Λιονταριού ανάστημα και ψυχή πάλλουσα πια δεν έχω
Με τόλμη να υπερίπταμαι στο χάλκινο φως της εσπέρας
Πέρα στα απάτητα λημέρια των γιγάντων με τις νωπές μνήμες
Η λέαινα καρδιά μου αποκοιμήθηκε νηφάλια και αδρανής
Μπρος στα μπαλωμένα αντίσκηνα του τροχήλατου τσίρκου
Αρρώστησε στης φλόγας το μικρό αλωνάκι βαριά
Έχασε τις εκλάμψεις που την πυροδοτούσαν με θυμό
Ούτε που διαισθάνθηκε την κλαγγή και το πάταγο των σπαθιών
Στη σκηνή των ουράνιων θαυμάτων
Μονομαχούσαν δυο αρχάγγελοι - σαλπιγκτές του παραδείσου
Βάζοντας στοίχημα τα τετράδιπλα πέπλα μου!
Λιονταριού ανάστημα και ψυχή ασκημένη στο μόχθο πια δεν έχω
Με πυγμή να ανασηκώνω τις προγονικές πέτρες
Στο κήπο με τις μαβιές κουτσουπιές που θάλπουν φωτεινές
Προδόθηκα οικτρά από τα στίφη των αργυραμοιβών και των ηθικολόγων
Και στη χαίτη της εαρινής χλόης εναπόθεσα σφραγιστό το μυστικό μου
Αναταράσσω της ψυχής τα πτερύγια
Και δωρίζω στου γλαυκού αγέρα την εξαίσια αιώρα
Ένα μπουκαλάκι με εσώκλειστο το περιλαίμιο της κουτσής νεράιδας
Χθες το βράδυ μου αποκαλύφτηκε σε όνειρο οιωνό
-Ταξίδια σε τόπους ερωτικούς με τα φτερά του ήλιου-
Μου μίλησε ψιθυριστά για τους χάρτινους ήλιους της Νινευής
Για τα κρυστάλλινα νερά του Βραχμαπούτρα
Και για το απολιθωμένο δάσος στο σύνορο του Πάρνωνα
Στο αγκάθι των κέδρων με μύησε στου Μέγα Σίμου τον απαλό μυχό
Πήρα μορφή ξανά κι απέδρασα σε κόσμους μυθικούς
Βάζοντας στοίχημα τα τετράδιπλα πέπλα μου!
Βυθίστηκα σε αρχέγονες λίμνες στις Ανατολικές περιφέρειες της γης
Εξαγνισμένη: Σοφία αποκομίζοντας από τα υδρόφυτα της όχθης!