου ίσως η μάνα με μάθει να μιλώ με τους 
ανθρώπους πριν το μελάνι καθιζάνει στο αίμα
και πρόωρα ξενιτευτώ στου σύμπαντος 
την στριφογυριστή σκάλα.

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

Συνωμότες

Συναντηθήκαμε και δεν είχαμε τίποτα να πούμε.
Δεν ακούγονταν γύρω μας κάτι άλλο εκτός από τις 
καυτές του έρωτα ανάσες.
Μας έφτανε που μιλούσαν τα μάτια, οι κινήσεις, τα σώματα 
και οι παλμοί που σπιούσαν τα πουκάμισα κι έκαναν 
να τρίζουν τα κουμπιά.
Τι να πεις  παραπάνω, όταν ο χρόνος σύμμαχος μας ήταν
και με τις κηρομπογιές του έβαφε τους καμβάδες μας.
Μέναμε λοιπόν στα τραγούδια, τα συνθήματα,
στα παραληρήματα και στα λαβωμένα ποιήματα που
ο κόρφος μας βαστούσε για συναπτά δώδεκα χρόνια ζωντανά.

Αδέξια τα χέρια περιεργάζονταν ένα κομμάτι ουρανό
που απρόσμενα μας δόθηκε εκείνο το φθινόπωρο.
Γαλάζιο κομμάτι από ένα στερέωμα συννεφιασμένο και 
πυρπολημένο με μπαρούτι δημητσανίτικο.
Ανασαίναμε κοφτά κι άτσαλες κινήσεις έκαναν τα πόδια μας.
Παραδίπλα ο φίκος βαριανάσαινε.
Η βιγόνια καμώνονταν πως χείλη είχε κοριτσιού μικρού
εκεί γύρω στα δεκάξι.
Εμείς δεν την πιστεύαμε και στο πάτωμα κάτω λιώναμε
με τα παπούτσια τα ιώδη πέταλα της.
Κακιώναμε με την έπαρσή της.

Τα γκαρσόνια απασχολημένα δεν μας έδιναν σημασία.
Μόνο ένας μικροσκοπικός νάνος έφερε ένα
βρεγμένο πανί για να καθαρίσει τους λεκέδες.
Προσπαθούσε ώρα, δεν έβγαιναν.
Πήρε τότε να τους τρίβει με ατσαλόχαρτο.
Ακούγαμε τους θορύβους του, ανατρίχιαζε το κορμί μας.
Τα δόντια σμιχτά συνόδευαν τις αγωνιώδεις κινήσεις του,
κροταλίζοντας δυνατά, υπήρχαμε.
Σαν αποτελείωσε την δουλειά του έφυγε αφήνοντας ένα
κέρμα μπακιρένιο στο τραπέζι μας.
Το πήραμε στα χέρια, ήταν ζεστό και μύριζε καμφορά
και μέντα, το στρέψαμε στον αέρα ρίχνοντας από το ψηλά.
Πάντα γράμματα έφερνε όσες φορές κι αν προσπαθήσαμε.

Κουραστήκαμε κι αρχίσαμε να πασπατεύουμε
σαν τυφλοί τη μεριά της κεφαλής.
Ίχνη από μια κρυσταλλική ουσία είχε πάνω της, ίσως
και να ήταν αίμα.
Φοβηθήκαμε και το πετάξαμε στο παρτέρι πίσω απ' την
βιγόνια, ελαφρώσαμε.
Ήρθε ο νάνος και μας έκανε παρατήρηση, το μάζεψε και
μας επέκρινε για τους λεκέδες στο πάτωμα.
Δυσκολευτήκαμε και κάναμε να φύγουμε σαστισμένοι.

