Το τρένο αφού σφύριξε τρεις φορές αναχωρησε. Άδειασε η αποβάθρα και μόνο μια γυναίκα που φορούσε ένα καπέλο με φτερά στρουφοκαμηλου δεν το πρόβαλε. Στο ένα χέρι της κρατούσε ένα κλουβί με ένα καναρίνι που έστεκε βουβο και στο άλλο χέρι κρατούσε ενα καλογυαλισμένο βιολί.
Οι αποσκευές της ελάχιστες μια μπορντό μικρή βαλίτσα με ρόδες. Στο χερούλι της δεμένο ένα καναρινι μαντήλι. Στάθηκε στο ξύλινο, χαραγμένο με μονογράμματα παγκάκι και ισιωσε το αερατο φόρεμα της στο χρώμα του πάγου με κάτι τεράστια, κόκκινα άνθη πιθανόν καμέλιες.
Ο επόμενος συρμός θα έρχονταν σε σαρανταπέντε λεπτά. Ακούμπησε το βιολί στους ώμους και άρχισε να παίζει ένα κλασσικό κομμάτι. Το καναρίνι παρασυρμένο απο τις νότες πήρε να καλαηδαει θαρρετά συγχρονισμένο με τις μελωδίες του οργάνου.
Πιο πέρα εμφανίστηκε ένας κουλουρτζης με την ζεστή πραμάτεια του που την παρακολουθούσε μαρμαρωμένος απ' την μαγεία των ήχων Μάλλον θα άκουσε τις μελωδίες και θα ήρθε. Πέρασαν δέκα λεπτά και ενθουσιασμένος την πλησίασε. Πρόσφερε στο καμαρίνι φρέσκο κουλούρι και ασπάστηκε το χέρι της δεσποινίδας με μια ιπποτική κίνηση. Ύστερα κάθισε δίπλα της στο παγκακι μαγεμένος. Φορούσε παπιγιόν, ένα σκούρο παντελόνι, πουκάμισο λευκό κι ένα στενό γιλέκο πορτοκάλι χρωματος.
Είχε ένα όμορφο και δροσερό πρόσωπο και στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα καπέλο γεμάτο με μπακιρένια κέρματα. Εντύπωση έκανε το μπαστούνι του που ηταν από ξύλο δρυός και είχε κοκκαλινη λευκή λαβή σαν ξεπεσμένος λόρδος έμοιαζε. Η γυναίκα απορροφημένη δεν ένιωσε την παρουσία του και συνέχισε να παίζει πιο ελαφρά τώρα κομμάτια. Το καναρίνι τσιμπολογουσε και κατά διαστήματα δοκίμαζε τις γλυκές του μελωδίες σύμφωνες πάντα με την παρτιτούρα του βιολιού.
Κάποια στιγμή ακούστηκε μια φυσαρμόνικα και στην αποβάθρα πρόβαλε ένας πιτσιρικάς με σκισμένο γαλάζιο πουκάμισο και τριμμένο τζιν.
Η κοπέλα αντιλαμβανόμενη το όργανο σταμάτησε να παίζει και εστίασε την προσοχή της στο μικρό χαμίνι. Πότε της δεν είχε ακούσει τέτοια γλυκοηχη φυσαρμόνικα. Έβγαλε το καπέλο της και χαιρέτησε. Το παιδί βλέποντας την αποδοχή συνέχισε να παίζει όλο και πιο αιθέρια. Ο χρόνος περνούσε και ο συρμός θα έφτανε σε λίγο. Πύκνωσε ο κόσμος και το τρίο στο παγκάκι μασουλουσε αδιάφορο το κουλούρι του. Το τρένο εμφανίστηκε και οι τρεις σύντροφοι αποφάσισαν να πάνε από κοινού στην διπλανή πολιτεία που διοργανώνονταν μια μεγάλη εμποροπανήγυρη. Θα έμεναν μια εβδομάδα. Ο λόρδος, ο πιτσιρικάς κι η γυναίκα σίγουρα θα έβγαζαν πολλά γρόσια. Ξετρελαμενο το αγόρι θα αγόραζε πολλά κόκκινα κοκκορακια που τόσο αγαπούσε. Το κατάμεστο τρένο ξεκίνησε. Το καναρίνι χορτάτο αποκοιμήθηκε. Είχε ανάγκη πολλή να ξεκουράσει τις χορδές του, το περίμενε εξάλλου πολλή δουλειά.