Το χακί της ανοιξιάτικης νύχτας
Είναι το κλειδί των Λυδικών φυλακών
Το χαμόγελο της στρατευμένης χαράς
Που λάμνει στο σκούρο κάγκελο του ναού
Με ένα γράμμα ερωτικό στη τσέπη
Τα αστέρια του ουρανού στασιάζουν
Μπροστά στο φως της τρεμάμενης αναλαμπής
Ο αποσπερίτης κρούει μια μικρή καμπάνα
Σμιλευμένη στο αδιαίρετο κέντρο
Του ήλιου και στης σελήνης τη φαρέτρα
Απάτητες απλόχωρες οι εκτάσεις
Που αρμονικά διάβαζες τις γραμμές τους
Τα πολυβολεία θαμποί καθρέφτες
Με είδωλα ανεμόδαρτων γλάρων
Το τατουάζ ξέφτισε στους μηρούς
Της λικνιζόμενης μπαλαρίνας
Το χακί της ανοιξιάτικης νύχτας
Είναι το άρωμα της μακρινής μανόλιας
Το όραμα της παλιάς αχυρένιας πολυθρόνας
Που πάνω της ξεκουράζεται
Ο πολεμιστής λαϊκός μάρτυρας
Της πυρπολημένης πεταλούδας
Πυρετός μπλοκάρει τους μαγικούς
Λεπτοδείκτες του υπαίθριου ρολογιού
Ο ερχομός του θερμαστή στο λατομείο
Ανατινάζει τις μεταξωτές κάλτσες
Της έγχρωμης ιερόδουλης
Τα γιασεμιά της πουλήθηκαν
Σε τιμή ευκαιρίας στα πλωτά παζάρια
Ναυαγοσώστες αποσύρουν στο σκοτάδι
Τις σκουριασμένες άγκυρες
Και τα αγάλματα των κούρων της πλατείας
Χαλιά με μαινάδες και σάτυρους
Στρώνονται στο ιερό βήμα του έρωτα
Τάματα ακριβά στο μεσαίο δάκτυλο
Της ατιμασμένης αδερφής προσκρούουν
Στις γροθιές της ανθισμένης τρικοκκιάς
Μένουν οι σκοτωμένοι ερωδιοί άταφοι
Στα κοιμητήρια ζητούν σειρά προτεραιότητας
Κυπάρισσοι αργοσαλεύουν
Τις φαιοπράσινες χλαίνες τους και μειδιούν
Το χακί της ανοιξιάτικης νύχτας
Είναι το μεσιανό κατάρτι
Της Αιγαιοπελαγίτικης πολιτείας
Ανήμερα στη γιορτή
Της πολιούχου Ορθίας Αρτέμιδος