Περπατούσες μπροστά, αμίλητος και λίγο σκυθρωπός.
Σε ακολουθούσα και ξάφνου κάτι ψιθύρισες,
σε άκουσα δύσκολα.
Εδώ είναι το κέρμα είπες και μου το έδειξες.
Θα κάνουμε ώρες να αφαιρέσουμε το αίμα σου είπα.
Δεν χρειάζεται μου αντέτεινες κανένα ίχνος δεν υπάρχει
το έσβησε ο νάνος με το ατσαλόχαρτο.
Χαμογελάσαμε σαν είδαμε την κεφαλή να προβάλλει
καθαρά, ξαναρίξαμε ψηλά το κέρμα, έφερε κεφαλή,
χαρήκαμε σαν μικρά παιδιά όταν το ίδιο έγινε
για πολλές φορές.
Ήταν βαρύ το αίμα κι ο μαγνήτης της γης το τραβούσε
κοντά του συμπέρανες μιλώντας δυνατά.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να μαθαίνω την χροιά
της φωνής σου, καμάρωνα, σε είχα πλέον κατακτήσει 
ολοκληρωτικά.

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2022

Σάρκα του έρωτα

Στο απόγειο του ο έρωτας σμίγει με τους αρχαγγέλους.
Αθάνατος τον ουρανό πλησιάζει και απ' την γη
πίνει νερό γάργαρο.
Το τσιγάρο της λησμονιάς σβήνει στο τασάκι
του φεγγαριού, φτερουγώντας αδιάκοπα γύρω του.
Στάχτη δεν πέφτει πάνω του κι εύρωστο και
ηδονικό έχει το σώμα του.
Δυνάστης, κρατά τα κλειδιά της φυλακής του.

Την αμαρτία αγαπά και σε υγρά μαξιλάρια ξαπλώνει
σαν Θεός τρυπητής με τσαμπί σταφύλι στο χέρι.
Με τις μούσες συναντιέται κι αχειροποίητα
φτιάχνει ποιήματα που αθάνατα θα γίνουν
μνημεία, τις καρδιές να στολίζουν.
Δεν αφουγκράζεται.
Δεν κοιμάται.
Δεν σπαταλιέται.
Πικραμύγδαλο ο έρωτας σκληρό έχει περίβλημα.
Σε ριζιμιά πέτρα κρύβεται και από εκεί
τον κόσμο εξουσιάζει, φωτιές ανάβοντας
στους επίλεκτους εραστές.
Πολιορκητής, άμαχους με λάβες στοχεύει.

Δώρα φέρνει ακριβά που δεν εξαργυρώνονται
ούτε πωλούνται σε κανένα παζάρι.
Ο έρωτας είναι ο επαναστάτης που διαδηλώνει
στις πορείες του αίματος.
Αίμα το κρασί του ευφραίνει και λυτρώνει.
Σταγόνες πέφτουν στα πόδια του και πάνω τους
καρπίζουν εύγευστα φρούτα.
Στα πέλματα του ρίζες - μαστίγια βγαίνουν βαθιά
να μπουν στη γη, στρατιές αιχμαλώτων να πλανέψουν.
Με την γη και την άργιλο υπάρχει.
Με το φως συνδιαλέγεται κι αχλή ντύνει
το σώμα του.
Εκδικητής, στη σάρκα αιμάτινα αφήνει σημάδια.

Εκπορθεί τα ουράνια πτηνά και θεάζει τις πέρδικες
και στην ωραιότητα χορό προτείνει.
Ορεσίβιος ο έρωτας γκλίτσα στο χέρι έχει
και πολλά κοπάδια φυλάει, το γάλα να μην λείψει
απ' το τραπέζι του φτωχού.
Βασανίζει και βασανίζεται.
Απ' όλα τα μέταλλα τον χαλκό διαλέγει
έτσι που να δοκιμάζεται και τις στρώσεις του
να καθαρίζει συχνά με δάκρυα απαντοχής.
Πλαστουργός, ηδονικές πνοές εμφυσάει στα σώματα
και στη βαριά σκλαβιά τα τραβά.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Το ξανθό της ποιήσης αγόρι

