Σε περίμενα, είχα βάψει μαύρα τα νύχια στα πόδια.
Τα χέρια μου ολοκόκκινα, σημάδια άφηναν,
αποτυπώματα της παλάμης στον άσπρο τοίχο,
σαν τις παιδικές ζωγραφιές,
στα χρόνια της αθωότητας.
Από το παλιό πολυέλαιο της γιαγιάς
κρέμονταν οι ψυχές των προγόνων.
Αρχοντικός πολυέλαιος,
κειμήλιο μιας ζωής που ξυπόλητη έτρεχε στα χαλίκια.
Τότε που δίναμε μια σπρωξιά στον αέρα
κι επέστρεφε η χαρά στο σπίτι,
σαν το λιποτάκτη που αψήφησε νόμους και συνθήκες.
Σε περίμενα μ' ένα διπλό φιόγκο στα μαλλιά,
με μια λέξη ειπωμένη απ' τα παλιά.
Αγαπημένη λέξη: πορεία.
Το καρβουνάκι των ματιών σου σβηστό,
στο κιγκλίδωμα των δακτύλων σου πληγώθηκε το περιστέρι,
στο καμαράκι σου κιτρίνισε ο χάλκινος ιβίσκος.
Ήσουν εδώ.
Τα στάχυα ξεσπυρισμένα απ' τα χέρια σου.
Στρωμένο το τραπέζι με τα λινά της προσμονής.
Λευκά λινά, αγορασμένα ακριβά στην τοπική εμποροπανήγυρη,
τα στεγνώναμε στον ήλιο κι αυτός σαν παιδί θαμπωνόταν.
Σε περίμενα με την αγκαλιά ανοικτή
προορισμένη μόνο για εσένα.
Μεγάλη αγκαλιά,
σαν τα Σάββατα του Αυγούστου στο νησί,
τότε που επέστρεφε η σκόνη στο σπίτι, αιωρούμενη,
επιβλέποντας το πορτραίτο σου,
αντιγράφοντας το σκοτεινό σου μειδίαμα,
εξετάζοντας τα πάθη σου,
όπως εξετάζει ο ωρολογοποιός, την πλάνη των λεπτών,
το βράδυ στο εργαστήριο.
Είναι καλά τα Σάββατα,
σαν το αχνιστό ψωμί στα χέρια του μικρού αθίγγανου,
πριν προτάξει θαρρετά το χέρι, στους αδιάφορους πιστούς.
Σε περίμενα μ' ένα τσόχινο καπέλο κάτω απ' τη μασχάλη,
ζεσταινόμουν....όμως επέμενα.
Στα χείλη μου ένα κλωναράκι βασιλικού,
Το άλλο μισό μοναχό του στο ποτήρι άπλωσε ρίζες.
Καιρός να το φυτέψω στην πήλινη γλάστρα της εισόδου.
Εκεί να σταθείς.
Να λεπτύνει το άρωμα του σώματος σου,
να μερώνει η πίκρα στα ακρόνυχα του θυμού
κι ο στόχος αργά να μακραίνει
Πλέριος ο ορίζοντας να γίνεται.
Ορίζοντας ανοιχτός, με φοινικιές πολύκλωνες,
ψηλά να κοιτούν.
Οι ίσκιοι να χάνονται απ' το βλέμμα σου,
καλοτάξιδο πλεούμενο να βρίσκει η ψυχή σου,
στα ανοιχτά να πηγαίνει,
νησιά να ανεβάζει στην επιφάνεια και βουβούς κοχλίες.
Έλαβε μέρος στο 20ο Συμπόσιο Ποίησης που διοργάνωσε
η ακούραστη Αριστέα μας