Που είναι λοιπόν το σμαραγδί των ματιών σου;
Μήπως χάθηκε ατενίζοντας
Τα φουγάρα των καπνισμένων φορτηγίδων
Ή την ασημένια φυλλωσιά της ελιάς
Στις βραχώδεις εκτάσεις του νότου
Ξεχειλίζει ο λαιμός του ήλιου και ξυπνάει
Τη βουκαμβίλια των υπαίθριων καφενέδων
Ένας μέντορας που πολύ σου μοιάζει
Με καπαρντίνα και πράσινο χαρτοφύλακα
Στέκεται ράθυμα πίνοντας το βαρύ καφέ του
Διεισδυτική η ματιά του και λίγο περιφρονητική
Κόβεται σε χίλια κομμάτια σαν το γυαλί της λάμπας
Αντικρίζοντας τη σκιά της κανελιάς γάτας στο πεζούλι
Που είναι λοιπόν το σμαραγδί των ματιών σου;
Μήπως χάθηκε στις σιδηροτροχιές
Μιας πολίχνης κάπου κοντά στη Θήβα
Ντύθηκες τη φενάκη των μύθων κι αφέθηκες
Στα λάγνα μάτια της ολόγιομης σελήνης
Κινείσαι αργά σαν να φοβάσαι μην θραύσεις
Το κίτρινο γάντι της σιωπής που βρήκες πλάι στην αυλαία
Ακουμπάς σε ξεφτισμένες τοιχογραφίες
Κάτωχρος με ένα παράσημο χρυσό στο στήθος
Να σου θυμίζει τις νικητήριες μάχες που έδωσες
Αναπολείς περασμένα μεγαλεία τελετές κι επινίκια
Συνθήκες κλείνεις με τη γη και ερωτικά την σκαλίζεις
Οι σπόροι στο άγουρο στάχυ
Τρέφουν τη μεγάλη καρδιά του ποιήματος την ψωμώνουν
Που είναι λοιπόν το σμαραγδί των ματιών σου;
Μήπως φυλακίστηκε στην κλεψύδρα
Που μέτραγε τον χρόνο της επιστροφής σου;
Ήσουν τρομαγμένος γεμάτος φουρκέτες στο στόμα
Στο κήπο σου αγρυπνούσαν οι μενεξέδες κι οι κισσοί
Οι αγριάδες με τις λόγχες τους αμείλιχτα
Σημάδευαν το χλωμό πρόσωπο σου το έσκαβαν
Δεν αντιστεκόσουν απλά μίλαγες με τις λυγερόκορμες λεύκες
Ποιητής ήσουν κι αρπαζόσουν μαζί τους
Στα ξωκλήσια άναβες λαμπάδες ίσα με το μπόι σου
Οι μικρές Παναγίες της εσπέρας προσπαθούσαν να πιάσουν
Το χοντρό σπάγκο των ανοιξιάτικων χαρταετών
Χάδι να στείλουν στα παιδιά που έχασαν στο παιχνίδι
Που είναι λοιπόν το σμαραγδί των ματιών σου;
Μακριά καπαρντίνα και πράσινος χαρτοφύλακας
Στο ψιχάλισμα του κύματος θα σε ανταμώσω σαν μερώσει ο καιρός