Πως γράφονται τα ποιήματα με είχες ρωτήσει
όταν σε πρωτοσυνάντησα κάτω από τις κληματαριές 
και τα αγιοκλήματα.
Νοέμβρης ήταν και στο πέτρινο αλώνι του χρόνου 
είχε σκοτωθεί ο καλοκαιρινός ήλιος κι οι πόρπες
του φωτός είχαν χαθεί κάτω από την όχληση
του δικού σου θυμού.
Από μια λέξη του καημού γράφονται τα ποιήματα  
σου είχα πει κι εσύ σαν αλιέας χωρίς δίχτυα με αμφιβολία 
με κοίταζες.
Έπινες το ποτό σου κι εγώ κοιλοπονούσα του στίχου
το αρχαϊκό αλφάβητο.

Επέμενα κι εσύ με τα πετραδάκια της έπαρσης με 
πετροβολούσες, ιδίως κάτω από την μέση.
Καημό μεγάλο είχες στην καρδιά και στα χέρια μετρούσες  
με το κεχριμπαρένιο κομπολόγι της μοναξιάς
το δυσθεώρητο μπόι.
Ένοχα σιωπούσες μπροστά στο θάμβος των οραμάτων
και των επικλήσεων.
Ανοιγόσουν στης φαντασίας το λιβυκό πέλαγος χωρίς 
να βρέχεις ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι.
Σε παρακολουθούσα κι οι πόνοι μου όλο και πιο πολύ 
με έσφιγγαν και με παίδευαν.
Αργούσε ο τοκετός κι η γριά μαμή αναστατωμένη 
δεήσεις έκανε στους αγγέλους για το ανυπεράσπιστο βρέφος.

Έβγαινες στη στεριά και ξανά την ίδια ερώτηση 
μου έκανες.
Μάζευα στοιχεία για να σε πείσω κι αλληγορίες 
έφτιαχνε ο νους για να περιγράψει το άφατο.
Ένα δίχρονο ξανθό αγόρι σου είπα που ακόμα δεν 
έχει μιλήσει κάτω από την γλώσσα του κρατά τις 
λέξεις των ποιημάτων.
Αυτό ο φορέας τους, 
αυτό το ουράνιο τόξο της ελπίδας.
Χρόνια πολλά το φροντίζω και χατίρι δεν του χαλνώ.
Γάλα με αίμα το ποτίζω από το αγκαθάκι Του Χριστού 
που στην αβρή ράχη του Απρίλη φυτρώνει.
Δεν μεγαλώνει.
Δεν περπατά.
Δεν γνωρίζει το κλάμα.
Άγνωρο είναι στο πλήθος κι οι μύστες μόνο προσεχτικά 
το ντύνουν με πυγολαμπίδες έτσι που να χαμογελά και 
λέξεις νέες να εφευρίσκει. 

Σαν μουμιοποιημένο σώμα το κρατώ σφιχτά στην αγκάλη.
Καίγομαι μα δεν διαμαρτύρομαι στιγμή.
Την πυρά αγαπώ και στο αλάτι των αλυκών προσεύχομαι. 
Γελούσες παρατεταμένα κι έσκιζες το ποίημα 
που είχα γράψει με την συνδρομή του δικού μου παιδιού.
Κακοκαρδίστηκα και σε μάλωσα.
Ήταν το καλύτερο ποίημα μου, το πιο σαρκώδες σαν λόγχη
παχιά αλόης έμοιαζε.
Του έρωτα σκοτεινά είχε λόγια κι απ' τις βαθιές μαχαιριές 
του πόθου ήταν πληγωμένο μα δεν θρηνούσε.

Άφηνες τα πελάγη και με τις λεύκες ακατανόητη 
έπιανες κουβέντα, δεν με άκουγες, χανόσουν.
Δεν σε καταλάβαινα και με λευκά σεντόνια ντυνόμουν.
Ακόμα και σήμερα πεισματικά το δάφνινο πατάς στεφάνι 
που την κόμη του παιδιού στολίζει και για μπάρκα προς 
το αχανές προετοιμάζεσαι να πας.
Εγώ εδώ να κοιλοπονώ το ξανθό αγόρι , να το προστατεύω 
από τις σαϊτιές της λήθης και απ' τα βαθιά πηγάδια.
Το μολύβι τακτικά τού ξύνω.
Τα καταφέρνω με την ανάσα μου κομμένη.
Αναμάρτητη στην κλίνη μου ξαπλώνω και ζεστό χώρο 
σου κρατώ. 
Μην με καταδιώκεις, έλα, κρασί διαλεχτό έχει ο αμφορέας μου.

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

Αντέχω

"Οι κάμποι θέλουν τ' άλογα 
και τα βουνά λεβέντες."

Σαν γεννήθηκες ένα φτερό αετού σε πλησίασε,
άλλο δεν είχες να κάνεις παρά να πετάξεις στα βουνά. 
Η μαμή έβριζε κι η μάνα σου έδενε τον λώρο.
Το πρώτο σου κλάμα, σκούξιμο θαρρώ ήταν, 
σαν βροντή των σύννεφων πριν την καταιγίδα ακούστηκε.
Έβραζε το νερό στο τσουκάλι και το μελανιασμένο 
σώμα σου δεν καταδέχτηκε επ' εξαρχής τα γήινα.

Ο πατέρας δίπλα στο τζάκι έψηνε καφέ και κάπνιζε.
Αγόρι είπαν, κι εκείνος έφτυσε τη στάχτη.
Κόρη ήθελε με χρυσά μαλλιά και αβρές πατούσες.
Πάνω απ' το τζάκι βαλσαμωμένοι γυπαετοί,
γερακίνες, περδικομάτες κόρες και αλεπουδίσια δέρματα.
Κυνηγός ο πατέρας με άρβυλα χοντρά και με το τουφέκι 
του οπλαρχηγού για καμάρι.

Στα διάσελα τα πρώτα βήματά σου. 
Στις κουμαριές έδενε η μάνα τη νάκα σου  
ενώ εσύ αστέρια έκρυβες και φεγγάρια στις τσέπες.
Ανήσυχα τα αηδόνια σε παρακολουθούσαν.
Γκλίτσα έπαιρνες και τα κυνηγούσες.
Σε τράβαγε η μάνα από το στήθος, γάλα 
άλλο δεν είχε να σου δώσει.
Αίμα έπινες.
Χολή κατάπινες.
Με φαρμάκι τον οισοφάγο γέμιζες. 
Έκλαιγε η μάνα κι εσύ τη ρώγα της ρουφούσες επίμονα.

Ήταν τότε η χρονιά που βάφτηκαν κόκκινες οι φλοκάτες 
Αίμα πολύ στο σπίτι, πως να ξοδευτεί;
Αίμα στην μεσαυλή με το πηγάδι.
Τα αδέρφια δεν σε έπαιζαν, φοβούνταν.
Πεντόβολα έπαιζες στην κρύα ράχη των κορφών.
Έμαθες νωρίς να περπατάς χωρίς να πέφτεις 
πάνω στην παγερή επιφάνεια των απάτητων λιμνών.

Τράβαγες τ' αψήλου και στα σεντόνια του γαλαξία 
μαζί με τα αετόπουλα κοιμόσουν.
Όνειρα δεν έβλεπες, με τους αγγέλους έπλαθες 
στιχάκια και απ' τους αετούς τράβαγες φτερά και 
στους ώμους τα κολλούσες.
Ουράνιο πλάσμα ήσουν.
Ο πατέρας δεν σου έδινε το τουφέκι.
Η μάνα έφτυνε τους κόρφους της.
Η γη δεν σε δεχόταν κι οι αραποσιτιές 
χάδια δεν σου έδιναν. 
Στα τρίστρατα τ' ουρανού ποδηλατούσες με το 
κλεμμένο ποδήλατο της αδερφής σου που ποτέ 
δεν γεννήθηκε. 

Εκεί σε γνώρισα, εκεί σε απόσταση αναπνοής 
σε κράτησα και σου έδεσα τα κορδόνια.
Ελέγχω τα βήματά σου κι εσύ με πρόστυχα λόγια 
με στολίζεις και με πλανερές δοξασίες.
Αντέχω! 

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

Ο γιος του αγέρα

 
Στοίβαξα τα υπάρχοντά μου στο τέθριππο
του βοριά κοντά σου να έρθω.
Αρκέστηκα στα εντελώς απαραίτητα, στα δικά
αυτά που εγχάρακτα σημάδεψαν τις σελίδες της ζωής.
Για τη χώρα του ήλιου κίνησα μέσα από τα
ελικοειδή μονοπάτια που χάραξαν οι ερωτιδείς.
Δυο αλλαξιές καινούργιες πήρα, τα χιλιοφορεμένα
μαντήλια μου, τις στραβοπατημένες μου γόβες
και τα τρία αετόφτερα που έπεσαν απ' τις φωλιές
των τραγουδιών κάποτε.

Έγνοια τα έχω μεγάλη αυτά τα αετόφτερα
μη και χαθούν στον δρόμο και σιγήσουν
για πάντα οι μελωδίες και το παράπονο των ποιημάτων
σε αλλότρια χείλη ξεπέσει.
Προς τα βουνά ο προορισμός μου.
Στις δρακολίμνες τα πατήματα μου.
Στα διάσελα οι κινήσεις μου και οι στροφές του χορού.

Άλογα δεν έζεψα καθώς τη ματόχαντρα έχασα
στις περιπολίες του Αυγούστου.
Τέσσερις άγγελοι οι οδηγοί μου ταγμένοι
στο στροβίλισμα του έρωτα.
Τους φροντίζω και νέκταρ τους κερνώ.
Τους αγαπώ και μερίδιο απ' την ψυχή μου
τους παραχωρώ εκεί να μονάζουν.
Η ψίχα της καρδιάς μου είναι η τροφή τους.
Το αίμα των δακτύλων μου είναι το αψέντι τους.

Τη χώρα του φωτός διάλεξα στον χάρτη.
Εκεί που κοιμάσαι και αναπνέεις.
Εκεί που απωθείς τα σύννεφα με τα δοξάρια
και τα ακόντια της μνημοσύνης.
Αετόφτερα πολλά θα μαζέψω τα κρουστά
να σου ράψω φτερά ελεύθερος να ανοίγεσαι στα
δροσερά των πηγών ύδατα και σαν δυναμίτης ενεργός
τα φαγιούμ της αγάπης να ανατινάζεις.
Μαζί μου να περνάς του θρύλου το γεφύρι
και τροπαιούχος να φτάνεις στα προπύργια του κόσμου
τους ξανθούς αγέρηδες να συναντήσεις.

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Τα φθινόπωρα της αγάπης

Στις συγκλίσεις των διπλών ουράνιων τόξων 
εδρεύει πάναγνο το σώμα σου.
Αδιόρατος είσαι από τους ανθρώπους μόνο
εγώ ξεχωρίζω την πυρά του στήθους σου. 
Τα ρούχα σου βρεγμένα ακόμα στάζουν νερό 
που τα χρώματα διαλύουν σχηματίζοντας μια 
συμπαντική υδατογραφία στα ουράνια κιονόκρανα.
Σπιτάκια ξεπροβάλουν, δέντρα υψιτενή, φωλιές 
πουλιών και η δρύινη ράβδος της καλής μάγισσας 
που στα χωριά γυρίζει με ξόμπλια πολλά τις καρδιές 
στην ώρα της γης να ρυθμίσει.
Εκείνη τη σπάνια που αγαπούσες από μικρό παιδί και
στόχο πάντα την έβαζε η πάνινη σου μπάλα.

Τις υδατογραφίες σου θαυμάζουν τα σταχτιά 
σύννεφα και δεν τις σκεπάζουν έτσι που ο ουρανός 
να θυμίζει λαϊκό υπαίθριο παζάρι με πολύχρωμα 
καναβάτσα, μπαλόνια παραφουσκωμένα, πωλητές 
ζαχαρωτών και αλιείς που στα δίχτυα μέσα εκτός
από ψάρια κοράλλια και κι αμμώδη μαργαριτάρια 
κρατούν. 
Μικροπωλητές διαλαλούν την πραμάτεια τους, ο
χρυσός λέοντας το έχει σκάσει από το κλουβί του 
και μαζί με τον περιβολάρη εποπτεύει τις βραγιές 
με τα ηλιοτρόπια, τα μελαγχολικά ζουμπούλια και 
τα αιθέρια σαν δάκτυλα αγγέλων γιασεμιά.
Είναι καλά εκεί πάνω και σιωπητήριο ποτέ δεν ξεκινά.

Τα απόβροχα πολύ αγαπώ γιατί μες την ύπαρξη σου
αθόρυβα μπορώ να φτάσω.
Σκάλα δεν χρειάζομαι κοντά στις ουράνιες πολιτείες 
σου να βρεθώ, έχω κι εγώ τα φτερά μου. 
Γνωρίζω τους αριθμούς και τα σοκάκια σου 
κι εκεί κυκλοφορώ σαν την χρυσόμυγα που 
περιφέρεται γύρω απ' τον γλόμπο της παραλίμνιας 
ταβέρνας.
Με υποδέχεσαι πάνω στο κίτρινο ποδήλατο σου.
Πεντάγραμμα με αισθαντικές μουσικές μου χαρίζεις 
που δονούν το σώμα μου και τα τριμμένα μου σαντάλια
ξεδένουν.

Είμαι ελεύθερη να σε αγαπώ και με βρεγμένα μαλλιά
να σου σκεπάζω τους βουβώνες.
Μαζί με παίρνεις ταξίδια, δεν σκοντάφτω στα καλντερίμια 
με όρθια την πλάτη βαδίζω και στις στροφές μπαλάντες 
σφυρίζω και με μάνικες μακριές νερό γεμίζω των σύννεφων 
τα στόματα.
Ανθίζω κι εσύ χαμογελάς.
Καρπίζω κι εσύ χρυσόβεργες κρατάς.
Μεθάω κι εσύ την παλιά τσότρα περιεργάζεσαι.
Εδώ ο κόσμος μου κι η ανηφοριά μου προς την αγάπη
κοντανασαίνω κι έρχομαι σαν ιέρεια που θυσία προσφέρει
στους ανέμους τα πλοία των φιλημάτων να πλεύσουν.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2022

Πολιορκία

Πολιόρκησα τις πύλες των κάστρων σου απόψε όταν βαριά η ανάμνηση σου λάγγεψε το σώμα μου.
Λίγα είχα πολεμοφόδια μα εκλεκτοί οι χορηγοί που συνέτρεξαν κοντά μου.
Στους ώμους μου κρατούσα καλογυαλισμένα βέλη από των μαθητικών χρόνων τα τριμμένα τετράδια.
Στα χέρια μου είχα μυτερά κοντάρια απ' του Αη Γιώργη το ετήσιο χοροστάσι.
Στις τσέπες κοφτερές είχα τις λάμες απ' του έρωτα τα κρυφά συναπαντήματα
Κλειδιά βρήκα πολλά που να ταιριάζουν στις κλειδωνιές της καρδιάς σου.
Σε κατέκτησα χωρίς προσπάθεια καμία.
Σαν λωτός ώριμος έπεσες στο χώμα των κήπων μου.
Θεράπευσα με γιατρικά δικά σου τα άτακτα στρατεύματα των Αγίων σπάργανων.

Κρυσταλλάκια κρατούσες στα ανοιχτά σου φυλλοκάρδια για να μαρτυρούν τις μάχες που έδωσες με τον πονηρό όφι της λήθης.
Έφοδο έκανα και τα συγκέντρωσα στου τσόχινου καπέλου σου την αλητεία, ποτέ να μην ξεχάσεις το άλικο φιλί που στα χρόνια της πείνας έθρεφε το σώμα μας.

Τώρα δικό μου σε έκανα και τους δείκτες του ρολογιού τους γύρισα στο σήμερα.
Εδώ να μένεις.
Εδώ να σιγοτραγουδάς τους σκοπούς μας.
Εδώ να μιλάς με τα ηλιοτρόπια και τις λεύκες.
Εγώ στην εικόνα σου καρφίτσωσα της αγάπης
τα λιανοτράγουδα στο πλευρό μου να ζεις και τις αναρίθμητες να φτιάχνεις σαΐτες σου.
Θεός να είσαι, κεφαλόσκαλο ασπρισμένο και γλάστρα βασιλικών και θυμαριών να ευωδιάζει του έρωτα η βεβηλωμένη πόλη.

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

Η ζυγαριά της καρδιάς

 haibun

Φόρεσε την γκρίζα ολόμαλλη ζακέτα της και κοιτάχτηκε στον ολόσωμο καθρέφτη της εισόδου. Το είδωλο της δεν την ικανοποίησε. Έσιαξε λίγο ένα ατίθασο τσουλούφι και έτριψε τα μάγουλα της για να τα ζωντανέψει. Τελευταία ένα ωχρό, κίτρινο χρώμα έδραζε στο δέρμα της. Στις αρχές τρόμαξε μα στην συνέχεια συμβιβάστηκε και αναπόλησε τα πρωτινά της χρόνια, τότε που βυσσινί ζωγράφιζαν τις νεαρές παρειές της.
Κρυφό χαντάκι
σκόνταψε η κοπέλα-
χιονιού αγκαλιά.
Έξω ο καιρός το είχε γυρίσει σε παγωνιά και βοριά. Οι ευθυτενείς σημύδες των πεζοδρομίων κινούνταν σε τρελό χορό. Τράβηξε το μάνταλο και βγήκε από το σπίτι με βήμα γοργό. Τα μακριά μαλλιά της την εμπόδιζαν καλύπτοντας άτσαλα τα μάτια. Με μια κίνηση τα έδεσε με το μαντήλι που είχε στο λαιμό της σε κότσο.
Άστρα του χιονιού
τις στέγες πολιορκούν-
η μπότα τρίζει.
Η μύτη της πάγωσε τα μάτια έπαιρναν να δακρύζουν απ' το κρύο. Τάχυνε το βήμα της για να ζεσταθεί. Το πέτρινο ρολόι χτύπησε πέντε τα ξημερώματα. Στον δρόμο συνάντησε μια αγέλη από αδέσποτα σκυλιά, δεν την πείραξαν, μόνο σαν την είδαν πήραν να σκορπίζουν στα πέντε σημεία. Ανενόχλητη πέρασε το φανάρι και κατευθύνθηκε προς το μικρό πάρκο.
Γούρνα με πάγο
σκοτείνιασμα στην πόλη-
νύχτα θαυμάτων.
Κάθισε στο παγκάκι. Το φως του φανοστάτη την βοήθησε να δει ένα ζευγάρι γάτων που χουρχούριζαν δίπλα της. Τις χάιδεψε και απόρησε που δεν φοβήθηκαν και δεν έτρεψαν σε φυγή. Ξάνθου εμφανίστηκε μπροστά τους ένας κατσούφικος άνθρωπος και τους μοίρασε τροφή. Οι γάτες δεν κινήθηκαν καθόλου. Έμειναν να απολαμβάνουν τα χάδια που στην ζυγαριά της καρδιάς τους ήταν πιο ακριβά απ' την τροφή.
Βαρύ το κρύο
καστανάς στην πλατεία -
πλήθος τριγύρω.